Η Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε αναμφίβολα μια από τις τραγικότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας του 20ού αιώνα τόσο ως προς τις ποικίλες πραγματικές της συνέπειες – δημογραφικές, κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές – όσο και ως προς τη θέση της στη συλλογική μνήμη. Η εθνική ιστοριογραφία στάθηκε αμήχανη απέναντι σε αυτό το τραυματικό γεγονός, όπως συνέβη και με άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις – τον εμφύλιο πόλεμο, για παράδειγμα. Στις περιπτώσεις αυτές η σιωπή είναι η πιο εύκολη και κοινή λύση για προφανείς λόγους.


Θα περιμέναμε ότι και η σχολική ιστορία θα διάλεγε μια αντίστοιχη στάση αποσιώπησης, εφόσον η διδασκαλία του εθνικού παρελθόντος στόχευε παραδοσιακά στην επική εξύμνηση της δόξας του έθνους και στην ενίσχυση του πατριωτικού αισθήματος. Σε μια τέτοια αφήγηση οι νίκες και όχι οι ήττες ή οι «καταστροφές» θα είχαν θέση. Θα περιμέναμε επίσης ότι το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται στα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας για την περιγραφή των γεγονότων και, κυρίως, η επιλογή μεταξύ των όρων «Μικρασιατική Καταστροφή», «Μικρασιατική Εκστρατεία» και «Μικρασιατικός Πόλεμος» θα αντανακλούσε και μια συγκεκριμένη ερμηνεία των γεγονότων και θα αντιστοιχούσε σε μια λιγότερο ή περισσότερο συναισθηματική αφήγηση. Τέλος, θα υποθέταμε ότι το γεγονός αυτό θα παρουσιαζόταν – στα περισσότερα τουλάχιστον από τα εγχειρίδια αυτά – ως η δεύτερη σημαντικότερη ελληνοτουρκική σύγκρουση. Παραδόξως, καμία από αυτές τις υποθέσεις δεν είναι σωστή.


* Τα βιβλία Ιστορίας


Τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας ενέταξαν τη Μικρασιατική Καταστροφή ως τελικό κεφάλαιο ή τελευταία παράγραφο της ελληνικής ιστορίας από την επομένη της Συνθήκης της Λωζάννης. Ακολουθώντας μια παράδοση ιστορίας «μέχρι των καθ’ ημάς», οι συγγραφείς των σχολικών βιβλίων του Μεσοπολέμου προσθέτουν συνήθως μια σύντομη αναφορά στα γεγονότα της μικρασιατικής εκστρατείας στις επανεκδόσεις των βιβλίων τους. Από το 1923 λοιπόν η Μικρασιατική Καταστροφή δεν λείπει από κανένα βιβλίο ιστορίας. Εν τούτοις, οι αναφορές είναι σύντομες, σχεδόν τηλεγραφικές. Μεταξύ των βιβλίων υπάρχουν διαφορές, οι οποίες οφείλονται στα διαφορετικά κατά καιρούς συστήματα έγκρισης και έκδοσης των σχολικών εγχειριδίων (κρατικό μονοπώλιο του μοναδικού εγχειριδίου ή ελεύθερη αγορά πολλών εγχειριδίων), στην έλλειψη ακαδημαϊκής ιστορικής έρευνας για την περίοδο αυτή της ελληνικής ιστορίας και στις πολιτικές αλλαγές που συμβαίνουν στην Ελλάδα και αναπόφευκτα επηρεάζουν και το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων. Υπάρχουν ωστόσο και ομοιότητες που οφείλονται στις συνεχείς επανεκδόσεις των ίδιων εγχειριδίων (π.χ., του βιβλίου των Θεοδωρίδη – Λαζάρου) και στο γεγονός ότι ο ένας συγγραφέας αντιγράφει τον άλλο, με αποτέλεσμα να αναπαράγονται στερεότυπα, ανακρίβειες και λάθη.


Τομή στην αντιμετώπιση της μικρασιατικής εκστρατείας από τη σχολική ιστορία υπήρξε το βιβλίο Θέματα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας από τις πηγές για την Γ’ Λυκείου (1983), όπου για πρώτη φορά συναντάμε ένα εκτενές κεφάλαιο με τίτλο «Ο Μικρασιατικός Πόλεμος 1918-1923», που καλύπτει το ένα τρίτο περίπου της συνολικής ύλης. Εκτοτε και σε άλλα σχολικά εγχειρίδια (όπως π.χ. και στην Ιστορία Νεότερη και Σύγχρονη της Γ’ Λυκείου που διδάσκεται ακόμη στα σχολεία) η μικρασιατική εκστρατεία καταλαμβάνει μεγαλύτερη έκταση, περιγράφεται λεπτομερέστερα, ενώ η αφήγηση συνοδεύεται από ποικιλία πηγών και εικόνων.


* Διαφορετικές ερμηνείες


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ακόμη και στις περιπτώσεις των πιο ξηρών περιγραφών οι λεκτικές επιλογές των συγγραφέων προδίδουν ερμηνείες για τα ιστορικά γεγονότα και ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις. Ο Διχασμός, ο Εμφύλιος και η δικτατορία των συνταγματαρχών καθρεφτίζονται μέσα στις σελίδες των σχολικών βιβλίων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η χρονολογία της ελληνικής πολιτικής ιστορίας αντιστοιχεί σε μια χρονολογία των εικόνων της μικρασιατικής εκστρατείας στα σχολικά βιβλία. Η Μικρασιατική Καταστροφή γίνεται έτσι ένα ακόμη διχαστικό γεγονός για την εθνική ιστορία. Υπ’ αυτή την έννοια ο πόλεμος δεν παρουσιάζεται ποτέ ως μια αποκλειστικά ελληνοτουρκική υπόθεση: αφενός συνδέεται με τον ρόλο των ξένων δυνάμεων και αφετέρου ερμηνεύεται ως εσωτερική ελληνική πολιτική υπόθεση.


* Μνήμη και διδασκαλία


Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου όσοι συγγραφείς έχουν φιλοβασιλικές θέσεις κατηγορούν τους συμμάχους ότι «εγκατέλειψαν» την Ελλάδα, ενώ οι βενιζελικοί και γενικότερα οι αντιβασιλικοί θεωρούν ότι ο ελληνικός λαός με τη φιλοβασιλική του ψήφο οδήγησε τους συμμάχους να τον εγκαταλείψουν. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο οι στάσεις αλλάζουν γιατί, για προφανείς λόγους, οι σύμμαχοι και ιδιαιτέρως οι Βρετανοί δεν μπορούν να παρουσιάζονται να έχουν παίξει αρνητικό ρόλο. Παράλληλα η απόδοση ευθυνών για την Καταστροφή σε πρόσωπα και πολιτικές παρατάξεις παρακολουθεί την ελληνική πολιτική ιστορία – κάτι που εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη μας τον ασφυκτικό κεντρικό έλεγχο στα σχολικά βιβλία. Είναι λοιπόν χαρακτηριστικό ότι στη δεκαετία του ’50 και στη διάρκεια της δικτατορίας η «διχόνοια» κατονομάζεται ως ο κύριος υπαίτιος για την Καταστροφή. Μια ιστορία που θέτει ως πρώτιστο στόχο της να φρονηματίσει υπενθυμίζει εμμέσως στις νέες γενιές την ανάγκη διατήρησης της καθεστηκυίας τάξης και τις «βλαβερές συνέπειες» της εξέγερσης.


Εν τούτοις, παρά τις διαφορετικές ερμηνείες που κατά καιρούς προτείνονται και τις αλλαγές μέσα στον χρόνο, σχετικά σταθερός εμφανίζεται ο όρος «Μικρασιατική Καταστροφή». Με ελάχιστες εξαιρέσεις – και αυτές την τελευταία δεκαετία (όταν μοιάζει να επιλέγονται με μεγαλύτερη προσοχή οι λέξεις και οι διατυπώσεις) – οι όροι «Μικρασιατική Καταστροφή», «Μικρασιατική Εκστρατεία» και «Μικρασιατικός Πόλεμος» χρησιμοποιούνται εναλλάξ χωρίς απαραίτητα να παραπέμπουν σε συναισθηματικές ή ουδέτερες στάσεις αντίστοιχα. Φαίνεται επομένως ότι ο όρος «Μικρασιατική Καταστροφή» έχει καθιερωθεί ως ιστοριογραφικός όρος που περιγράφει μια περίοδο της εθνικής ιστορίας, αντίστοιχος με τους όρους «Τουρκοκρατία» ή «Βενετοκρατία». Η διαφορά μεταξύ τους είναι ότι, ενώ οι δύο τελευταίοι συνδέονται με την κεντρική έννοια της εθνικής συνέχειας, ο όρος «καταστροφή» δηλώνει ένα βραχύ ιστορικό φαινόμενο, παραπέμπει στη ρήξη και είναι συναισθηματικά φορτισμένος.


Τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας δεν μας επιτρέπουν ωστόσο να παρακολουθήσουμε τη σχέση μνήμης και ιστορίας, τη διαδικασία εκείνη δηλαδή κατά την οποία η ακόμη ζωντανή μνήμη, το βιωμένο γεγονός μεταφράζεται σε ιστορική αφήγηση και επιπλέον διδάσκεται ως ιστορία. Η εντυπωσιακά γρήγορη ένταξη της Μικρασιατικής Καταστροφής στη σχολική ιστορία άφησε στην ουσία χωρίς επικοινωνία τη μνήμη με τη διδασκαλία του γεγονότος. Η μνήμη εξακολουθούσε να μένει ζωντανή – χωρίς όμως να καταγράφεται – για δεκαετίες, ενώ η ιστορία παρήγε τις δικές της – πολιτικά φορτισμένες – εκδοχές. Από τη δεκαετία του ’80 όμως στο ίδιο σχολικό βιβλίο συνυπάρχει η ιστορική αφήγηση με τις μαρτυρίες των προσφύγων, η «ουδέτερη», επιστημονική με τη βιωματική, συναισθηματική εξιστόρηση, ο «πόλεμος» με την «καταστροφή».


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.