Η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία μέσω της διενέργειας αδιάβλητων εκλογικών αναμετρήσεων αποτελεί τον ορισμό του δημοκρατικού πολιτεύματος


Σύμφωνα με έναν από τους πιο απλούς ίσως και περιγραφικούς ορισμούς, η δημοκρατία είναι το πολίτευμα στο οποίο υφίσταται, πρώτον, μια αισθητή διαφορά μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης, οι οποίες εκπροσωπούνται από διαφορετικούς πολιτικούς φορείς· δεύτερον, υπάρχει δυνατότητα περιοδικής εναλλαγής τους στην εξουσία, ούτως ώστε η μία να βρεθεί στη θέση της άλλης, κάτι που βεβαιώνεται εμπειρικά στον ιστορικό χρόνο και δεν συνιστά απλά μια θεωρητική πιθανότητα· και, τρίτον, αυτή η εναλλαγή κρίνεται και αποφασίζεται με την περιοδική διενέργεια αδιάβλητων εκλογικών αναμετρήσεων το αποτέλεσμα των οποίων δεν είναι εκ των προτέρων γνωστό και προδιαγεγραμμένο αλλά είναι αρκετά αβέβαιο και απρόβλεπτο. Γιατί μόνο τότε η εκλογική διαδικασία μπορεί να λειτουργήσει ως μηχανισμός νομιμοποίησης της κυβερνητικής εξουσίας: ότι, δηλαδή, δικαιούται και νομιμοποιείται να αναλάβει την κυβερνητική εξουσία εκείνος ο πολιτικός φορέας που επικράτησε στις εκλογές.


Ως τέταρτη, αν και αυτονόητη, συνθήκη της δημοκρατίας θα μπορούσε να θεωρηθεί η αρχή ότι τόσο οι πραγματικοί όσο και οι δυνητικοί κυβερνώντες (κυβέρνηση, δηλαδή και αντιπολίτευση) προέρχονται από τους κυβερνώμενους, αυτούς εκπροσωπούν και σε αυτούς απευθύνονται και λογοδοτούν. Υπό την έννοια αυτή, οι κυβερνώντες δεν βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από τους κυβερνώμενους αλλά εναλλάσσονται στις θέσεις αυτές, ώστε οι κυβερνώντες να μπορούν να γίνουν κυβερνώμενοι όσο και οι κυβερνώμενοι κυβερνώντες. Κατά τον Αριστοτέλη (Πολιτικά), ο πολίτης στη δημοκρατία «ουδενί των άλλων ορίζεται μάλλον ή τω μετέχειν κρίσεως και αρχής». Αρα το θεμέλιο της δημοκρατίας είναι η κυριαρχία του δήμου. «Δήμος εστίν ο κρατών» στην Αθηναίων Πολιτεία, έλεγε ο Αριστοτέλης, ενώ και κατά το ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδος (άρθρο 1, παρ. 2) «Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία».


Αν δημοκρατία είναι «η του πλήθους αρχή» (Πλάτων, Πολιτικός), η αρχή αυτή εκφράζεται στη σύγχρονη εποχή με τη συνθήκη της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας· την περιορισμένη, δηλαδή, αυτοκυβέρνηση του λαού μέσω της επιλογής των εκπροσώπων που εξουσιοδοτούνται να αποφασίζουν επ’ ονόματι και υπό την κρίση του (επιδοκιμασία ή απόρριψη).


Προκειμένου να κριθεί εάν η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι επαρκώς σταθεροποιημένη, ιδίως στις περιπτώσεις εκείνες που έχουν προηγηθεί ή παρεμβληθεί καταστάσεις ή καθεστώτα ματαίωσης και αναίρεσής της, χρησιμοποιούνται συνήθως ορισμένοι δείκτες ή κριτήρια. Σύμφωνα με το πρώτο εξ αυτών (the two elections test), ένα σύστημα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας σταθεροποιείται όταν μια κυβέρνηση που εξελέγη με ελεύθερες εκλογές ηττηθεί σε επόμενη εκλογική αναμέτρηση, αποδεχθεί το αποτέλεσμα και παραδώσει ομαλά την εξουσία στην έως τότε αντιπολίτευση, η οποία και σχηματίζει τη νέα κυβέρνηση. Το κρίσιμο επομένως ζήτημα για τη δημοκρατία δεν είναι τόσο να εκλεγούν οι κυβερνώντες όσο να μπορούν να ηττηθούν, να αντικατασταθούν στην εξουσία και να είναι έτοιμοι να αποδεχθούν αυτό το ενδεχόμενο χωρίς να κλονίζεται ή να εκτρέπεται η σταθερότητα του πολιτεύματος.


Σύμφωνα με ένα πρόσθετο κριτήριο (εικοσαετής κύκλος), η παγίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος δεν μπορεί να κριθεί οριστικά πριν ολοκληρωθεί μια χρονική περίοδος εικοσαετούς περίπου διάρκειας στο διάστημα της οποίας να έχουν υπάρξει διαδοχικές κυβερνητικές μεταβολές με τρόπο ομαλό.


Εξάλλου, η ανθεκτικότητα της δημοκρατίας κρίνεται από την ικανότητα επιβίωσης που επιδεικνύει όχι μόνο στον χρόνο αλλά κυρίως στις δυσχερείς και απρόβλεπτες συνθήκες και αντιξοότητες, δίχως να διασαλεύονται οι εκλογικές διαδικασίες ή να ακυρώνονται οι πολιτικές και κοινωνικές ελευθερίες και τα δικαιώματα, περιλαμβανομένης της δυνατότητας της αντίθετης άποψης και της διαφωνίας, η οποία πρέπει πάντοτε να γίνεται ανεκτή και σεβαστή.


Αν συνεκτιμήσει κανείς τα παραπάνω κριτήρια και επιχειρήσει να αποτιμήσει τη σταθερότητα και την ποιότητα της δημοκρατίας από ουσιαστικής πλέον σκοπιάς, τότε ίσως οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι τελικά η δημοκρατία δεν ολοκληρώνεται ποτέ, με την έννοια ότι δεν υπάρχει ένα έσχατο όριο ή σημείο σύμφωνα με το οποίο να μπορεί κανείς να ισχυρισθεί ότι η δημοκρατία τελειώθηκε. Αντίθετα, αυτή αποτελεί πάντοτε ένα «unfinished project» (ανεξάντλητο έργο). Οπως ακριβώς συμβαίνει και στο πεδίο της ηθικής, η τελείωση στη δημοκρατία πρέπει να γίνεται κατανοητή περισσότερο ως διαρκής πορεία, αναζήτηση και βελτίωση παρά ως τερματισμός και περάτωση.


Τούτο γίνεται προφανές αν αναφερθεί κανείς στα ουσιαστικά θεμέλια και τις προϋποθέσεις της δημοκρατίας, που προσδιορίζουν σε τελική ανάλυση το αξιακό και πολιτικό περιεχόμενό της. Οπως ήδη σημειώθηκε προηγουμένως, αυτές δεν είναι άλλες από τη λαϊκή κυριαρχία («η του πλήθους αρχή») και την ισότητα και ελευθερία μεταξύ των μελών του σώματος των κυρίαρχων πολιτών και συμμετόχων της δημοκρατίας. Είναι εξάλλου προφανές ότι η λαϊκή κυριαρχία δεν εξαντλείται με την περιοδική εκλογή κάποιων εκπροσώπων που εξουσιοδοτούνται να λαμβάνουν αποφάσεις επ’ ονόματι των κυρίαρχων πολιτών. Υπό την έννοια αυτή, η τελείωση της δημοκρατίας υπαγορεύει τη διαρκή αναζήτηση τρόπων διεύρυνσης της λαϊκής κυριαρχίας στο ποσόν και το ποιόν των αποφάσεων που λαμβάνονται σε αυτήν σε όλες τις σφαίρες του κοινωνικού πράττειν.


Επιπλέον, η ισότητα και η ελευθερία των κυρίαρχων πολιτών (που είναι η δεύτερη ουσιαστική συνθήκη της δημοκρατίας) φυσικά δεν εξαντλείται στην πολιτική και μόνο σφαίρα με την κατοχύρωση της ισότητας και της καθολικότητας της ψήφου, όταν έντονες οικονομικές, κοινωνικές και άλλες ανισότητες και ανελευθερίες υπονομεύουν και περιθωριοποιούν την πολιτική ισότητα, που καταλήγει έτσι να γίνεται οριακής σημασίας παράγοντας για τη γενική κατάσταση του ανθρώπου. Ποια είναι άραγε η πραγματική αξία της ισότητας της ψήφου για τον πολύ φτωχό, τον εξαρτημένο, τον αγράμματο, τον ασθενή και τον ανήμπορο πολίτη; Μολονότι η δυνατότητα της πολιτικής ισότητας και ελευθερίας δεν είναι διόλου ασήμαντη και μπορεί να αξιοποιηθεί καταλλήλως, είναι εν τούτοις γεγονός ότι η δημοκρατία δεν έχει τελειωθεί ούτε ολοκληρωθεί από ουσιαστικής σκοπιάς όταν οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά δικαιώματα και ελευθερίες είναι δυσανάλογα υποτιμημένα και περιθωριοποιημένα. Πολλώ δε μάλλον που εντέλει και μακροπροθέσμως πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά δικαιώματα και ελευθερίες είναι συμπληρωματικά μεταξύ τους, γιατί έτσι βελτιώνεται η γενική κατάσταση και η ευημερία του ανθρώπου και πολίτη της δημοκρατίας.


Εν όσω λοιπόν η δημοκρατία πολύ απέχει ακόμα από την ουσιαστική και ηθική τελείωση και ολοκλήρωσή της, δεν επιτρέπεται ούτε ο εφησυχασμός ούτε η καυχησιολογία και η κομπορρημοσύνη ή η αφελής αυταρέσκεια που ενίοτε παρατηρείται να περισσεύει σε κύκλους πολιτών και πολιτικών. Η δημοκρατία είναι ακόμα ένα «unfinished project».


Ο κ. Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.