Το 1917 ο Ιωάννης Ιωαννίδης, παιδαγωγός και πρώην διευθυντής του Διδασκαλείου Κοζάνης, έγραψε σειρά άρθρων στο περιοδικό Νέος Αιών με τίτλο «Ευθύνεται το σχολείον διά τον παρόντα πόλεμον; Πώς ειργάσθη και πώς πρέπει να εργασθή διά την πραγματικήν ειρήνην;». Στα άρθρα αυτά υποστήριζε ότι οι ευθύνες του σχολείου για τον «Μεγάλο Πόλεμο» θα πρέπει να αναζητηθούν στο ότι αυτό καλλιέργησε το «προς τους αδελφούς μίσος» και «υπεβοήθησε την στρατοκρατίαν, τον μιλιταρισμόν λεγόμενον».


Οι προβληματισμοί αυτοί θα διατυπωθούν συχνά και επίμονα μέσα στον 20ό αιώνα που βίωσε τον «ολοκληρωτικό πόλεμο» – κατά την έκφραση του Ε. Hobsbawm. Παράλληλα αναπτύχθηκαν διεθνείς πρωτοβουλίες με στόχο μια εκπαίδευση για την ειρήνη, μια εκπαίδευση που δεν θα προετοίμαζε τις νέες γενιές για τον πόλεμο. Ποιο όμως μπορεί να είναι το περιεχόμενο μιας τέτοιας εκπαίδευσης; Είναι δυνατό να διδαχθεί η εθνική ιστορία χωρίς αναφορά σε πολέμους;


Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να διερευνήσουμε συνοπτικά τις σχέσεις πολέμου και ιστορίας, ιδιαίτερα μέσα στον αιώνα που μόλις τελείωσε. Η μεγάλη αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο ο πόλεμος γίνεται αντιληπτός συμβαίνει με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αλλαγή είχε προετοιμαστεί από τους πολέμους της Γαλλικής Επανάστασης και τους γερμανικούς πολέμους εναντίον του Ναπολέοντα. Τότε οι στρατοί των μισθοφόρων αντικαταστάθηκαν από τους στρατούς των πολιτών-πατριωτών που πολεμούσαν για ένα σκοπό. Εναν αιώνα αργότερα, στο Δυτικό Μέτωπο, ένας νέος τύπος πολέμου, ο πόλεμος των χαρακωμάτων, θα δημιουργήσει μια νέα πολεμική εμπειρία, το θέαμα και το βίωμα του μαζικού θανάτου. Ο αριθμός των νεκρών είναι τώρα περίπου διπλάσιος από τους πεσόντες σε όλους τους μεγάλους πολέμους από το 1790 ως το 1914. Τα νέα, πιο αποτελεσματικά μέσα επικοινωνίας συμβάλλουν στη γρήγορη διάδοση της εικόνας του πολέμου και υποδαυλίζουν τη φαντασία. Η σημαντικότερη ωστόσο αλλαγή έγκειται – όπως έδειξε ο G. Mosse – στη μετατροπή της πραγματικότητας της εμπειρίας του πολέμου στον «Μύθο της Πολεμικής Εμπειρίας». Μετά τον πόλεμο, η λατρεία των πεσόντων τονίζει τη δόξα και όχι τη φρίκη του πολέμου, τη σκοπιμότητα και όχι την τραγικότητα της πολεμικής αναμέτρησης.


Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα αλλάξει και πάλι την εικόνα του πολέμου. Οι ολοκληρωτικές καταστροφές πόλεων και οι σφαγές των αμάχων σχεδόν καταργούν τη διάκριση ανάμεσα στο μέτωπο της πρώτης γραμμής και στο μέτωπο των μετόπισθεν. Αλλά επίσης ο πόλεμος αυτός γίνεται αντιληπτός με μεγαλύτερο ρεαλισμό από ό,τι επέτρεπε ο ιεραποστολικός ιδεαλισμός του προηγούμενου. Μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο αρχίζει και η παρακμή του «Μύθου της Πολεμικής Εμπειρίας». Ταυτόχρονα ωστόσο ο πόλεμος γίνεται πιο οικείος και αποδεκτός ως ένα «φυσικό» μέρος της πολιτικής και κοινωνικής ζωής.


Είτε με το αληθινό, τραγικό του πρόσωπο είτε με το εξιδανικευμένο, ηρωικό, ο πόλεμος υπήρξε λοιπόν κεντρικό γεγονός του 20ού αιώνα και στοίχειωσε τις μνήμες όλων των γενεών. Μνημεία, τελετές, επέτειοι, νεκροταφεία εμπεδώνουν και διαιωνίζουν αυτές τις μνήμες. Εξίσου σημαντική υπήρξε η παρουσία του και για την ιστοριογραφία. Στην παραδοσιακή, συμβαντολογική ιστοριογραφία, ο πόλεμος αφενός οργανώνει τον ιστορικό χρόνο και αφετέρου μονοπωλεί την αφήγηση. Οι περισσότερες τομές της Ιστορίας αναφέρονται είτε σε πολιτικά είτε σε πολεμικά γεγονότα. Ολος ο 20ός αιώνας άλλωστε μπορεί να περιγραφεί ως μια διαδοχή πολέμων – Βαλκανικοί Πόλεμοι, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μεσοπόλεμος, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μεταπολεμική εποχή και Ψυχρός Πόλεμος, πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία. Εκτός από την περιοδολόγηση, ο πόλεμος κατέχει κεντρική θέση στο εθνικό αφήγημα. Μπορούμε εδώ να διακρίνουμε δύο έμμεσες ταξινομήσεις σε διαφορετικά «είδη» πολέμων. Η πρώτη ταξινόμηση εξαρτάται από την έκβαση του πολέμου: ήττα και νικηφόρος πόλεμος δεν έχουν την ίδια βαρύτητα στην αφήγηση ούτε το ίδιο συγκινησιακό φορτίο. Πολλές φορές εξάλλου, στην εθνική ιστορία, η ήττα αποσιωπάται εντελώς. Η δεύτερη ταξινόμηση θα μπορούσε να γίνει ανάμεσα σε πολέμους που έχουν γίνει στο απώτερο παρελθόν και έχουν ενταχθεί στο εθνικό αφήγημα (π.χ. στην αρχαιότητα) και σε πολέμους πρόσφατους που η ανάμνησή τους παραμένει ζωντανή. Η ζωντανή ανάμνηση μπορεί να λειτουργεί διχαστικά – όπως στην περίπτωση του Εμφυλίου – και πάντως οπωσδήποτε τραυματικά, έτσι ώστε και σ’ αυτή την περίπτωση να επιλέγεται η σιωπή.


Η αποσιώπηση θεωρήθηκε εξάλλου ως πρόσφορο μέσο για μια φιλειρηνική εκπαίδευση: μια ιστορία που δεν θα δίδασκε τους πολέμους ούτε θα πρόβαλλε στρατιωτικά ηρωικά πρότυπα αλλά θα στρεφόταν στην καθημερινή ζωή και στην οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική ιστορία. Πώς είναι όμως δυνατόν να διδαχθεί ο 20ός αιώνας χωρίς τον πόλεμο; Η λύση, νομίζω, δεν βρίσκεται στην αποσιώπηση αλλά στην ανανέωση της προσέγγισης. Ο πόλεμος είναι δυνατόν να διδαχθεί αλλά όχι για να δοξαστεί ούτε για να παρατεθούν κουραστικές λεπτομέρειες με αριθμούς και ημερομηνίες. Ο πόλεμος διδάσκεται ως μέρος της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας, χωρίς εθνικό χρώμα, φύλο και ηλικία, στα χαρακώματα και στα μετόπισθεν, μέσα από τα μάτια της παιδικής ηλικίας, την πείνα, τη φτώχεια, τους ξεριζωμούς, τις στρατηγικές επιβίωσης, τα ηθικά διλήμματα. Γιατί ο πόλεμος δεν είναι – μόνο – γένους αρσενικού.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.