Η αυθαίρετη υιοθέτηση και χρήση ψυχαναλυτικών όρων και τεχνικών από τις κοινωνικές επιστήμες έχει δεχθεί πολλές κριτικές τόσο από ψυχαναλυτές όσο και από κοινωνικούς επιστήμονες. Η στεγανή περιχαράκωση όμως των επιστημονικών τομέων και η αυτάρεσκη λογική της αυτόνομης πορείας αποτελούν φαινόμενα επιδεχόμενα αντίστοιχα αυστηρή κριτική. Με αυτό το σκεπτικό και με δηλωμένη την πεποίθηση ότι η διαδικασία της διεπιστημονικής προσέγγισης αποτελεί ένα σημαντικό αιτούμενο, πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στον Βόλο ημερίδα με θέμα «Ιστορία, Τραυματικό Βίωμα, Παιδική Ηλικία». Η ημερίδα συνδιοργανώθηκε από την Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τα Τμήματα Ιστορίας – Αρχαιολογίας – Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και το Παιδαγωγικό Προσχολικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.


* Η συλλογική εμπειρία


Στόχος της ημερίδας ήταν η ανάπτυξη διαλόγου γύρω από θέματα της σύγχρονης κυρίως ιστορίας μεταξύ ιστορικών, κοινωνικών ανθρωπολόγων, ψυχολόγων, ψυχαναλυτών και ψυχιάτρων που ασχολούνται με τη συγκρότηση της υποκειμενικής και συλλογικής εμπειρίας. Οπως άλλωστε θύμισε ο Γρηγόρης Αμπατζόγλου, επείγει η ανάπτυξη και ενδυνάμωση πεδίων επικοινωνίας που θα λειτουργήσουν ως «αντίδοτο στον μελαγχολικό απομονωτισμό της εξειδίκευσης». Ο ίδιος ομιλητής διερεύνησε στην εναρκτήρια εισήγησή του αυτή τη δυνατότητα μέσα από την απόπειρα ορισμού του τραύματος και προσδιορισμού των χρονικοτήτων του κατά τη διάρκεια και μετά την εμπειρία ή ως φαινομένου συγκροτητικού της ίδιας της εμπειρίας. Ο Αντώνης Λιάκος, από την άλλη πλευρά, συζήτησε το «πώς υποφέρει κανείς από τις αναμνήσεις» μέσα από την ανάλυση του λόγου της ιστορίας κυρίως κατά την αποικιοκρατική και μετααποικιοκρατική περίοδο και αναζήτησε το τραύμα στην ιστοριογραφία αλλά και τις θεραπευτικές της λειτουργίες.


Οι τρεις κύριες ενότητες της ημερίδας εστίασαν σε γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας με έμφαση στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο, στο Ολοκαύτωμα αλλά και σε σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα όπως τα προγράμματα ανθρωπιστικής βοήθειας ή τα εγκαταλελειμμένα παιδιά και οι πολιτικές υιοθεσίας. Οι εισηγήσεις των Ρίκι βαν Μπούσχοτεν, Φρόσως Μουρελή και Αννας Βιδάλη εντόπισαν το ενδιαφέρον τους στις εμπειρίες των παιδιών τόσο κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου όσο και μετά, κατά τον ενήλικο βίο τους, για να αναδείξουν τους αμυντικούς μηχανισμούς και τις δυσκολίες αντιμετώπισης της οριακής εμπειρίας, την αμηχανία, τη σιωπή ή ακόμη και την οργή που ακολουθεί το βίωμα αλλά και για να επισημάνουν, όπως σημείωσε η Φ. Μουρελή, τη δυναμική και τη βαρύτητα των «κοινωνικών ορίων που τραυματικοποιούν το γεγονός».


Στην ενότητα για την εμπειρία του εγκλεισμού, η Αριέλα Ασέρ εισηγήθηκε την ανάγκη της ανάδειξης του «ιστορικού τραύματος» προκειμένου να κατανοηθούν οι συμπεριφορές και οι στάσεις των παιδιών των θυμάτων και των θυτών του Ολοκαυτώματος και να μελετηθούν οι διαγενεακές επιπτώσεις του. Ο Δημήτρης Πλουμπίδης αντίστοιχα ανέπτυξε τη μεθοδολογία και τα μέχρι στιγμής πορίσματα έρευνας για τον εγκλεισμό που βασίστηκε στις μητέρες και στα παιδιά των Φυλακών Αβέρωφ κατά το διάστημα 1947-1951 εμπλουτίζοντας την προβληματική του με έναν πλούσιο σχολιασμό των ιδιαιτεροτήτων της ερευνητικής διαδικασίας σε συνθήκες κατά τις οποίες ο ερευνητής ή η ερευνήτρια αποτελούν και οι ίδιοι αντικείμενο της έρευνας.


* Η παιδική ηλικία


Η ενότητα για τη διαχείριση του τραύματος έδωσε την ευκαιρία στην Αίγλη Μπρούσκου να επισημάνει το πολύ σημαντικό ζήτημα της ιδιομορφίας της έρευνας για την παιδική ηλικία, αφού η εμπειρία της από αρχεία βρεφοκομείου δείχνει ότι οι συγκεκριμένες έρευνες αφορούν εν πολλοίς ενηλίκους που αναφέρονται στην παιδική ηλικία, είτε τη δική τους είτε των άλλων, και προσεγγίζουν ανάλογα τα τραυματικά βιώματα. Η Εφη Βουτυρά, τέλος, ανέδειξε την «πολιτική οικονομία της τραυματικής εμπειρίας» μέσα από την έρευνά της για τις πρακτικές και τις πολιτικές ανθρωπιστικών οργανώσεων κυρίως στην Αφρική, οι οποίες συγκροτούν μια ολόκληρη «γραφειοκρατία του ανθρωπισμού» με ιεραρχημένες σχέσεις και συγκεκριμένες αντιλήψεις για την κοινωνική και πολιτισμική ετερότητα.


Τόσο οι εισηγήσεις όσο και η πλούσια συζήτηση προώθησαν δημιουργικά την προβληματική για την προσέγγιση των υποκειμενικών και συλλογικών τραυμάτων στη σύγχρονη ελληνική και διεθνή ιστορία και πραγματικότητα. Εγινε σαφές ότι η διαδικασία της ανοιχτής συνομιλίας διασφαλίζει τις συνθήκες για την ανάπτυξη της διεπιστημονικής επικοινωνίας και κατανόησης περιορίζοντας τους κινδύνους από την πρόχειρη, ανεπεξέργαστη και κατά βούληση υιοθέτηση ορολογίας ή ερευνητικής μεθοδολογίας. Η διαδικασία της «μεταφρασιμότητας» στην οποία οφείλει να βασίζεται η επικοινωνία δεν αφορά αποκλειστικά τη διεπιστημονική προσέγγιση αλλά προσφέρει τη δυνατότητα στοχασμού πάνω στην ίδια την ιστορία της εμπειρίας και του βιώματος προκειμένου να γίνει περισσότερο κατανοητό «το πρόβλημα της μεταφρασιμότητας της οδύνης», όπως επεσήμανε η Ρίκα Μπενβενίστε. Υπογραμμίστηκε επίσης το γεγονός ότι το αιτούμενο στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι η «ιατρικοποίηση» της εμπειρίας, δηλαδή μια νέα «κανονικοποίηση» που μπορεί να αποδώσει αποκλειστικώς κλινικά χαρακτηριστικά στην υποκειμενική ή συλλογική συμπεριφορά και να τις απεξαρτήσει από την πολυμορφία του ιστορικού γίγνεσθαι και τις ιδιαίτερες πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώνονται. Βασικό αιτούμενο είναι ο εμπλουτισμός της προβληματικής για το ίδιο το ιστορικό γίγνεσθαι με την καλλιέργεια μιας μεγαλύτερης ευαισθησίας ή και επιστημονικής ετοιμότητας για την κατανόηση της συγκρότησης αλλά και της διαχείρισης της βιώματος και του τραύματος. Αλλωστε η μελέτη της ψυχικής οικονομίας, η ανάπτυξη των ψυχαναλυτικών πρακτικών και η διακίνηση της σχετικής ορολογίας στον ευρύτερο πολιτισμικό χώρο είναι συνυφασμένες με την ιστορία του 20ού αιώνα και συγκροτούν, κατά τα λεγόμενα του Αντώνη Λιάκου, μια ολόκληρη «κουλτούρα του θεραπεύειν» που επιδρά καταλυτικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα αυτής της περιόδου. Η κατανόηση της ιστορικότητας αυτής της διαδικασίας είναι πολύ σημαντική ενώ τα οφέλη της ιστορίας από την ανάλυση της βιωμένης εμπειρίας είναι σίγουρα πολλά και πολυδιάστατα. Η ημερίδα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας συνέβαλε προς αυτή την κατεύθυνση και διαμόρφωσε έναν ακόμη πυρήνα έρευνας και μελέτης αυτών των ζητημάτων.


Η κυρία Εφη Γαζή είναι λέκτωρ της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.