Δεν είναι ίσως σύμπτωση που το τελευταίο ολιγοσέλιδο βιβλίο του Alessandro Baricco (Αλεσάντρο Μπαρίκο) που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Fertrinelli (Φεβρουάριος 2002) φέρει τον τίτλο Next. Ο Baricco βέβαια στη διαπολιτισμική του περιήγηση κινείται γύρω από την έννοια της παγκοσμιοποίησης, αυτή τη «συνέχεια στο επόμενο» επεισόδιο του κόσμου, απομυθοποιώντας κοινούς τόπους με αφοπλιστική απλότητα. Next όμως είναι και ο τίτλος της όγδοης Διεθνούς Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας που εγκαινιάζεται στις 8 Σεπτεμβρίου 2002 υπό τις οδηγίες του άγγλου αρχιτέκτονα Deyan Sudijc, κριτικού της εφημερίδας «The Observer» και διευθυντή σήμερα του «Domus», ενός από τα καλύτερα ιταλικά (και διεθνή) περιοδικά αρχιτεκτονικής.


Οι εραστές ωστόσο της φουτουρο-αερο-λογίας για μια φορά τουλάχιστον θα απογοητευθούν. Τόσο ο Baricco όσο και ο Sudijc εμφανίζονται επαρκώς ρεαλιστές έτσι ώστε να προσεγγίζουν το θέμα με έναν τρόπο καθόλου προσφιλή στους διαρκώς αυξανόμενους ημεδαπούς «οραματιστές» μιας ανύπαρκτης και αυθαίρετης μελλοντικής συνθήκης που βασίζεται στις επιταγές του πιο κοσμικού lifestyle και αναρωτιέται για το «πώς θα είναι το ιδανικό σπίτι» ύστερα από 50 ή 100 χρόνια, παρουσιάζοντας έγχρωμες ελκυστικές εικόνες επεξεργασμένες στον υπολογιστή. Για σχεδιαστική αναζήτηση δεν γίνεται λόγος, ούτε για τις πολιτισμικές συνθήκες που αποτελούν προϋπόθεση για την ανάπτυξη του χτιστού περιβάλλοντος. Μια και το αρχιτεκτονικό παρόν στην Ελλάδα είναι προβληματικό από κάθε άποψη, αυτοί επιχειρούν την αυθαίρετη «φυγή στο μέλλον»: άλλωστε δεν τους ελέγχει κανείς, σημασία έχει να πουληθούν λίγο περισσότερα φύλλα.


Αλλά και στις πρόσφατες εκδόσεις της Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, παρά τους εντυπωσιακούς και ενίοτε νεφελώδεις τίτλους («Η αίσθηση του μέλλοντος, ο αρχιτέκτων ως σεισμογράφος», 1996, και «Les aesthetics, more ethics», 2000), η έκθεση κινήθηκε γύρω από την έρευνα σήμερα, γύρω από τους σχεδιαστικούς προσανατολισμούς των πιο προικισμένων αρχιτεκτόνων διεθνώς. Η ίδια η φύση άλλωστε της Μπιενάλε πρέπει να έχει έναν αμιγώς ερευνητικό χαρακτήρα που να βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα και να μην προτείνει απλώς εικαστικές και ευφάνταστες σχεδιαστικές ασκήσεις δύο διαστάσεων ή χωρικές κατασκευές ασυμβίβαστες με οποιαδήποτε τεκτονική και λειτουργική αντίληψη. Οπως παρατηρεί ο Franco Bernabe, ο σημερινός πρόεδρος-μάνατζερ του βενετσιάνικου θεσμού, «η Μπιενάλε πρέπει να είναι τολμηρή, θαρραλέα, δυναμική και πλουραλιστική, πρέπει να ψηλαφίζει διαρκώς το έδαφος. Ονειρεύομαι μια Μπιενάλε ερμηνείας του παρόντος, ανάπτυξης της έρευνας και πειραματισμού επάνω σε γλώσσες δυνητικά μαζικές».


Φαίνεται ότι οι θέσεις αυτές συμπίπτουν με τις απόψεις του διευθυντή του Τμήματος Αρχιτεκτονικής, αν κρίνουμε από την επίσημη παρουσίαση της Μπιενάλε που έγινε στη Ρώμη στις 15 Μαΐου. Ο Sudijc, αντίθετα από τις προηγούμενες εκδόσεις της Μόστρας, επεξεργάστηκε ένα εκθεσιακό πρόγραμμα που βασίζεται στον ρεαλισμό και στη σαφήνεια, σε ένα είδος γραμμικής παρουσίασης που σκοπεύει στην ουσία και όχι στο θέαμα. Το πρόγραμμα αυτό περιλαμβάνει τις σχεδιαστικές υποθέσεις που θα διαμορφώσουν τη διεθνή αρχιτεκτονική πραγματικότητα των πέντε προσεχών ετών, με έργα που ή θα πραγματοποιηθούν στο διάστημα αυτό ή ήδη βρίσκονται στη φάση ολοκλήρωσης. Με μάλλον πολεμική διάθεση απορρίπτει επίσης τη χρήση προβολών βίντεο ή άλλων εγκαταστάσεων πολυμέσων γιατί διεκδικεί τον σαφή διαχωρισμό της αρχιτεκτονικής από τις εικαστικές τέχνες. «Η αρχιτεκτονική» υποστηρίζει με αφοπλιστικό φλέγμα «δεν είναι τέχνη, είναι μόνο αρχιτεκτονική».


Τα παραπάνω θα πραγματοποιηθούν στη μεγάλη διεθνή έκθεση στο Αρσενάλι, για την οποία έχουν προς το παρόν προσκληθεί 110 αρχιτέκτονες, ενώ στους κήπους θα φιλοξενηθούν, όπως πάντα, οι περίπου 50 εθνικές συμμετοχές. Η διεθνής έκθεση θα χωριστεί σε 10 τομείς που θα αντιστοιχούν σε αντίστοιχα τυπολογικά θέματα, από τα μουσεία και τα εμπορικά κέντρα ως τους χώρους εργασίας και την κατοικία, ενώ δεν θα λείπει και το τμήμα των ουρανοξυστών, όπου μεταξύ άλλων θα περιλαμβάνονται μελέτες όπως αυτή του Renzo Piano για το κτίριο των «New York Times», του Norman Foster για το Swiss Re Tower στο Λονδίνο και του Jean Nouvel για τον πύργο Agbar στη Βαρκελώνη. Στο αμερικανικό περίπτερο, επίσης, θα φιλοξενούνται προτάσεις για την ανοικοδόμηση του Παγκοσμίου Κέντρου Εμπορίου της Νέας Υόρκης.


Η παρουσίαση αυτή ολοκληρώνει την αντίληψη του Sudijc: «Δεν μου αρέσει» υποστηρίζει «που το κοινό μπερδεύεται και αποπροσανατολίζεται απέναντι στα πράγματα. Γι’ αυτό επιλέξαμε να δημιουργήσουμε μια εκθεσιακή πορεία όσο το δυνατόν πιο σαφή και αναγνώσιμη, ακόμη και για τους μη ειδικούς. Η αρχιτεκτονική πολύ συχνά θεωρείται μια ιδιωτική θρησκεία, αλλά πρόκειται για μια πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε μόνο στους αρχιτέκτονες».


Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στις αρχές της χιλιετίας η επαφή της αρχιτεκτονικής με το κοινό διεκδικεί την επιστροφή στην κοιτίδα της, δηλαδή σε ένα υγιές πεδίο αναζήτησης απτών σχεδιαστικών ποιοτήτων. Οι καχύποπτοι ίσως αναφωνήσουν «σημεία των – κεντροδεξιών – καιρών» (ο Sudijc επιλέχθηκε από τον Bernabe και ο Bernabe διορίστηκε από τον υπουργό Πολιτισμού της κυβέρνησης Μπερλουσκόνι). Ισως. Και η Ελλάδα; Μετά τις τρεις συνεχείς παρουσίες της στην Μπιενάλε από το 1991 δεν έγινε ακόμη γνωστό αν θα συμμετάσχει.


Ογδοη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής, Βενετία, 8 Σεπτεμβρίου – 3 Νοεμβρίου, ιστοσελίδα: www.labiennale.org.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Από τις εκδόσεις Νεφέλη κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η αρχιτεκτονική και η κριτική».