Επιστρέφω στη θεωρητική πραγμάτευση της λογοτεχνικής παρωδίας μετά την πρακτική εικονογράφησή της με την υπόθεση της κριτικής επιτροπής των κρατικών λογοτεχνικών βραβείων, η οποία θα πρέπει να μετονομαστεί από «σκάνδαλο Βέλτσου» σε «σκάνδαλο Βενιζέλου» έπειτα από τις επί του θέματος δηλώσεις του υπουργού Πολιτισμού («Καθημερινή», 12.5.2002)· δηλώσεις κακοήθεις (γιατί προβαίνουν ανερυθρίαστα σε δίκη προθέσεων των επικριτών του), άκρως υποκριτικές, γιατί μιλούν για πολυφωνικότητα της κριτικής επιτροπής τη στιγμή που αυτή χαρακτηρίζεται από την πλέον ωμή μονοφωνικότητα (ο υπουργός αντικατέστησε βάναυσα με την ομάδα Βέλτσου – τρία μέλη της οποίας διδάσκουν στο ίδιο Τμήμα του Παντείου – τα περισσότερα από τα μέλη της συγκροτηθείσας από την αρμόδια διεύθυνση του υπουργείου πολυφωνικής επιτροπής), και πολιτικάντικες (γιατί υπερασπίζονται από καθέδρας το σύννομο της σύνθεσης της επιτροπής, ενώ έχει παραβιαστεί κατάφωρα ο νόμος).


Ελεγα λοιπόν ότι στην εποχή μας είναι δύσκολο να ευδοκιμήσει η παρωδία, γιατί με την αξιολογική εξίσωση των πάντων τα όρια ανάμεσα στην παρωδία και το αντικείμενό της έχουν γίνει δυσδιάκριτα. Η παρατήρηση αυτή, που αναφερόταν πρωτίστως στη δυσκολία σήμερα της παρώδησης τρόπων και συμπεριφορών, ισχύει βέβαια και για το κατεξοχήν πεδίο της παρωδίας, το γλωσσικό κείμενο. Η δυσκολία όμως εδώ δεν έγκειται τόσο στη συγγραφή της παρωδίας όσο – πολύ περισσότερο – στην πρόσληψή της. Το παράδειγμα της παρωδίας μεταμοντέρνου επιστημονικού κειμένου από τον Σόκαλ (που μας το θύμισε η πρόσφατη έκδοση στα ελληνικά του αναφερόμενου σε αυτή την υπόθεση βιβλίου του Jacques Bouveresse Γοητευτικές και παραπλανητικές ακροβασίες της φιλοσοφίας, Πατάκης) είναι χαρακτηριστικό. Ο Σόκαλ δεν δημοσίευσε την παρωδία του σε ένα «παραδοσιακό» περιοδικό αλλά σε ένα περιοδικό της μεταμοντέρνας «πρωτοπορίας», η συντακτική επιτροπή του οποίου θεώρησε το κείμενό του σοβαρό, δεν υποψιάστηκε ότι παρωδούσε τους τρόπους και το περιεχόμενο των μεταμοντέρνων κειμένων.


Αυτό που θέλω να πω είναι ότι στη μεταμοντέρνα εποχή μας εκείνο που άλλαξε σημαντικά στο πεδίο της παρωδίας είναι η πρόσληψή της, τόσο στο επίπεδο του αναγνωστικού κοινού όσο και στο επίπεδο των μελετητών της. Ως προς τους αναγνώστες η πρόσληψή της έγινε, όπως είπαμε, δυσκολότερη. Ως προς τους μελετητές της τα όριά της, όπως θα δούμε, διευρύνθηκαν. Σε ό,τι αφορά την παραγωγή της η παρωδία, που είναι λογοτεχνία ακόμη και όταν το αντικείμενό της είναι ένα μη λογοτεχνικό κείμενο, δεν άλλαξε. (Είναι λογοτεχνία γιατί, για να υπάρξει ως παρωδία, πρέπει να υπακούει στη βασική αρχή της λογοτεχνικότητας, που είναι η οργανική έκφραση του συναισθήματος.) Παρέμεινε η ίδια, γιατί δεν άλλαξε (δεν μπορεί να αλλάξει) η φύση του λογοτεχνικού λόγου. Ο χαρακτηρισμός ορισμένων παρωδιών ως μεταμοντέρνων είναι, επί της ουσίας, ασύστατος, γιατί δεν υπάρχει μεταμοντερνιστική λογοτεχνία με την έννοια που την ορίζουν οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως μεταμοντέρνοι (ή μεταμοντερνιστές) κριτικοί. Δεν υπάρχει, γιατί δεν μπορεί να υπάρξει λογοτεχνία πέρα από το σημείο στο οποίο οδήγησε τη λογοτεχνία με τις ακρότατες εκφράσεις του – εκείνες των πρωτοποριών – ο μοντερνισμός.


Η υποτιθέμενη κατάλυση της οργανικότητας, την οποία διαπιστώνουν στη λογοτεχνία οι μεταμοντέρνοι κριτικοί, δεν υπάρχει, γιατί, όπως είπαμε, δεν υπάρχει λογοτεχνία ερήμην της οργανικής μορφής. Ο,τι λογοτεχνικό χαρακτηρίζεται μεταμοντέρνο δεν είναι αποτέλεσμα μιας ρήξης με τον μοντερνισμό (μιας ρήξης που να δικαιολογεί το πρώτο συνθετικό του όρου μεταμοντερνισμός), αλλά – αν είναι όντως λογοτεχνικό – είναι στην πραγματικότητα μια όψιμη (ενίοτε και μη όψιμη) έκφραση του μοντερνισμού.


Εκείνο που υπάρχει και που μπορεί να χαρακτηριστεί μεταμοντέρνο με την πραγματική έννοια του όρου βρίσκεται μόνο στις λογοτεχνικές σπουδές· σε εκείνη τη θεωρητική προσέγγιση της λογοτεχνίας, η οποία διαφοροποιείται ριζικά από τη μοντερνιστική προσέγγιση που πιστεύει στην πολυσημία του λογοτεχνικού κειμένου, κατά το ότι υποστηρίζει το «απεριόριστο ερμηνευτικό του άνοιγμα», δηλαδή την πανσημία του. Και εδώ βρίσκεται το πρόβλημα της μεταμοντέρνας θεωρίας της παρωδίας. Μπορούμε να πούμε ότι η παρωδία είναι ένα ακόμη πεδίο όπου η μεταμοντέρνα θεωρία αποδεικνύεται ασυνεπής, για την ακρίβεια αντιφατική. Διότι με την πλήρη αποκοπή της από την αναζήτηση της συγγραφικής πρόθεσης στο μελετώμενο κείμενο (αποτέλεσμα της πίστης στο απεριόριστο ερμηνευτικό άνοιγμα, ενώ για τους μοντερνιστές κριτικούς η αναζήτηση αυτή υποχωρεί μεν, αλλά δεν εξαλείφεται), η μεταμοντέρνα θεωρία θα έπρεπε να είχε παραιτηθεί από τη μελέτη της παρωδίας, αφού απαράγραπτη προϋπόθεση μιας τέτοιας μελέτης είναι η αναγνώριση της συγγραφικής πρόθεσης (δεν υπάρχουν συμπτωματικές, τυχαίες παρωδίες). Και όμως η θεωρία αυτή, εξαιτίας της έμφασης που δίνει στη διακειμενικότητα (στην πεποίθηση ότι το λογοτεχνικό κείμενο συντίθεται από ανακυκλούμενα στοιχεία άλλων κειμένων) και επειδή έβλεπε στο παρωδιακό κείμενο (που είναι αναπόσπαστα εξαρτώμενο από ένα άλλο – το παρωδούμενο – κείμενο) τον υψηλότερο βαθμό διακειμενικότητας, όχι μόνο δεν αδιαφόρησε για την παρωδία, αλλά και την ανέδειξε σε ένα προτιμώμενο πεδίο μελέτης της.


Παρά την αντιφατικότητά της, ή μάλλον ακριβώς γι’ αυτήν, η μεταμοντέρνα θεωρία της παρωδίας δεν είναι χωρίς χρησιμότητα. Διότι δέχτηκε και καλλιέργησε, όπως θα δούμε, απόψεις που επεξέτειναν τα όρια της παρωδίας.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.