Στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και σε πολλές άλλες χώρες, δύο συναφή προβλήματα απασχολούν τους επιστήμονες, τους πολιτικούς, τους αναλυτές και τους δημοσιογράφους. Τα δύο αυτά προβλήματα είναι η εξέλιξη του πληθυσμού και η εξέλιξη της μετανάστευσης. Στις περισσότερες χώρες, κυρίως στις υπανάπτυκτες, τα προβλήματα αυτά συνδέονται με τέτοιο τρόπο ώστε το δεύτερο είναι η λύση του πρώτου, δηλαδή το πρόβλημα είναι ο υπερπληθυσμός και η λύση του είναι η μετανάστευση (κυρίως λαθραία) προς άλλες χώρες. Σε πολλές αναπτυγμένες χώρες (όπως στην Ευρωπαϊκή Ενωση) το πρόβλημα είναι η γήρανση του πληθυσμού, δηλαδή η υπογεννητικότητα, και η λύση του είναι η μετανάστευση, νόμιμη ή παράνομη, από άλλες χώρες.


Μια πρόσφατη μελέτη του ΟΗΕ (βλ. «Οικονομικός Ταχυδρόμος», 8.6.2002, σελ. 26-27) υπολογίζει ότι η διατήρηση του ενεργού πληθυσμού της ΕΕ των 15 στα σημερινά επίπεδα απαιτεί την είσοδο 150 εκατομμυρίων μεταναστών ως το 2050. Για την Ελλάδα υπολογίζεται ότι θα είναι αναγκαία η είσοδος 90-100 χιλιάδων μεταναστών κάθε χρόνο. Οι αριθμοί αυτοί είναι τρομακτικοί, αλλά δεν χρειάζεται να τρομάζουμε. Πρόκειται περί σεναρίων που διατυπώνονται περισσότερο για να προκαλέσουν εντύπωση παρά επειδή υπάρχει περίπτωση πραγματοποίησής τους.


Εν τούτοις, πολλοί παίρνουν στα σοβαρά αυτά τα σενάρια και μάλιστα προβαίνουν σε διατύπωση σχετικών προτάσεων πολιτικής. Είναι λοιπόν σκόπιμο να εξηγηθεί γιατί ούτε η λογική αυτών των σεναρίων είναι στέρεη ούτε έχουν εμπειρική βασιμότητα. Πρώτον, η μετανάστευση από τις φτωχές χώρες δεν πρόκειται να λύσει ούτε το πρόβλημα του υπερπληθυσμού των χωρών αυτών ούτε το πρόβλημα της υπανάπτυξής τους. Το αντίθετο μπορεί να συμβεί, δηλαδή να χειροτερεύσει η οικονομική τους κατάσταση γιατί με τη μετανάστευση χάνεται ένα μέρος του πλέον δραστήριου και ενεργητικού πληθυσμού.


Δεύτερον, η μετανάστευση προς τις πλούσιες χώρες που παρουσιάζουν πληθυσμιακή στασιμότητα μπορεί να έχει μερικά πλεονεκτήματα, αλλά μακροχρόνια δεν είναι η ενδεδειγμένη λύση. Για παράδειγμα, η απασχόληση μεταναστών μπορεί να βοηθά στη λύση του ασφαλιστικού προβλήματος (της Ελλάδας και άλλων χωρών της ΕΕ) αλλά η λύση αυτή είναι βραχυχρόνια και δεν είναι βέβαιον ότι είναι συνολικά επιθυμητή, δεδομένου ότι οι μετανάστες επιβαρύνουν το εκπαιδευτικό σύστημα, το σύστημα υγείας και γενικά την κεφαλαιακή υποδομή της χώρας.


Τρίτον, οι προτάσεις αυτές δέχονται και στηρίζονται στην υπόθεση ότι η σταθεροποίηση του πληθυσμού σε μια χώρα ή παγκοσμίως είναι κακό πράγμα διότι δημιουργεί οικονομικά προβλήματα. Συνεπώς, η αύξηση του πληθυσμού είναι αναγκαία. Ομως μια τέτοια αντίληψη οδηγεί σε πολιτική αυτοκαταστροφής διότι το πραγματικό πρόβλημα του κόσμου έχει αρχίσει να είναι ο υπερπληθυσμός και η λύση των προβλημάτων με την περαιτέρω αύξηση του πληθυσμού απλούστατα τα μεταθέτει χρονικά και ταυτόχρονα τα κάνει πιο δισεπίλυτα.


Ασφαλώς η γήρανση του πληθυσμού και η σταθεροποίηση του μεγέθους του δημιουργούν προβλήματα. Ομως τα προβλήματα αυτά είναι βραχυχρόνια και η λύση τους δεν βρίσκεται στην αύξηση του πληθυσμού αλλά στην αλλαγή της οικονομικής πολιτικής και των κοινωνικών θεσμών, π.χ., για τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών συστημάτων η ΕΕ μελετά μεταβολές στα όρια ηλικίας για συνταξιοδότηση, στους όρους μερικής απασχόλησης, στη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας κτλ.


Συμπέρασμα: οι πολιτικές αύξησης του πληθυσμού είτε με την αύξηση της γεννητικότητας είτε με αύξηση της μετανάστευσης είναι μακροχρόνια αυτοκαταστροφικές και τα προβλήματα που προκύπτουν από τη σταθεροποίηση του πληθυσμού πρέπει να λυθούν με πολιτικές θεσμικού χαρακτήρα.


Ο κ. Θεόδωρος Π. Λιανός είναι καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (πρ. ΑΣΟΕΕ).