Ο διάλογος που άνοιξε τις τελευταίες εβδομάδες με αφορμή μια φράση του νέου βιβλίου Ιστορίας για την Γ’ λυκείου – και όπου παρενέβησαν πολιτικοί, πανεπιστημιακοί, φοιτητές, δημοσιογράφοι, εκπρόσωποι οργανώσεων, απλοί πολίτες – είναι χρήσιμος όχι τόσο – ή όχι μόνο – γιατί επέτρεψε να έρθουν στην επιφάνεια αντιτιθέμενες απόψεις και ερμηνείες για ένα ευαίσθητο θέμα της σύγχρονης ιστορίας. Είναι χρήσιμος πρωτίστως γιατί θέτει ευρύτερα ζητήματα σχετικά με τους στόχους της εκπαίδευσης και τις αξίες που μεταδίδει, καθώς και σχετικά με τη χρησιμότητα και την κοινωνική λειτουργία της ιστορικής γνώσης. Μας υπενθυμίζει παράλληλα ότι η λειτουργία της Ιστορίας μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία αποτελεί – ακόμη – πολιτικό διακύβευμα και ότι μπορεί να πυροδοτήσει μια φορτισμένη συναισθηματικά δημόσια κριτική. Αλλά, κυρίως, η υπόθεση αυτή φέρνει στην επιφάνεια μια σειρά από «μύθους» γύρω από την Ιστορία και τη διδασκαλία της που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε με παρρησία και αυτογνωσία.


* Η συμβολή του σχολείου


Ο πρώτος μύθος αφορά την αποτελεσματικότητα της σχολικής Ιστορίας και, κατ’ επέκταση, των σχολικών εγχειριδίων Ιστορίας. Σε μια κοινωνία όπου κυριαρχεί όλο και περισσότερο η εικόνα και η ηλεκτρονική επικοινωνία συρρικνώνεται συνεχώς ο ρόλος του σχολείου στη διαδικασία κοινωνικοποίησης των νέων γενεών. Σε αυτό συμβάλλει και ο τρόπος διδασκαλίας της Ιστορίας που, παρ’ όλες τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, παραμένει ακόμη εγκλωβισμένος μέσα στην αποστήθιση κάτω από τη δαμόκλειο σπάθη των εξετάσεων. Ως προς τα ίδια τα εγχειρίδια της Ιστορίας, υποφέρουν από ένα πάγιο πρόβλημα, προϊόν του γενικότερου σχεδιασμού της διδακτέας ιστορικής ύλης: μια τεράστια ύλη πρέπει να χωρέσει σε ένα περιορισμένης έκτασης βιβλίο, με αποτέλεσμα τη συχνά «τηλεγραφική» γνώση. Οι πραγματικότητες αυτές απογυμνώνουν τη σχολική Ιστορία από υπερβολικές προσδοκίες – προσδοκίες που μοιάζουν περισσότερο με αναχρονιστική αναβίωση των ιδεών του Διαφωτισμού. Στο ερώτημα ποια είναι η συμβολή του σχολείου σήμερα στη διαμόρφωση ιστορικής συνείδησης, η απάντηση δεν είναι ούτε σαφής ούτε δεδομένη. Δεν είναι λοιπόν καθόλου βέβαιο ότι η επίμαχη φράση θα διδασκόταν ποτέ ή ότι θα επηρέαζε στο ελάχιστο τον τρόπο που οι μαθητές θα δουν το κοινό παρελθόν τους ως μέλη μιας εθνικής κοινότητας.


* Επιστήμη και «αλήθεια»


Ο δεύτερος μύθος αφορά την ίδια την επιστήμη της Ιστορίας. Οι διαμάχες για την Ιστορία έχουν μια ιδιαιτερότητα σε σχέση με άλλες επιστήμες. Η βασική διαφορά είναι ότι οι διαμάχες για την Ιστορία δεν είναι επιστημονικές – ή, τουλάχιστον, όχι μόνο επιστημονικές. Η συζήτηση, για παράδειγμα, γύρω από την ακρίβεια ενός μαθηματικού θεωρήματος ή ακόμη και για την ύλη των μαθηματικών στο σχολείο θα περιοριζόταν σε έναν κύκλο ειδικών και θα γινόταν αντικείμενο δημόσιας συζήτησης μόνο σε σχέση με τις εξετάσεις, όπως έχει άλλωστε συμβεί στο παρελθόν. Αντίθετα, όταν προκύπτει ένα ζήτημα σχετικά με την ιστορική «αλήθεια», γνώμη έχουν όλοι, ανεξαρτήτως επαγγέλματος. Και μάλιστα πολύ πιο εύκολα και αβίαστα εκφράζουν τη βεβαιότητά τους όσοι δεν είναι ιστορικοί. Στις περισσότερες περιπτώσεις η βιωματική σχέση με το παρελθόν προβάλλεται ως πολύ εγκυρότερη από την επιστημονική άποψη. Συχνά εξάλλου διαβάζουμε και ακούμε για «αλαζονεία» των ιστορικών, οι οποίοι «απομονωμένοι» από την πραγματικότητα διατυπώνουν τις θεωρίες τους. Και όμως η Ιστορία ίσως να είναι η λιγότερο αλαζονική από όλες τις επιστήμες, εφόσον προσπαθεί ακριβώς να αναπτύξει την κριτική σκέψη και να διαβρώσει τους δογματισμούς σχετικά με την απόλυτη και μοναδική «αλήθεια».


Η υποβάθμιση της επιστημονικότητας της Ιστορίας γίνεται προς όφελος της ιδεολογικής της λειτουργίας. Παρ’ όλο που είναι προφανές ότι η ιστορική αφήγηση αποτυπώνει τις ιδεολογικές θέσεις του συγγραφέα, είναι ενδιαφέρον ότι στη μεταπολιτευτική Ελλάδα όλες οι απόψεις διεκδικούν το χρίσμα του «προοδευτικού» (χωρίς εισαγωγικά) και της καθολικότητας (ή έστω της πλειοψηφίας).


* Η εξιδανίκευση του παρελθόντος


Ο τρίτος μύθος είναι ότι πολιτικές διεκδικήσεις του παρόντος μπορούν να στηρίζονται σε «ιστορικά δίκαια». Το μοτίβο αυτό είναι πολύ κοινό στα Βαλκάνια, όπου αντίπαλοι εθνικισμοί έχουν επανειλημμένα χρησιμοποιήσει ιστορικά επιχειρήματα για σύγχρονες διεκδικήσεις τους. Εν τούτοις έχει επίσης αποδειχθεί ότι μόνα τους τα ιστορικά επιχειρήματα δεν είναι επαρκή αν δεν συνοδεύονται από οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ισχύ. Στην πραγματικότητα συμβαίνει μάλλον το αντίστροφο: δεν είναι η Ιστορία που γεννά διεκδικήσεις αλλά οι διεκδικήσεις που γεννούν Ιστορία. Αυτή η πραγματικότητα μας απελευθερώνει από τον τέταρτο μύθο.


Ο τέταρτος μύθος είναι ότι η διδασκαλία της Ιστορίας έχει ως κύριο στόχο την προβολή μόνο των θετικών όψεων του συλλογικού παρελθόντος και των ηρωικών προτύπων που προσφέρει αυτό το παρελθόν. Παραδόξως, υπάρχει η πεποίθηση ότι η αγάπη για την πατρίδα μπορεί – και οφείλει – να στηριχθεί μόνο σε μια εξιδανικευμένη εικόνα του έθνους. Διακρίνεται, στις θέσεις που διατυπώνονται, ένας – εξωτερικευμένος ή εσωτερικευμένος – φόβος ως προς τα αποτελέσματα μιας πιο «ειλικρινούς» θέασης του παρελθόντος. Χωρίς να οδηγούμαστε ωστόσο στην ακρότητα της αυτομαστίγωσης, μπορούμε να διδάξουμε την Ιστορία μας αποφεύγοντας σκόπιμες σιωπές και εξωραϊσμούς. Ας αναλογιστούμε άλλωστε πόσο ωφέλιμη μπορεί να είναι από παιδαγωγική άποψη μια διδασκαλία που θα τονίζει μόνο τα επιτεύγματα και θα συγκαλύπτει τα λάθη. Αλλά και η επιλογή των ηρωικών προτύπων είναι ένα θέμα υπό συζήτηση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εκπαίδευση πρέπει να προσφέρει πρότυπα και να μεταδίδει αξίες και ότι η Ιστορία ειδικότερα διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στη διαδικασία πολιτικής κοινωνικοποίησης. Οι αξίες και τα πρότυπα ωστόσο δεν είναι δυνατόν να αντλούνται κατεξοχήν ή αποκλειστικά από εποχές πολέμου ούτε ήρωες να είναι μόνο οι μαχητές.


* Η ελληνική «ιδιαιτερότητα»


Ο πέμπτος μύθος, τέλος, αφορά τη «μοναδικότητα» της ελληνικής περίπτωσης, τόσο ως προς το παρελθόν όσο και ως προς το παρόν. Το βασικό επιχείρημα που προβάλλεται είναι ότι τα «ανοιχτά» ζητήματα στα βόρεια και ανατολικά σύνορα της Ελλάδας συνιστούν μια ελληνική «ιδιαιτερότητα» που απαιτεί προσεκτική διαχείριση του παρελθόντος. Εν τούτοις, παρ’ όλο που τα προβλήματα είναι υπαρκτά, δεν είναι μοναδικά. Μια σύγκριση με τα υπόλοιπα Βαλκάνια αλλά και με τη Μέση Ανατολή μάς αποκαλύπτει αμέσως πόσο λανθασμένη είναι αυτή η θέση. Ισως μάλιστα η σύγκριση αυτή μπορεί να βοηθήσει να δούμε πολύ πιο καθαρά το παρόν και το παρελθόν και να σχεδιάσουμε το μέλλον.


Η αυτογνωσία που κατακτάται μέσω της γνώσης του ιστορικού παρελθόντος είναι λοιπόν απαραίτητο να διέλθει μέσα από μια, οδυνηρή ίσως, συμφιλίωση με τον συλλογικό μας εαυτό, με το «εμείς» στο οποίο ανήκουμε. Αυτή η στόχευση καθιστά το έργο της σχολικής Ιστορίας εξαιρετικά δύσκολο και γι’ αυτό η ενοχοποίησή της είναι αντίστοιχα εύκολη και συχνή. Το σχολικό βιβλίο της Ιστορίας όμως ούτε αποτελεί τη «Βίβλο» της γνώσης ούτε προβάλλει την αδιαφιλονίκητη αυθεντία. Ο διάλογος για τις απόψεις και τις πληροφορίες που περιέχει οφείλει να είναι ανοιχτός. Ο διάλογος αυτός εξάλλου αποτελεί τμήμα της «ιστορίας» του.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο.