Οταν η Ρόζα Ιμβριώτη ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Βερολίνο και στο Παρίσι στα μέσα της δεκαετίας του 1920, επέστρεψε στην Ελλάδα προς αναζήτηση εργασίας. Ο Αλέξανδρος Δελμούζος της πρόσφερε τη δυνατότητα να διδάξει Ιστορία στο Μαράσλειο. Η διδασκαλία της νεαρής τότε ιστορικού προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και αποτέλεσε τη βασική αιτία της έκρηξης μιας ακόμη μεσοπολεμικής εκπαιδευτικής κρίσης που έγινε γνωστή με το όνομα του σχολείου στο οποίο δίδασκε η Ιμβριώτη: τα «Μαρασλειακά».


Σύμφωνα με τους επικριτές της, η Ιμβριώτη δίδασκε την ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 με έναν «περίεργο» τρόπο. Αντί να υπογραμμίζει την εποποιία του έθνους και να αναδεικνύει την αρραγή ενότητα της εθνικής κοινότητας, η Ιμβριώτη συζητούσε την Επανάσταση του 1821 στο πλαίσιο της ανάπτυξης των εθνικών ιδεολογιών κατά τον 19ο αιώνα ενώ παράλληλα εστίαζε στην κοινωνική δυναμική της επαναστατικής διαδικασίας και εντόπιζε τις απαρχές της συγκρότησης της εθνικής ιδεολογίας στην άνοδο ελληνόφωνων αστικών στρωμάτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.


Αυτά τα ζητήματα σήμερα έχουν αποφορτιστεί από τη συγκινησιακή τους ένταση. Οι κοινωνικές και πολιτικές παράμετροι της Επανάστασης του 1821 συζητούνται λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτά χωρίς να επισύρουν την κατηγορία της «προδοσίας», ο εθνικός χαρακτήρας του Αγώνα αξιολογείται εντός αυτών και όχι υπεράνω ή εκτός αυτών των παραμέτρων και συνθηκών, ενώ ακόμη και οι μαθητές του Λυκείου τυχαίνει να ακούνε από τους καθηγητές τους για τις εμφύλιες διαμάχες της Ελληνικής Επανάστασης. Ποιος θυμάται άλλωστε σήμερα τον Σπυρίδωνα Καλλιάφα που έβριζε την Ιμβριώτη και τον Δελμούζο;


Το 1925 όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Τα «Μαρασλειακά» συγκλόνισαν την εκπαιδευτική και κοινωνική ζωή, εισαγγελείς και αρεοπαγίτες παρενέβησαν στην υπόθεση της διδασκαλίας της Ιστορίας στο εν λόγω σχολείο, οι φημολογίες περί «αντεθνικής διδασκαλίας» συνδέθηκαν με τον «κομμουνιστικό δάκτυλο». Επιπλέον, η Ρόζα Ιμβριώτη θεωρήθηκε ακατάλληλη για την ενίσχυση της «πατρίδος, διά της ορθής διδασκαλίας της Ιστορίας και του δι’ αυτής φρονηματισμού των νέων». Η ακαταλληλότητά της δεν αποδόθηκε στην επιστημονική προσέγγιση ή στην πολιτική ιδεολογία της. Η καθηγήτρια ήταν απλώς γυναίκα.


Το σχετικό σημείο της έκθεσης για τα γεγονότα στο Μαράσλειο είναι χαρακτηριστικό: «Εάν καθηγήτριαι είναι ικαναί να διδάσκουν Ιστορίαν και δη εις Διδασκαλεία, δεν έχομεν ανάγκην άλλων μακρών αποδείξεων. Μας αρκεί το γεγονός ότι εν Ιταλία απηγορεύθη κατά το τέλος του 1926 να διδάσκουν γυναίκες εις πάντα τα δημόσια σχολεία μέσης εκπαιδεύσεως Φιλοσοφίαν, Ιστορίαν και Λογοτεχνίαν… Μόνον το ανδρικόν πνεύμα είναι ικανόν να δονήση και να συγκινήση την ψυχήν των μαθητών και να κάμη αυτούς να αισθανθούν και να κατανοήσουν τους μεγάλους του κόσμου σοφούς, τα σπουδαία σύγχρονα θρησκευτικά, πολιτικά, κοινωνικά γεγονότα ή ρεύματα, ώστε ν’ αποβώσιν οι αγαθοί κυβερνήται της αύριον, οι οποίοι θα δημιουργήσουν τα εθνικά μεγαλουργήματα. Ο κ. Δελμούζος αντιθέτως εκάλεσε γυναίκα διά να διδάξη την Ιστορίαν εις το Μαράσλειον».


Μικρό ενδιαφέρον παρουσιάζει ίσως η συγκεκριμένη περιπέτεια της Ρόζας Ιμβριώτη. Η εναντίον της επιχειρηματολογία όμως είναι εξαιρετικά σημαντική διότι απηχεί πάγιες θέσεις της εποχής για τον χαρακτήρα και την κοινωνική λειτουργία της Ιστορίας εκπεφρασμένες με έμφυλους όρους και αναγόμενες σε αντίστοιχες ή και σύστοιχες θέσεις για την έμφυλη διαφορά και τη σεξουαλικότητα. Στο κέντρο αυτών των θέσεων βρίσκεται η εγγενής και οργανική σύνδεση της εθνικής ιδεολογίας με την αρρενωπότητα και με ορισμένα χαρακτηριστικά της ανδρικής ταυτότητας.


Η συσχέτιση της εθνικής ιδεολογίας με την ανδρική ταυτότητα προσδιόρισε την τελική αποκρυστάλλωση αμφοτέρων (και εμμέσως και της γυναικείας υπόστασης) στις συνθήκες της νεωτερικότητας ενώ εμπέδωσε ένα κοινό πλαίσιο αναφορών που εντοπίζονται κυρίως στις έννοιες της γενναιότητας, του ηρωισμού και σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις της επιθετικότητας και της ανάπτυξης μιας «στρατιωτικής» ηθικής και συμπεριφοράς. Στο πεδίο της συνάρθρωσης εθνικών και έμφυλων λόγων, η γυναικεία υπόσταση συνδέθηκε καθοριστικά με την έννοια της «φύσης» και της αναπαραγωγικής διαδικασίας και διαιώνισης του έθνους, ενώ η ανδρική αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του «πολιτισμού» και της κοινωνικότητας· παράλληλα μια ιδιότυπη πλευρά «ανδρικής» επιθετικής σεξουαλικότητας συσχετίστηκε άμεσα με την «προστασία» του έθνους στο στρατιωτικό επίπεδο.


Η ανάγνωση και η πρόσληψη της Ιστορίας προσδιορίστηκαν καταλυτικά από την έμφυλη διάσταση του εθνικού λόγου. Παράλληλα, η Ιστορία αποτέλεσε πεδίο διακίνησης και διάχυσης των σχετικών έμφυλων προτύπων και αναγωγής τους σε καθοριστικούς φακούς θέασης της εθνικής κοινότητας και αποτίμησης της εθνικά πρέπουσας συμπεριφοράς. Στον βαθμό που η παραδειγματική και φρονηματιστική λειτουργία της διδασκαλίας της Ιστορίας θεωρήθηκε δεδομένη, η εθνική Ιστορία μορφοποιήθηκε στους άξονες της διπλωματικής, πολιτικής και στρατιωτικής διάστασης του παρελθόντος και λειτούργησε κυρίως ως πεδίο ανάπτυξης και εσωτερίκευσης από άνδρες και γυναίκες ενός ιδιαίτερα αυστηρού έμφυλου λόγου που προσδιόριζε συμπεριφορές και αξιολογούσε εμμέσως πλην σαφώς τις έμφυλες ιδιότητες. Η εθνική κοινότητα διασφάλιζε τον εαυτό της μόνο όταν προωθούσε και καλλιεργούσε τις εννοούμενες ως ανδρικές συμπεριφορές στο εσωτερικό της, ενώ παράλληλα αυτές οι τελευταίες αναγνωρίστηκαν ως δείκτες μιας βιολογικής και σεξουαλικής ανωτερότητας.


Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς αντιμετωπίστηκαν οι εναλλακτικές φωνές εντός αυτού του πλαισίου πρόσληψης του εθνικού παρελθόντος. Αν σήμερα θεωρείται σχεδόν αυτονόητη η ανάδειξη της κοινωνικής, οικονομικής, ιδεολογικής ή πολιτισμικής διάστασης του παρελθόντος, οι αντιδράσεις κατά της Ρόζας Ιμβριώτη μας δείχνουν σε ποιο βαθμό αυτή η προτεραιότητα επενδύθηκε με άλλα χαρακτηριστικά στο παρελθόν και πώς μια τέτοια ενασχόληση μπορούσε να συνδεθεί με τον απαξιωτικό χαρακτηρισμό της «θηλυπρεπούς» συμπεριφοράς και της «ευνουχισμένης» Ιστορίας που δεν επιτελεί τους εθνικούς της στόχους. Μας δείχνουν ακόμη πώς ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις εμπεριέχουν πολύ στενά προσδιορισμένους έμφυλους λόγους που είναι υπόρρητα εσωτερικευμένοι και μεταφορικά εκπεφρασμένοι τόσο από άνδρες όσο και από γυναίκες ίσως ακόμη και σήμερα.


Είναι ίσως καιρός να ξαναδούμε τι ήθελε να πει η Ρόζα Ιμβριώτη στα παιδιά του Μαράσλειου το 1925. Είναι καιρός να συνδέσουμε έθνη και κοινωνίες σε ιστορικές προσεγγίσεις που δεν εκκινούν από φοβικές αντιδράσεις. Μπορούμε ίσως να ξανασκεφτούμε την ιστορία των εθνικών κινημάτων μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό και ιδεολογικό τους πλαίσιο χωρίς να μας κατατρέχει το ενδόμυχο άγχος του ευνουχισμού.


Η κυρία Εφη Γαζή είναι λέκτωρ της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.