Σχολιάζοντας τα μειονεκτήματα των μεγάλων σε πληθυσμό και έκταση κρατών ο γάλλος πολιτικός φιλόσοφος Alexis de Tocqueville έγραφε στα μέσα του 19ου αιώνα πως «αν η φιλοδοξία των ατόμων μεγάλωνε ανάλογα με τη δύναμη του κράτους και η δύναμη των κομμάτων μεγάλωνε ανάλογα με τη σημασία των επιδιώξεών τους, η αγάπη για την πατρίδα που πρέπει να μετριάζει αυτά τα πάθη δεν είναι μεγαλύτερη σε μια μεγάλη δημοκρατία από ό,τι σε μια μικρότερη». Οτι η άσκηση πολιτικής εξουσίας ενισχύει την ανθρώπινη επιθυμία για αναγνώριση έναντι των άλλων και οδηγεί στην κατάχρησή της είναι παλαιό θέμα της πολιτικής σκέψης. Η αναγνώριση του ατελούς χαρακτήρα της ανθρώπινης κρίσης οδήγησε τον Πλάτωνα να παραδεχθεί στον Πολιτικό ότι ένα σύστημα απρόσωπων κανόνων που εφαρμόζονται αυστηρά είναι προτιμότερο για μια ανθρώπινη κοινωνία από την απεριόριστη ευχέρεια ενός υποτιθέμενου σοφού και χαρισματικού ηγέτη. Η ιστορία παραδίδει πάρα πολλά παραδείγματα κατάχρησης εξουσίας από ηγέτες όπως ίσως ο Ναπολέων, ο Τσαουσέσκου, ο Μιλόσεβιτς ή ο Φιντέλ Κάστρο, οι οποίοι άσκησαν την εξουσία με ιδιοτέλεια και σκληρότητα, παρά το γεγονός ότι στην αρχή της καριέρας τους υπήρξαν δημοφιλείς και λαοπρόβλητοι.


Είναι όμως σοβαρότερο το πρόβλημα της κατάχρησης της εξουσίας στα μεγάλα κράτη; Αδυνατούν τα κράτη αυτά, λόγω του μεγέθους τους να αποκτήσουν ουσιαστικούς μηχανισμούς ελέγχου και δημοκρατικούς θεσμούς; Ή μήπως το πρόβλημα αφορά τη δομή της πολιτικής εξουσίας, δηλαδή αν αυτή ασκείται συγκεντρωτικά από ένα πρόσωπο ή συλλογικά από διάφορους θεσμούς και εξουσίες οποιουδήποτε κράτους, μικρού ή μεγάλου;


* Κατάχρηση εξουσίας


Το ερώτημα είναι κρίσιμο σε σχέση με την προτεινόμενη δημιουργία πολιτικής ένωσης στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αν το μέγεθος του προτεινόμενου ομοσπονδιακού κράτους είναι υπερβολικά μεγάλο, τότε το όραμα της ολοκλήρωσης μπορεί να οδηγήσει στον εφιάλτη μιας ανεπανόρθωτης αποδυνάμωσης της δημοκρατίας και της αντικατάστασής της από μια απόμακρη και σκληρή γραφειοκρατία.


Αυτά τα δύσκολα ερωτήματα εξετάζει στο πρόσφατο βιβλίο του Δημοκρατία στην Ευρώπη ο καθηγητής της πολιτικής θεωρίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Larry Siedentop (Democracy in Europe, Λονδίνο: Penguin Books, 2001).


Το πρώτο ζήτημα που προκύπτει σε μια τέτοια συζήτηση είναι αυτό της φύσης μιας ομοσπονδιακής δημοκρατίας. Ο Siedentop σημειώνει ότι κατ’ αρχήν το ομοσπονδιακό σύστημα, που για πρώτη φορά υιοθετήθηκε από το Αμερικανικό Σύνταγμα το 1787, υπόσχεται μια διασπορά της εξουσίας μεταξύ κέντρου και περιφέρειας και πολιτικής και δικαστικής εξουσίας, με τρόπο που να μην επιτρέπει την υπερβολική συγκέντρωσή της σε ένα πρόσωπο ή σε ένα κόμμα. Αν όμως το ομοσπονδιακό σύστημα έχει εφαρμοσθεί με επιτυχία στις ΗΠΑ, ενδέχεται να μην μπορεί να μεταφερθεί με επιτυχία στα ευρωπαϊκά δεδομένα. Συντρέχουν άραγε οι απαραίτητες συνθήκες επιτυχίας του συστήματος αυτού στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση;


* Η έννοια της αυτονομίας


Ποιες είναι οι αναγκαίες συνθήκες; Η μοντέρνα πολιτική επιστήμη τείνει να κρίνει την επιτυχία ενός πολιτικού συστήματος με βάση οικονομικά δεδομένα και αποτελέσματα. Μια τέτοια προσέγγιση είναι όμως υπερβολικά στενή και ο Siedentop την απορρίπτει. Η οικονομική επιτυχία είναι ένα μόνο σημαντικό δεδομένο, απαραίτητο αλλά όχι επαρκές. Ο πολιτικός φιλελευθερισμός, όπως εκφράζεται τουλάχιστον στο έργο των Kant, Tocqueville και Mill, τονίζει ότι η προστασία της ισότιμης αυτονομίας του ατόμου έχει αυτοτελές ηθικό περιεχόμενο. Αυτό σημαίνει ότι πέραν της οικονομικής επιτυχίας απαιτούνται και οι συνθήκες κατά τις οποίες άνδρες και γυναίκες θα μπορούν ελεύθερα να επιλέγουν τον τρόπο ζωής που εκείνοι θεωρούν προσφορότερο για τον εαυτό τους, χωρίς να ακολουθούν οδηγίες της όποιας πολιτικής εξουσίας ή τις απόψεις των άλλων.


Αυτή η βασική έννοια της αυτονομίας απαιτεί όμως, για τον Siedentop, και ένα δόγμα «δημοκρατικής φιλοτιμίας» που να δίνει πολιτικό περιεχόμενο στην ισότητα. Οι φιλελεύθεροι θεσμοί πρέπει να ενισχύουν την ενεργό συμμετοχή του πολίτη στην άσκηση και τον έλεγχο της εξουσίας – κανόνα που βρίσκουμε στον κλασικό φιλελευθερισμό αλλά όχι και σε όλες τις νεότερες εκφράσεις του στον εικοστό αιώνα.


Η άποψη αυτή οδηγεί σε σημαντικά συνταγματικά συμπεράσματα. Για να ανθήσει η ενεργός πολιτική ισότητα απαιτείται ένα δημοκρατικό πολίτευμα που να στηρίζεται, πρώτον, σε ένα αυστηρά εφαρμοζόμενο γραπτό Σύνταγμα και, δεύτερον, σε μια ευρεία συναίνεση για τον δίκαιο χαρακτήρα των επικρατούντων θεσμών. Η συναίνεση αυτή, που βασίζεται σε μια προϋπάρχουσα κοινότητα ηθικών και πολιτικών απόψεων, επιτρέπει την «ηθελημένη άρση της δυσπιστίας» προς τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. Η δημοκρατία, με άλλες λέξεις, αδυνατίζει από τον κυνισμό και την καχυποψία προς την εξουσία. Τα αισθήματα αυτά (είτε είναι δικαιολογημένα είτε όχι) οδηγούν σε μια αυστηρή διαχωριστική γραμμή μεταξύ των κρατούντων και των διοικούμενων, που μειώνει τις πιθανότητες ανάπτυξης μιας «δημοκρατικής φιλοτιμίας». Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα οι πολίτες νιώθουν αποκομμένοι από μια αδιαφανή και αναξιόπιστη εξουσία και αδιαφορούν για τους δημοκρατικούς θεσμούς. Αλλά για τον Siedentop η απαραίτητη συναίνεση αφορά όλες τις ηθικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις. Η δημοκρατική συναίνεση δεν απαιτεί μονολιθικές κοινωνίες.


* Η ομόσπονδη Ευρώπη


Το συμπέρασμα είναι ότι οι συνθήκες για την ανάπτυξη μιας ομοσπονδιακής δημοκρατίας στην Ευρώπη δεν συντρέχουν ακόμη. Η αμερικανική δημοκρατική ομοσπονδία δημιουργήθηκε στη βάση μιας κοινής γλώσσας, μιας παράδοσης αυτοκυβέρνησης των επιμέρους κοινοτήτων και μιας ισχυρής κοινωνίας πολιτών που υιοθετούσαν δημοκρατικά ιδεώδη και τα ασκούσαν στην πράξη. Παράλληλα τους ένωνε η αποστροφή προς την παλαιά βρετανική κυριαρχία ενάντια στην οποία είχαν επαναστατήσει. Ούτε η κοινή γλώσσα, ούτε η συναίνεση στους κανόνες αυτοκυβέρνησης ούτε και η παράδοση κοινών πολιτικών αγώνων υπάρχουν ακόμη στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Μάλιστα, ο Siedentop υποστηρίζει ότι η ζέση της πολιτικής ηγεσίας για τη δημιουργία πολιτικής ένωσης από τα πάνω – την οποία συνδέει με την παράδοση γραφειοκρατικής συγκέντρωσης της πολιτικής εξουσίας στο γαλλικό κράτος – είναι πρόωρη και επικίνδυνη διότι μπορεί να οδηγήσει σε βίαιες αντιδράσεις από τα κάτω. Αντίθετα, η ομοσπονδία μπορεί να είναι στόχος μόνο για το απώτερο μέλλον, όταν η γνώση της αγγλικής ως κοινής δεύτερης γλώσσας και το ιδεώδες της ευρωπαϊκής δημοκρατικής ομοσπονδίας έχουν εδραιωθεί σε μεγαλύτερα τμήματα της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Οπως και άλλοι γνωστοί νομικοί και φιλόσοφοι, π.χ. οι Jurgen Habermas, Neil MacCormick και Joseph Weiler, έτσι και ο Siedentop φαίνεται ότι υποστηρίζει μια ενδιάμεση συνταγματική λύση για την Ευρωπαϊκή Ενωση. Πολύ νωρίς για να μετασχηματισθεί σε ομοσπονδιακό κράτος και πολύ αργά για να αρκεστεί στην αρχή της εθνικής κυριαρχίας, η Ευρωπαϊκή Ενωση θα πρέπει να συνεχίσει να είναι μια κοσμοπολιτική ένωση κρατών όπου πολλές πολιτικές εξουσίες (ιδίως όσες έχουν σχέση με την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς και την ελευθερία του διεθνούς εμπορίου) θα ασκούνται από κοινού. Στο μεγαλύτερο μέρος της όμως, η πολιτική εξουσία οφείλει να ασκείται κατά πρώτο λόγο από τις τοπικές δημοκρατίες και να νομιμοποιείται από την ποιότητά τους.


Ο κ. Παύλος Ζ. Ελευθεριάδης είναι λέκτορας Νομικής στη London School of Economics.