Ολο και συχνότερα τα τελευταία χρόνια θρησκευτικά σύμβολα αποκτούν εθνικό ένδυμα ενώ αντιστοίχως η θρησκεία, στη θεσμική της μορφή, οικειοποιείται εθνικά σύμβολα. Μπορούμε να θυμηθούμε, π.χ., τις αντιδράσεις για την ανέγερση μουσουλμανικού τεμένους στην Αθήνα, όπου η μουσουλμανική θρησκεία είχε ταυτιστεί αυτομάτως με τους Τούρκους. Ενας τόπος λατρείας για μια θρησκευτική πίστη που έχει παγκόσμια εμβέλεια και καλύπτει πάρα πολλά έθνη είχε αποκτήσει έναν στενό εθνικό ορισμό. Ενα άλλο «θερμό» επεισόδιο συνέβη όταν πολιτευτής της επαρχίας ύψωσε την ελληνική σημαία σε τζαμί της πόλης του. Αντιστοίχως σε περιπτώσεις εθνικών και εθνοτικών συγκρούσεων εκτός Ελλάδας ομάδες εθνικιστών έχουν πλήξει θρησκευτικούς στόχους (εκκλησίες, τζαμιά, νεκροταφεία) σαν να ήταν εθνικά σύμβολα.


Παράλληλα, σε επίπεδο θεωρίας, εμφανίζεται το σχήμα που εξισώνει τη σύγκρουση εθνών ή «πολιτισμών» με τη σύγκρουση θρησκειών. Το σχήμα αυτό ενισχύθηκε βεβαίως μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 και μεταφράστηκε συχνά, ευθέως ή υπόρρητα, σε «σύγκρουση πολιτισμού και βαρβαρότητας», όπου για μία ακόμη φορά η Δύση είναι το συνώνυμο του πολιτισμού και όπου οι θρησκείες επίσης ιεραρχούνται με βάση τον «βαθμό πολιτισμού». Εξάλλου η ταύτιση ευρωπαϊκότητας και χριστιανισμού – στο πλαίσιο της οικοδόμησης της κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας – επιβεβαιώνει και ενισχύει αυτές τις ιεραρχήσεις.


Εν τούτοις η προβληματικότητα αυτών των αναγωγισμών γίνεται προφανής ακόμη και στον μη ειδικό με την απλή και μόνο παράθεση κάποιων δεδομένων, τόσο ιστορικών όσο και σύγχρονων. Αφενός η ιστορικότητα των σχέσεων ανάμεσα στον χριστιανισμό και στο Ισλάμ, ανάμεσα στον ευρωπαϊκό και στον αραβομουσουλμανικό κόσμο, συνίσταται όχι μόνο σε συγκρούσεις αλλά και σε συγκλίσεις και αλληλεπιδράσεις. Αφετέρου τις τελευταίες δεκαετίες η παρουσία του Ισλάμ στην Ευρώπη γίνεται όλο και πιο έντονη μέσω της οικονομικής μετανάστευσης θέτοντας ευρύτερα ζητήματα σχετικά με τον ίδιο τον ορισμό της Ευρώπης, τα νοητικά σύνορα που χτίζουν ταυτίσεις όπως αυτές που προαναφέραμε και τις πολιτικές τους συνέπειες.


Στην περίπτωση των Βαλκανίων ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας φάνηκε – σε μια επιφανειακή προσέγγιση – να επιβεβαιώνει τη σημασία των θρησκευτικών διαφορών στις εθνικές συγκρούσεις. Το ενδιαφέρον σημείο εξάλλου ήταν ότι έγινε πολιτική χρήση της θρησκείας από αντίπαλους εθνικισμούς σε μια χώρα όπου απουσίαζε η θρησκευτική εκπαίδευση. Ωστόσο, παρ’ όλο που το θρησκευτικό κριτήριο κατέχει αναμφισβήτητα κεντρικό ρόλο ως προς τον προσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας σε όλους τους βαλκανικούς εθνικισμούς (εκτός από τον αλβανικό), δεν υπήρξε αλληλεγγύη μεταξύ ορθόδοξων χριστιανικών λαών αλλά οξύτατοι ανταγωνισμοί από την εποχή της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της δημιουργίας των εθνών κρατών. Ετσι αφενός μεν η χριστιανική θρησκεία και η Ορθόδοξη Εκκλησία προβάλλονται ως οι κύριοι παράγοντες για τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας εναντίον εχθρικών γειτόνων – π.χ., των μουσουλμάνων (Οθωμανών) στην περίπτωση Σέρβων, Βουλγάρων, Ελλήνων και Ρουμάνων -, αφετέρου δε οι συγκρούσεις μεταξύ των ομόδοξων εθνών υπήρξαν εξίσου σημαντικές για τον προσδιορισμό των εθνικών ταυτοτήτων.


Η περίπτωση του ελληνικού εθνικισμού μπορεί να είναι διαφωτιστική προς αυτή την κατεύθυνση. Ενώ η ελληνική ταυτότητα οργανώνεται με βάση την κεντρική αντίθεση Ελληνας/χριστιανός – Τούρκος/μουσουλμάνος, η αντίθεση με τους Σλάβους, σε τρεις τουλάχιστον ιστορικές στιγμές, επηρέασε τον ρόλο του θρησκευτικού κριτηρίου έτσι ώστε η αντιπαλότητα με ομόδοξους βαλκανικούς λαούς – κατ’ εξοχήν βεβαίως με τους Βουλγάρους – να είναι σημαντικότερη και οξύτερη από εκείνη με τους «άπιστους» Τούρκους. Η πρώτη αφορμή δόθηκε με τη θεωρία του Fallmerayer περί εκσλαβισμού των Ελλήνων στα μέσα του 19ου αιώνα. Μεγαλύτερη οξύτητα απέκτησε η αντίθεση αυτή στην καμπή του 19ου αιώνα, όταν κυριαρχεί ο φόβος του πανσλαβισμού και της επέκτασης των Βουλγάρων εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων στην περιοχή της οθωμανικής Μακεδονίας. Ο φόβος αυτός είχε εξάλλου αντιστρέψει τις σχέσεις με την ομόδοξη Ρωσία, η οποία σε προηγούμενες περιόδους συμβόλιζε για το ελληνικό έθνος την ελπίδα της ελευθερίας και της χειραφέτησής του. Η εχθρότητα προς τα σλαβικά Βαλκάνια θα επανακάμψει, τέλος, την εποχή του Ψυχρού Πολέμου ως φόβος του κομμουνισμού. Αλλά και το πρόσφατο «Μακεδονικό ζήτημα» τη δεκαετία του ’90 μάς έδειξε τη σχετική σημασία των θρησκευτικών διαφορών στις εθνοτικές συγκρούσεις, δεδομένου ότι όλα τα «αντίπαλα» μέρη ανήκαν στη χριστιανική Ορθοδοξία.


Η θρησκεία, επομένως, είναι ένα στοιχείο κοινωνικής συνοχής και προσδιορισμού της εθνικής ταυτότητας αλλά οι θρησκευτικές διαφορές δεν είναι αναγκαίες και οπωσδήποτε όχι επαρκείς για την εμφάνιση του εθνικισμού. Αντίθετα, ο εθνικισμός μεταχειρίζεται το θρησκευτικό συναίσθημα για να κινητοποιήσει την εθνική κοινότητα, όπως συνέβη π.χ. με τα λαϊκά κινήματα στις μουσουλμανικές χώρες, και εργαλειοποιεί τη θρησκεία στη διαδικασία προσδιορισμού μιας νέας, σύγχρονης συλλογικότητας, του έθνους.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.