Ο κ. Victor Navasky, διακεκριμένος δημοσιογράφος, εκδότης του αμερικανικού περιοδικού «The Nation», βρίσκεται στην Ελλάδα με πρόσκληση του υπουργείου Τύπου και θα μιλήσει με θέμα «Τρομοκρατία, η 11η Σεπτεμβρίου και ο Τύπος» μεθαύριο Τρίτη 14 Μαΐου, ώρα 8.30 μ.μ., στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το περιοδικό, ένα από τα λίγα φιλελεύθερα έντυπα των ΗΠΑ, και ο εκδότης του κ. Ναβάσκι τήρησαν μια πολύ ρεαλιστική στάση στο ζήτημα της τρομοκρατίας και γενικότερα της πολιτικής του προέδρου Μπους. Ο κ. Ναβάσκι είναι συγγραφέας δύο βιβλίων πολιτικού περιεχομένου, διδάσκει δημοσιογραφία στο πανεπιστήμιο Columbia και διευθύνει το Κέντρο Περιοδικής Δημοσιογραφίας του ιδίου πανεπιστημίου. Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλάει για την Αριστερά στις ΗΠΑ, για την τρομοκρατία, για την παγκοσμιοποίηση και για τον ρόλο των ΜΜΕ.




– Στην Ευρώπη συζητείται έντονα το ζήτημα της κρίσης του προοδευτικού πολιτικού λόγου. Στις ΗΠΑ υπάρχει αριστερή πολιτική ατζέντα σήμερα και ποια θα λέγατε ότι είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της;


«Δεν νομίζω ότι υπάρχει σήμερα μια ενιαία πολιτική ατζέντα της Αριστεράς καθώς ο προοδευτικός χώρος χαρακτηρίζεται από πολλές αντίρροπες τάσεις. Υπάρχει ωστόσο ένα κυρίαρχο ζήτημα που απασχολεί τις διάφορες αριστερές ατζέντες στις ΗΠΑ και αυτό είναι η δυναμική σχέση μεταξύ της Αμερικής ως ιμπεριαλιστικής δύναμης και της Αμερικής ως δημοκρατίας. Πρόκειται για μια διαμάχη που χαρακτηρίζει την αμερικανική ιστορία από τη σύλληψη του αμερικανικού έθνους ως σήμερα και που βέβαια αποκτά ιδιαίτερο νόημα μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου. Στο επίπεδο της εσωτερικής πολιτικής υπάρχει ένα άλλο κεντρικό ζήτημα που συνδέεται με τα κινήματα της λεγόμενης αντιπαγκοσμιοποίησης, αν και πιστεύω ότι πρόκειται για λάθος ονομασία αφού ο όρος παγκοσμιοποίηση αποτελεί περιγραφή αυτού που συμβαίνει και βέβαια δεν μπορεί κανείς να εναντιωθεί στην παγκοσμιοποίηση ως ιστορικό γεγονός. Εκείνο που μπορεί κανείς να κάνει είναι να συγκροτήσει έναν τρόπο σκέψης και ένα πρόγραμμα δράσης σε σχέση με το ιστορικό γεγονός και αυτό είναι που κάνουν σήμερα τα κινήματα της λεγόμενης αντιπαγκοσμιοποίησης».


– Στις ΗΠΑ υπάρχει μια δυναμική παράδοση πολιτικού ακτιβισμού στο επίπεδο της κοινωνικής βάσης (grass-roots activism) που συνδέεται με το κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης. Ποια ήταν η στάση αυτού του πολιτικού χώρου κατά την περίοδο που ακολούθησε τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου;


«Η σημασία του τραύματος της 11ης Σεπτεμβρίου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να υποτιμηθεί. Πρέπει να κάνουμε μια διάκριση μεταξύ του πένθους για τα θύματα των επιθέσεων και του τρόπου που κανείς στοχάζεται πολιτικά γύρω από αυτό που συνέβη και όσα επακολούθησαν. Η Αριστερά στις ΗΠΑ βίωσε το τραύμα της 11ης Σεπτεμβρίου και συμμετείχε στο πένθος για τις απώλειες. Την ημέρα όμως που ο πρόεδρος Μπους ανακοίνωσε ότι «ο κόσμος χωρίζεται σε εμάς και τους άλλους και βρισκόμαστε πια σε ένα διαρκή πόλεμο εναντίον τους» ο ευρύτερος προοδευτικός χώρος… έστριψε αριστερά. Ας πάρουμε για παράδειγμα το περιοδικό The Nation. Τα άρθρα που δημοσιεύθηκαν κατά τις πρώτες εβδομάδες μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου αποτύπωσαν τις συνεχείς μετατοπίσεις των απόψεων των συντακτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η δημοσίευση των τριών άρθρων του Richard Falκ – ενός από τα πιο διακεκριμένα μέλη της συντακτικής μας επιτροπής, ειδικού σε ζητήματα παγκοσμιοποίησης και διεθνούς δικαίου, προέδρου του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πρίνστον και φανατικού επικριτή των αμερικανικών στρατιωτικών επεμβάσεων από την περίοδο του πολέμου στο Βιετνάμ ως σήμερα. Στο πρώτο άρθρο ανέπτυξε το επιχείρημα περί «δικαίου πολέμου» των ΗΠΑ κατά της τρομοκρατίας. Στο δεύτερο υποστήριξε την πολιτική της κυβέρνησης και την επερχόμενη επίθεση στο Αφγανιστάν. Και στο τρίτο άρθρο εξέφρασε τελικά τις επιφυλάξεις του για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Παρά τις επιθέσεις που δεχθήκαμε για τα τρία αυτά άρθρα, γεγονός είναι ότι ο Falk εξέφρασε δημόσια τις σκέψεις που πέρναγαν από το μυαλό πολλών ανθρώπων του προοδευτικού χώρου εκείνες τις ημέρες χωρίς να τολμούν βέβαια να τις δημοσιοποιήσουν».


– Ωστόσο η δημοσίευση των άρθρων αυτών προκάλεσε δημόσια διαμάχη για αρκετές εβδομάδες στο περιοδικό.


«Ναι, και μέσα από αυτό τον διάλογο φάνηκε ότι παρά τις διαφωνίες υπάρχει μια ομοφωνία στον προοδευτικό χώρο σε δύο βασικά ζητήματα. Το πρώτο αφορά την επιτακτική ανάγκη προάσπισης των πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών στο πλαίσιο των απειλών που αυτές δέχονται μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Το δεύτερο ζήτημα αφορά την ανάγκη αντιμετώπισης προβλημάτων όπως η τρομοκρατία μέσα από διεθνείς συνεργασίες και στο πλαίσιο της αρμοδιότητας διεθνών οργανισμών και θεσμών του διεθνούς δικαίου. Η καταδίκη των μονομερών ενεργειών των ΗΠΑ στον τομέα αυτό φάνηκε να αποτελεί κοινό τόπο του ευρύτερου αριστερού χώρου».


– Δίνεται συχνά η εντύπωση ότι οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ απολαμβάνουν μια a priori νομιμοποίηση της εξωτερικής τους πολιτικής στο επίπεδο της κοινής γνώμης. Τα ΜΜΕ παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμπέδωση αυτής της αυτονόητης σχεδόν αποδοχής.


«Η παρατήρησή σας είναι δίκαιη και διεισδυτική. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας προεκλογικής εκστρατείας το ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής δεν συζητήθηκε ιδιαίτερα. Εξάλλου, από την εποχή του Κένεντι και του Νίξον το ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής ανασύρεται στις προεκλογικές εκστρατείες μόνο στον βαθμό που εξυπηρετεί δημαγωγικές στρατηγικές και χωρίς πάντως να συζητείται ουσιαστικά. Ποιος όμως είναι ο ρόλος των ΜΜΕ στη συγκρότηση αυτής της a priori νομιμοποίησης; Αφενός, τα ΜΜΕ στις ΗΠΑ λειτουργούν ως ενισχυτικοί αναμεταδότες της επίσημης κυβερνητικής πολιτικής. Αφετέρου, αναλαμβάνουν τη συγκάλυψη των όρων και των βασικών παραδοχών της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Τα ΜΜΕ έχουν εσωτερικεύσει τις αξίες της διοίκησης και έτσι, ενώ φαινομενικά μιλούν τη γλώσσα της αντικειμενικότητας, στην ουσία ενσαρκώνουν την πραγματικότητα του υπερπατριωτισμού. Για παράδειγμα, οι τηλεπαρουσιαστές χωρίς να χρησιμοποιούν αναγκαστικά τη ρητορική του εθνικισμού φορούν κονκάρδες της αμερικανικής σημαίας στο πέτο τους καθώς μεταδίδουν διεθνείς ειδήσεις. Αυτή είναι η πρώτη φάση συμμετοχής των ΜΜΕ στην εμπέδωση του αδιαμφισβήτητου της εξωτερικής πολιτικής. Ακολουθεί ο δημόσιος διάλογος μεταξύ ειδημόνων. Σε αυτή τη δεύτερη φάση μπορεί πια κανείς να διαφωνήσει με την επίσημη πολιτική χωρίς αναγκαστικά να κατηγορηθεί για αντιαμερικανισμό ή αντιπατριωτισμό. Σήμερα βρισκόμαστε ακόμη στο πρώτο στάδιο κάλυψης. Γεγονός πάντως είναι ότι η σοβαρή δημοσιογραφία βρισκόταν ουσιαστικά σε διακοπές από την εποχή του τέλους του Ψυχρού Πολέμου ως την 11η Σεπτεμβρίου. Κατά την περίοδο αυτή τα ΜΜΕ αναλώθηκαν στην κάλυψη αισθησιακών ιστοριών, όπως στην περίπτωση του Ο. Τζ. Σίμσον, της Μόνικα και του Μπιλ, του Ρ. Τζουλιάνι και της φίλης του κτλ. Η 11η Σεπτεμβρίου έθεσε τέλος στις διακοπές της δημοσιογραφίας».


– Πώς σχολιάζετε το φαινόμενο της επανεμφάνισης του αντιαμερικανισμού στον ευρωπαϊκό χώρο τα τελευταία χρόνια;


«Η ερώτηση αυτή αφορά γενικότερα τον ορισμό της έννοιας του πατριωτισμού. Δεν θεωρώ, για παράδειγμα, ότι η κριτική ενάντια στην επέμβαση των ΗΠΑ στο Βιετνάμ ήταν εκδήλωση αντιαμερικανισμού. Αντίθετα, θεωρώ ότι αυτή η κριτική εξέφρασε τα πραγματικά ιδανικά του αμερικανισμού. Αρα οι όροι που χρησιμοποιούμε είναι προβληματικοί. Το ίδιο ισχύει και σήμερα στην περίπτωση του Ισραήλ. Συχνά το περιοδικό μας, το «The Nation», κατακρίνεται ως ιδιαίτερα αντιισραηλινό επειδή ασκεί κριτική στην πολιτική της κυβέρνησης του Ισραήλ. Αυτό είναι λάθος. Αν αποδεχθούμε ότι η ιδρυτική αρχή του Ισραήλ είναι το δίκαιο της επιστροφής και η αναγνώριση αυτού του δικαιώματος μετά την εμπειρία του Ολοκαυτώματος, τότε αναρωτιέται κανείς αν αυτές οι αρχές υπηρετούνται ή προδίδονται σήμερα από την πολιτική της επίσημης κυβέρνησης της χώρας. Ετσι, μπορώ να πω ότι ο προοδευτικός χώρος στις ΗΠΑ καλωσορίζει συγκεκριμένες ευρωπαϊκές κριτικές της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής όταν αυτές στηρίζονται σε ένα κοινό πολιτικό υπόβαθρο καθώς δεν τις θεωρεί αναγκαστικά αντιαμερικανικές. Υπάρχουν ωστόσο και μορφές αντιαμερικανισμού που χαρακτηρίζονται από μια εξαιρετική απλοϊκότητα και αφέλεια και στερούνται πολιτικού υποβάθρου. Αυτές δεν μας βοηθούν στην πολιτική ανάλυση».


– Σε ένα από τα γνωστότερα βιβλία σας, το «Naming Names», αναλύετε το φαινόμενο του μακαρθισμού. Πώς σχολιάζετε την επαναφορά της «Μαύρης λίστας» ως μέσου πολιτικού ελέγχου και επιτήρησης σήμερα;


«Υπάρχουν δύο παραδόσεις στην αμερικανική ιστορία και εμπειρία. Η μία είναι η παράδοση της ελευθερίας, ο Τόμας Πέιν, ο Τζέφερσον, ο Μάντισον, η διακήρυξη των δικαιωμάτων κτλ. Η άλλη παράδοση συγκροτείται γύρω από την πρακτική της δίωξης των μεταναστών, των καθολικών και των ριζοσπαστών, η οποία εγκαινιάζεται κατά τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο και συνεχίζεται με τον μακαρθισμό και τη δαιμονοποίηση των κομμουνιστών κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Νομίζω ότι σήμερα η φιλοτέχνηση του πορτρέτου του μανιακού ισλαμιστή δολοφόνου ακολουθεί ιδεολογικές, πολιτικές και κατασταλτικές πρακτικές που σχετίζονται – αν και παραμένουν πολύ διαφορετικές – με το κίνημα του μακαρθισμού. Κατά τη δεκαετία του 1950 διατυπώθηκε η άποψη ότι υπάρχουν ομάδες κατασκόπων στη χώρα μας, οι οποίες θέτουν σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια. Η άποψη αυτή – η οποία ποτέ δεν επαληθεύθηκε – χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα για την εφαρμογή πρακτικών ελέγχου που έθεσαν σε πραγματικό κίνδυνο τους δημοκρατικούς θεσμούς και άρα την ασφάλεια της χώρας. Το ίδιο πιστεύω συμβαίνει και σήμερα καθώς οι συνεχείς καταστρατηγήσεις βασικών πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών ίσως επιφέρουν στο άμεσο μέλλον απώλειες μεγαλύτερες ακόμη και από εκείνες της 11ης Σεπτεμβρίου. Η διαφορά μεταξύ της περιόδου του μακαρθισμού και σήμερα είναι ότι τότε τα δίκτυα ενημέρωσης είχαν κρατήσει μια κριτική στάση αναγνωρίζοντας το φαινόμενο ως παρεκτροπή από τα πολιτικά ήθη των ΗΠΑ. Αντίθετα, σήμερα τα ΜΜΕ λειτουργούν νομιμοποιητικά παρουσιάζοντας την πολιτική υστερία των ημερών ως μορφή πατριωτισμού».


Η κυρία Ιωάννα Λαλιώτου είναι λέκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.