Μια βασική προϋπόθεση για τη σωστή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η θεσμοποίηση μιας σταθερής ισορροπίας μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Οι δεύτεροι πρέπει να προστατεύονται από τις αυταρχικές, χειραγωγικές τάσεις των πρώτων. Από την άλλη μεριά όμως οι κυβερνώντες πρέπει να έχουν ικανότητα να «προστατεύονται», να μην ενδίδουν στις λαϊκιστικές πιέσεις των κυβερνωμένων. Πρέπει δηλαδή να έχουν τη θέληση και τη δύναμη να βάζουν το μακρόχρονο καλό της χώρας πάνω και από τα στενά, συντεχνιακά συμφέροντα και από τις εφήμερες λαϊκιστικές πιέσεις. Οταν αυτή η λεπτή ισορροπία δεν υπάρχει (και συνήθως δεν υπάρχει όταν τα «ενδιάμεσα στρώματα», όπως θα έλεγε ο Montesquie, μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων είναι καχεκτικά), τότε το πολίτευμα γίνεται είτε αυταρχικό είτε οχλοκρατικό. Στην πρώτη περίπτωση αυτοί που ελέγχουν τα «μέσα κυριαρχίας» αγνοούν παντελώς τη λαϊκή θέληση και καταδυναστεύουν ποικιλοτρόπως τους απλούς πολίτες. Στη δεύτερη περίπτωση οι πολιτικές ελίτ δεν καθοδηγούν αλλά καθοδηγούνται: διαμορφώνουν αυτόματα την πολιτική τους αποκλειστικά στη βάση των πιο πρόσφατων δημοσκοπήσεων ή γίνονται έρμαια λαϊκιστικών κινητοποιήσεων που προωθούν παράλογες, αυτοκαταστροφικές στρατηγικές (π.χ., το ελληνικό εμπάργκο στα Σκόπια). Με άλλα λόγια, η δημοκρατία λειτουργεί σωστά όταν οι αντιπρόσωποι του έθνους, μέσα στα όρια που καθορίζει το Σύνταγμα, και επηρεάζονται αλλά και διαμορφώνουν την κοινή γνώμη και τις αξίες του δημόσιου χώρου.


Περνώντας τώρα στον πολιτισμικό χώρο, μια σταθερή ισορροπία μεταξύ αυτών που ελέγχουν τα μέσα «πολιτισμικής παραγωγής» και αυτών που δεν τα ελέγχουν είναι εξίσου αναγκαία προϋπόθεση για τη σωστή λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών. Για να πάρουμε ως παράδειγμα τα ΜΜΕ, όταν οι ελέγχοντες αυτά τα μέσα αγνοούν παντελώς τα ενδιαφέροντα και τις προτιμήσεις των τηλεθεατών, τότε έχουμε ένα ελιτιστικό, αυταρχικό πολιτισμικό καθεστώς που χρησιμοποιεί τα μέσα σαν ένα ιδεολογικό, προπαγανδιστικό εργαλείο (π.χ., η σοβιετική τηλεόραση ή το ναζιστικό ραδιόφωνο).


Οταν από την άλλη μεριά οι ελέγχοντες τα ΜΜΕ για λόγους οικονομικού ανταγωνισμού στοχεύουν στην κατασκευή νέων καταναλωτικών αναγκών ή/και σε αισθητικά χονδροειδείς, χυδαίους τρόπους προσέλκυσης του ενδιαφέροντος του κοινού – όταν δηλαδή αγνοούν παντελώς τον ουσιαστικά ενημερωτικό ή/και συγχρόνως δημιουργικά ψυχαγωγικό ρόλο των ΜΜΕ -, τότε περνάμε από τον πολιτισμικό αυταρχισμό / ελιτισμό στην πολιτισμική εξαθλίωση. Περνάμε σε μια κατάσταση όπου η λογική του κέρδους και της αγοράς καταστρέφει κάθε δημιουργικότητα, κάθε προσπάθεια εξύψωσης του πολιτισμικού επιπέδου του κοινού. Για να πάρουμε ως παράδειγμα την τηλεόραση, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι στη χώρα μας (αλλά και πιο γενικά) – λόγω της καλπάζουσας νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας που οδηγεί όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στην κοινωνία της αγοράς – βλέπουμε μια καλπάζουσα πολιτισμική οχλοκρατία. Από τον «Μεγάλο Αδελφό» και το «Bar» ως τα reality shows, από τις ειδήσεις που δεν παρέχουν ουσιαστική ενημέρωση ως τον συνεχή διαφημιστικό βομβαρδισμό των τηλεθεατών, η τηλεόραση κατασκευάζει λιγότερο πολίτες και περισσότερο ανεγκέφαλους καταναλωτές. Κατασκευάζει ταυτότητες που οδηγούν σε έναν αδιάφορο για τα κοινά, πλαστικό, αποχαυνωτικό τρόπο ζωής. Και αν σκεφτούμε πως, ιδίως στους νέους, η τηλεόραση τείνει να έχει περισσότερη επιρροή στη διαμόρφωση της προσωπικότητας από όλους τους άλλους φορείς εκκοινωνισμού (σχολείο, εκκλησία κτλ.), τότε αντιλαμβάνεται κανείς τη σοβαρότητα της σημερινής κρίσης των μέσων μαζικής ενημέρωσης.


Βέβαια η λύση στο δημοκρατικό πολιτισμικό έλλειμμα δεν είναι ούτε η επιστροφή στο κρατικό μονοπώλιο ούτε η απαγόρευση εκπομπών τύπου «Big Brother». Η λύση έγκειται στη συνειδητοποίηση από τον κόσμο πως λόγω της τεράστιας πολιτικής και παιδαγωγικής επιρροής της η τηλεόραση δεν πρέπει να είναι ούτε ένα πολιτικό / ιδεολογικό εργαλείο στα χέρια των κυβερνώντων ούτε μια κερδοσκοπική επιχείρηση. Και είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο που ο έλεγχός της πρέπει σταδιακά να περάσει – κατά την ορολογία του Bourdieu – από αυτούς που κατέχουν οικονομικό ή/και πολιτικό κεφάλαιο σε αυτούς που έχουν πολιτισμικό ή/και κοινωνικό κεφάλαιο. Αυτό δεν σημαίνει την κατάργηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αλλά τη συνύπαρξη τριών διαφορετικά οργανωμένων χώρων:


* Ενός σημαντικού κρατικού χώρου που (όπως π.χ. το BBC στη Μεγάλη Βρετανία) θα χαίρει μεγάλης αυτονομίας έναντι της κυβέρνησης και των κομμάτων.


* Ενός χώρου ιδιωτικής πρωτοβουλίας που θα λειτουργεί μέσα σε ένα αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο.


* Ενός χώρου ανοιχτού στις πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών. Ενός χώρου δηλαδή όπου οι αντιπρόσωποι αυτών που παράγουν πολιτισμό (καλλιτέχνες, διανοούμενοι, στοχαστές, ερευνητές κ.ά.) και αυτών που νομιμοποιούνται από την κοινωνία να τον μεταδίδουν στις νέες γενιές (γονείς, δάσκαλοι κ.ά.) θα έχουν τη δυνατότητα ουσιαστικής συμμετοχής στο διά μέσου των ΜΜΕ πολιτισμικό γίγνεσθαι.


Ολα τα παραπάνω μπορεί να ακούγονται ουτοπικά. Αλλά, όσο η λογική της αγοράς κυριαρχεί και υποσκάπτει την αυτόνομη λογική όλων των άλλων θεσμικών χώρων, η κατάσταση της τηλεόρασης θα γίνεται όλο και χειρότερη.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στη London School of Economics.