Ο φιλελευθερισμός δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι η ελευθερία είναι ριζωμένη στην παράδοση και στις νοοτροπίες των Ελλήνων. Δεν είναι τυχαίο ότι από το 1865 έχει θεσπισθεί ως εθνικός μας ύμνος ο «Υμνος εις την Ελευθερίαν» του Διονυσίου Σολωμού, όπως δεν είναι τυχαίο ούτε κοινό ότι η ιδέα της ελευθερίας είναι παρούσα υπό τη μια ή την άλλη μορφή στα ονόματα τεσσάρων αθηναϊκών εφημερίδων. Και όμως, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας μας αποστρέφεται τον φιλελευθερισμό ή τον «νεοφιλελευθερισμό» όπως τον αποκαλούν οι αντίπαλοί του.


Αυτή η χρήση του προθέματος «νεο» αναφορικά με τη φιλελεύθερη ιδέα δεν είναι ούτε θεμιτή ούτε αθώα. Δεν είναι θεμιτή διότι αναφέρεται σε θεωρίες που εντάσσονται φυσιολογικά σε μια παράδοση η οποία έχει τις ρίζες της στον Locke και στον Mill. Ο σύγχρονος φιλελευθερισμός έχει τις ίδιες ατομοκεντρικές προκείμενες με τον κλασικό φιλελευθερισμό και συμμερίζεται ανάλογους προβληματισμούς. Συνεπώς, έχουμε να κάνουμε με φιλελεύθερες και όχι με «νεο-φιλελεύθερες» ιδέες. Από την άλλη μεριά, ο όρος «νεοφιλελευθερισμός» υποβάλλει την ιδέα ότι οι φιλελεύθερες ιδέες είναι ιστορικά ξεπερασμένες και ότι οποιαδήποτε σύγχρονή τους έκφραση αποτελεί προσπάθεια αναβίωσης μιας πεπαλαιωμένης αρχής. Γι’ αυτό και η χρήση του όρου αυτού δεν μπορεί να θεωρηθεί αθώα.


Βέβαια, τα ονόματα που δίνει κανείς στις διάφορες έννοιες που χρησιμοποιεί είναι συμβατικά και δεν αποτελούν «ουσίες». Ομως οι όροι με τους οποίους ονοματίζονται οι ιδέες είναι φορείς κοινωνικής εμπειρίας και επομένως έχουν συχνά συμβολική φόρτιση. Η τελευταία είναι άσχετη με την επιχειρηματολογία που υπηρετούν, όμως ανταποκρίνονται σε ορισμένες προσδοκίες στα μέλη μιας ιδεολογικής κοινότητας που ταυτίζονται με συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους.


Στην προκειμένη περίπτωση ο στόχος είναι η δαιμονοποίηση της φιλελεύθερης ιδέας, είτε στο όνομα παραδοσιακών είτε στο όνομα προοδευτικών αρχών. Ο λόγος γι’ αυτό είναι απλός. Οι κάθε είδους κολεκτιβιστές δεν έχουν εμπιστοσύνη στην ελευθερία και κρίση του ατόμου. Διαστρέφουν ή καταπολεμούν ανοιχτά το μήνυμα του Διαφωτισμού, που είναι η χειραφέτηση του ώριμου ανθρώπου από τον πατερναλισμό εξουσιαστικών κηδεμόνων. Και χρησιμοποιώντας ως φόβητρο τον ανταγωνισμό, την ελευθερία των αγορών και τους κινδύνους για την απασχόληση ενισχύουν τη φυσιολογική αγοραφοβία του κοινού και το αίσθημα ανασφάλειας που γεννά ο νέος παγκοσμιοποιημένος χώρος που αναδύεται σήμερα.


Η ιδέα της ελευθερίας συνδέθηκε με το δημοκρατικό κίνημα για περιορισμό της κεντρικής εξουσίας. Αυτό είχε ως φυσικό επακόλουθο την κατάργηση των προνομίων της αριστοκρατίας και την ισότητα ενώπιον του νόμου. Ετσι δημιουργήθηκε η σύγχρονη ανοιχτή κοινωνία που συνδέεται με τον πολιτισμό της νεωτερικότητας, τον δυναμισμό και την παγκοσμιότητα της οικονομίας και τις δημοκρατικές ελευθερίες.


Σε ένα τέτοιο ανοιχτό σύστημα οι κοινωνικές τάξεις δεν είναι νομοκατεστημένες αλλά ανοιχτές. Δεν υπάρχουν «ταξικά προνόμια», υπάρχουν μόνο διαφοροποιημένες και εναλλασσόμενες εισοδηματικές δυνατότητες. Ανισότητες δημιουργούνται αναπόφευκτα, εφόσον οι συναλλαγές είναι ελεύθερες. Η ανάγκη κρατικής μέριμνας υφίσταται, όχι για να εξαφανίσει τις ανισότητες αστυνομεύοντας την παραγωγή και διανομή του πλούτου αλλά για να παρέχει ένα δίκτυο ασφαλείας που χρειάζονται όσοι βρίσκονται εκτός μηχανισμών αγοράς. Και αυτοί πάντα θα υφίστανται, γι’ αυτό και πάντα θα υπάρχει ανάγκη αναδιανεμητικής διαδικασίας. Αυτό όμως είναι εντελώς ξεχωριστό θέμα από τον εξισωτισμό ως κοινωνικό χρέος.


Η μεγάλη πρόκληση για τον σύγχρονο φιλελευθερισμό δεν είναι η ξεπερασμένη ιδέα του εξισωτισμού, που συνδέεται με την έφεση ανακατανομής και την εξουσιαστική ακράτεια των υπέρμαχων του κρατισμού, αλλά η ανάγκη αντιμετώπισης του φόβου της ανασφάλειας από τον οποίο διακατέχεται ο σύγχρονος άνθρωπος. Η αρχή του ζην επικινδύνως δεν υιοθετείται εύκολα από τον μέσο λογικό άνθρωπο, ακόμα και σε κοινωνίες όπου επικρατεί ο τυχοδιωκτισμός. Επομένως ο φιλελεύθερος πολιτικός λόγος οφείλει να τονίσει το γεγονός ότι η ασφάλεια είναι ένα αγαθό που μπορεί να προσφέρει είτε ο ιδιωτικός είτε ο δημόσιος τομέας, αφήνοντας στον πολίτη τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε πολλαπλές προσφορές στην αγορά.


Συγχρόνως η μεγάλη δύναμη της φιλελεύθερης ιδέας έγκειται σε ένα διπλό πλεονέκτημα που έχει έναντι των αντιπάλων της. Το πρώτο συνίσταται στο ότι είναι αυτο-εφαρμόσιμη και αδιαμεσολάβητη, ενώ η εφαρμογή οποιασδήποτε άλλης αρχής απαιτεί την εξεύρεση κατάλληλων και έμπιστων φορέων που θα την επιβάλλουν. Το δεύτερο έχει να κάνει με τα ορατά πολιτικά και οικονομικά αποτελέσματα της εφαρμογής της. Στα ανελεύθερα καθεστώτα δεσπόζει η οικονομική αθλιότητα, ενώ η ευημερία εξασφαλίζεται στα ελεύθερα καθεστώτα με ελεύθερες οικονομίες. Αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο ο φιλελευθερισμός κατακτά έδαφος, όσο και αν δαιμονοποιείται από τους αντιπάλους του.


Ο κ. Δημήτρης Δημητράκος είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.