Ο ποιοτικός έλεγχος της λειτουργίας κάθε εκπαιδευτικού συστήματος, από το πιο πρωτόγονο ως το πιο εξελιγμένο, είναι απαραίτητος όρος της υποδομής του. Με αυτόν ακόμη και το πρωτόγονο διαθέτει ένα εργαλείο για τη βελτίωσή του, χωρίς αυτόν ακόμη και το εξελιγμένο είναι μονίμως ετοιμόρροπο και ατελέσφορο. Γι’ αυτό και η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου δεν αμφισβητείται ως ανάγκη αλλά ως διαδικασία. Πώς μπορεί να πραγματοποιείται όταν αυτό που μετράμε δεν είναι ούτε η απόδοση ενός μηχανικού εξοπλισμού ούτε οι ιδιότητες ενός φυσικού φαινομένου αλλά ένα πρόσωπο, ο εκπαιδευτικός, μια από τις κυριότερες θεσμικές λειτουργίες του οποίου είναι να αξιολογεί ο ίδιος τους μαθητές του.


Εχω υποστηρίξει από αυτές τις στήλες ότι η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συναρτάται εκ των πραγμάτων με το σύστημα εντός του οποίου λειτουργεί και ότι πριν επιχειρήσει κανείς να ενσωματώσει τον έλεγχο προσαρμόζοντας τις παραμέτρους του στην υπάρχουσα κατάσταση πρέπει να πάρει μια μεγαλύτερης σημασίας απόφαση: την αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος. Και αυτό δεν επαφίεται στις προθέσεις του εκάστοτε υπουργού, επειδή η αλλαγή δεν χρειάζεται Μεσσία αλλά μηχανισμούς που να δρουν διαφορετικά, πάνω σε άλλες βάσεις.


Κάποτε, και είναι επείγον να συμβεί το συντομότερο, πρέπει να αντιληφθούμε την πραγματικότητα που μας κοιτάζει κατάματα, ενώ εμείς, σαν την ευαγγελική Μάρθα, περί άλλα μεριμνούμε και τυρβάζουμε: το συγκεντρωτικό εκπαιδευτικό σύστημα οργανωμένο κατά τη γνωστή πυραμίδα (επιτελείο που εισηγείται, υπουργός που αποφασίζει και εκτελεστικά όργανα που εφαρμόζουν) έχει εδώ και δεκαετίες χρεοκοπήσει και πεταχθεί, από τις λεγόμενες προηγμένες κοινωνίες, εκεί όπου είναι η θέση του – στα σκουπίδια. Δεν μπορεί να λειτουργήσει εκπαίδευση ομοιογενοποιημένη σε εθνική κλίμακα. Αν υπάρχει προοπτική για τη μόρφωση των παιδιών μας, αυτή βρίσκεται στην αυτόνομη σχολική μονάδα.


* Η αυτόνομη σχολική μονάδα


Και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου αναρχικού ή στενά τοπικιστικού. Αυτονομημένο σχολείο δεν σημαίνει ατάσθαλο και ανεξέλεγκτο μηχανισμό παραγωγής χαρτιών – απολυτηρίων, ενδεικτικών ή όπως αλλιώς λέγονται.


Αυτονομημένο σχολείο σημαίνει ότι τα μέλη κάθε σχολικής μονάδας θα έχουν αποφασιστικό λόγο για τα πάντα που την αφορούν – από την επιλογή των διδακτικών βοηθημάτων ως το περιεχόμενο των γνωστικών αντικειμένων, τον τρόπο διδασκαλίας, την πρόσληψη των εκπαιδευτικών, τη διάρθρωση του προγράμματος, τους στόχους του διδακτικού και εκπαιδευτικού έργου. Βασικό της μέλημα θα είναι ο εντοπισμός και η αξιοποίηση των ενδιαφερόντων και των δεξιοτήτων των μαθητών καθώς και η ανάδειξη της ατομικότητας του καθένα από αυτούς. Οι έννοιες του καλού και του κακού μαθητή ας μείνουν στον 19ο αιώνα που τις εξέθρεψε και τις εξέμεσε στον 20ό ως ιστορικά απολιθώματα. Το διδακτικό και εκπαιδευτικό έργο θα φέρνει στην επιφάνεια του καθενός παιδιού ξεχωριστά τις δυνατότητες, χωρίς βολικούς διαχωρισμούς που κλιμακώνονται εκ των πραγμάτων σε αποκλεισμούς. Τα παιδιά δεν εκτιμούν τόσο τον δάσκαλο-εγκυκλοπαίδεια όσο τον δάσκαλο που ασχολείται μαζί τους. Κακά τα ψέματα, με βάση το κλίμα που υπάρχει, αργά ή γρήγορα οι περισσότεροι (όχι όλοι) δάσκαλοι επιλέγουν, όπως όλοι οι εργαζόμενοι, τον ευκολότερο τρόπο να κάνουν τη δουλειά τους: δουλεύουν με τους «καλούς» (οι οποίοι όμως είναι οι μαθητές που χρειάζονται τους δασκάλους λιγότερο, επειδή και με την καθαρίστρια θα τα ‘βγαζαν πέρα) και απευθύνουν σποραδικές νουθεσίες στους «κακούς» αφήνοντάς τους στη μοίρα τους, την οποία τα παιδιά βιώνουν ως αίσθηση ότι δεν ανήκουν στον χώρο της εκπαίδευσης. Αλλά όλη η ουσία τού να είσαι δάσκαλος είναι το να φέρεις στην επιφάνεια, να εξ-αγάγεις (ex-duco είναι οι δύο απλές λέξεις από τις οποίες παράγεται η σύνθετη education = εκπαίδευση) εκείνα τα στοιχεία που, διαφορετικά σε κάθε άνθρωπο, θα τον κάνουν να συνειδητοποιήσει τις δεξιότητες και να αποκτήσει ενδιαφέροντα.


* Οι δάσκαλοι στα θρανία


Το άλφα της ψυχολογίας και της παιδαγωγικής είναι ότι τα ενδιαφέροντα και οι δεξιότητες δεν είναι έννοιες της μεταφυσικής αλλά έννοιες που καλλιεργούνται. Ούτε υπάρχουν σαν να είναι τα οράματα της Αγίας Βριγήνδης της Σουηδής ούτε, αλίμονο, εμφυτεύονται στα κεφάλια των παιδιών όπως η θεία φώτιση σε εκείνα των αγίων αποστόλων πριν πορευθούν για να μαθητεύσουν πάντα τα έθνη. Αυτό, το πρώτιστο καθήκον του σχολείου, δεν απασχολεί καθόλου το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Το άλλο επίσης πρώτιστο καθήκον του, το να καλλιεργεί τη δυνατότητα του μαθητή να σκέφτεται και να κρίνει ανάμεσα στο ουσιαστικό και στο ασήμαντο, το να τον ασκεί στο να μαθαίνει, αντί να του λέει πότε γεννήθηκε ο τάδε και πριν από ποια γράμματα μπαίνει το ευφωνικό νι, επίσης δεν είναι μέλημα του συστήματος. Ασφαλώς όχι επειδή δεν περνάει από το μυαλό των διαχειριστών της εκπαίδευσης (έχω επίγνωση ότι διατυπώνω αυτονόητα πράγματα) αλλά επειδή τέτοιου είδους στρατηγικές δεν είναι συμβατές με το συγκεντρωτικό μοντέλο εκπαίδευσης.


Πριν λοιπόν πάμε στην αξιολόγηση πρέπει να μας απασχολήσει η δημιουργία πανεπιστημιακών τμημάτων τα οποία θα εκπαιδεύουν, σε μεταπτυχιακό επίπεδο, πτυχιούχους όλων των ειδικοτήτων στο να είναι δάσκαλοι. Κανένας μαθηματικός, φυσικός, φιλόλογος, θεολόγος δεν σπούδασε διδακτική – ο καθένας σπούδασε την «επιστήμη» του αλλά το πώς να μεταδίδει τη γνώση και πώς να αξιοποιεί μέσω αυτής τις δυνατότητες όλων των παιδιών δεν το σπουδάζει επειδή δεν του παρέχει η πολιτεία αυτή τη δυνατότητα. Οταν αποκτήσει τα εφόδια για να είναι δάσκαλος, ο πτυχιούχος θα είναι σε πολύ καλύτερη, από τη σημερινή του, θέση να κρίνει και να επιλέξει αυτό που συμφέρει καλύτερα τους μαθητές του – από τη διδακτέα ύλη ως τον τρόπο διδασκαλίας. Και ασφαλώς θα είναι πολύ καλύτερα θωρακισμένος απέναντι στη διαδικασία της αξιολόγησης. Γιατί σήμερα όλοι δυσφορούν με την αξιολόγηση και το πρώτο επιχείρημα είναι ότι δεν θα είναι αξιοκρατική.


Πράγματι καθόλου δεν αποκλείεται να μην είναι. Αλλά ο πραγματικός λόγος της δυσφορίας είναι η ενδόμυχη ανασφάλεια γι’ αυτό που κάνουν. Είναι όλοι τους εμπειρικοί και αυτοδίδακτοι – έχουν μάθει κουρευτική στου κασίδη το κεφάλι και το γνωρίζουν. Για όσους από αυτούς το δασκαλίκι αντί για κάτεργο είναι γλέντι, η αξιολόγηση είναι φυσική παράμετρος της δουλειάς τους ούτως ή άλλως, χωρίς να έχει ακόμη εισαχθεί στα σχολεία. Επειδή οι ίδιοι υποβάλλουν πάντοτε σε κρίση τη δουλειά τους, δεν διστάζουν να αμφισβητούν τις πρακτικές τους, γιατί κανείς από αυτούς δεν πιστεύει ότι έχει το αλάθητο. Αλλά οι υπόλοιποι θα αντιληφθούν την αξιολόγηση ως διαρκές και αναπόσπαστο τμήμα του έργου τους και αυτό μπορεί να γίνει μόνον όταν θητεύσουν στην πρακτική εξάσκηση, σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Εκεί θα μάθουν να αξιολογούνται και να αξιολογούν και θα εγκολπωθούν την αξιολόγηση όχι ως απαξίωση ή καταξίωση αλλά ως οργανικό τμήμα κάθε διδακτικού έργου.


Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.