Οχι, δεν πρόκειται για βαθυστόχαστο φιλοσοφικό κείμενο περί χρόνου. Πρόκειται για τον χρόνο των ρημάτων που χρησιμοποιεί ο ιστορικός σε ένα ιστορικό κείμενο. Και επειδή το ιστορικό κείμενο είναι κατά κανόνα αφηγηματικό, ο χρόνος των ρημάτων είναι θέμα σημαντικό – για την ευκολία του αναγνώστη, για τη σαφήνεια και τη λιτότητα των συλλογισμών, για την ευμορφία του ύφους. Στο μυθιστόρημα, ο χρόνος είναι ένα από τα πρόσωπα του δράματος· στο ιστόρημα, είναι ο πρωταγωνιστής.


Η ιστορία κοιτάζει προς το παρελθόν. Ο ένας χρόνος της είναι ο παρατατικός, ο άλλος είναι ο αόριστος· δύο χρόνοι που κινούνται αποκλειστικά στο παρελθόν. Θα μπορούσαμε να πούμε, άραγε, ότι είναι χρόνοι «υποχρεωτικοί» σε ένα κείμενο ιστορίας; Οχι ακριβώς.


Ας δούμε ένα παράδειγμα. Εστω ότι ο ιστορικός, συγγράφοντας το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του, διάλεξε τους δύο αυτούς ιστορικούς χρόνους για να αφηγηθεί την πρώτη φάση της ιστορίας του. Τι θα κάνει μόλις του χρειαστεί, στο δεύτερο κεφάλαιο, να αναφερθεί στην «προϊστορία» της ιστορίας του, σε ένα παρελθόν ακόμη προγενέστερο, στο «παρελθόν του παρελθόντος»; Πώς θα αφήσει μετέωρο τον χρόνο του αφηγήματος για να περιγράψει ακόμη προγενέστερες καταστάσεις και γεγονότα; Θα χρησιμοποιήσει τον παρακείμενο ή τον υπερσυντέλικο. Είναι μια παλινδρόμηση, σαν ένα κινηματογραφικό flashback που υποδηλώνει, στο εσωτερικό του παρελθόντος, ένα ακόμη απώτερο παρελθόν.


Και τι θα κάνει παρακάτω ο ιστορικός μας, όταν θελήσει να εκτρέψει το κείμενο προς το μέλλον, να προειδοποιήσει τον αναγνώστη για κάτι που επέρχεται, ας πούμε κάτι ενδιαφέρον ή τραγικό ή ειρωνικό, κάτι που αγνοούν ακόμη τα πρόσωπα του δράματος, οι πρωταγωνιστές του αφηγήματος, κάτι που μπορούν να γνωρίζουν, πανόπτες, μόνο εκείνος και ο αναγνώστης; Τότε θα σκαρώσει ένα flash forward, μια προβολή στο μέλλον: θα χρησιμοποιήσει τον ιστορικό μέλλοντα.


Η χρήση της προβολής και της παλινδρόμησης είναι ένα συγγραφικό τέχνασμα αποδοτικό αλλά δύσκολο. Δεν σηκώνει προχειρότητες. Προϋποθέτει μιαν αφήγηση που τηρεί ορισμένους κανόνες στοιχειώδους χρονικής αλληλουχίας· και την αλληλουχία την ορίζουν οι χρόνοι των ρημάτων. Ο βασικός χρόνος ορίζει την ευρύτερη ιστορική περίοδο, μέσα στην οποία εκτυλίσσεται το αφήγημα. Οι βοηθητικοί χρόνοι των ρημάτων επιτρέπουν στον αφηγητή τα χρονικά άλματα μέσα στη δεδομένη αυτή ιστορική περίοδο. Επιτρέπουν και στον αναγνώστη, όποτε βρίσκεται ξαφνικά μπροστά σε μια παλινδρόμηση, να «τοποθετεί» ευκολότερα τη σκέψη του στο νέο χρονικό σημείο που του επιβάλλεται ξαφνικά με το flashback, χωρίς να αιφνιδιάζεται και να χάνει το χρονικό νήμα. Και, γενικότερα, του επιτρέπουν να κινείται ανέτως εμπρός και πίσω στον χρόνο του αφηγήματος.


Τι κάνει ο συγγραφέας όμως όταν χρειαστεί να παρεμβάλει στην αφήγηση ένα μακροσκελές κείμενο, άσχετο με το αφήγημα καθεαυτό, π.χ. ένα θεωρητικό συμπέρασμα; Τοποθετεί τη διακοπή σε ένα σημείο «ουδέτερο», εκεί όπου δεν θα διακόψει το χρονικό νήμα που έχει στο μεταξύ ξετυλιχτεί στον νου του αναγνώστη – ή τουλάχιστον δεν θα το διακόψει για πολύ. «Ουδέτερο» σημείο μπορεί να είναι μια τομή της αφήγησης, ή μια καμπή των γεγονότων, ή μια στιγμή αβεβαιότητας, απροσδιοριστίας, «αιώρησης»: ένα σταυροδρόμι.


Και γιατί όλα αυτά, προς τι οι κανόνες και οι εξαιρέσεις; Γιατί όχι μια ελευθεριότητα, ας πούμε, λογοτεχνικότερη; Για δύο αλληλένδετους λόγους. Επειδή, πρώτα από όλα, το ιστορικό αφήγημα απευθύνεται στον αναγνώστη· ο οποίος το διαβάζει αναζητώντας όχι μόνο την ευχαρίστηση και την ελευθερία της ανάγνωσης αλλά και μια εξιστόρηση του παρελθόντος και μια ερμηνεία του. Υστερα, επειδή το ιστορικό αφήγημα έχει απαιτήσεις επιστημονικότητας. Οφείλει, εξ ορισμού, να είναι σαφές και πειστικό· να μην παραπλανά τον αναγνώστη με σκοτεινές διατυπώσεις· να είναι ελέγξιμο και, κατά συνέπεια, διαψεύσιμο – αναγκαία συνθήκη της επιστημονικότητας.


Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας ενός επιστημονικού κειμένου οφείλει να μεταμφιέζεται συνεχώς σε αναγνώστη: να ΑΝΑ-γιγνώσκει το κείμενο, να το ΔΙΑ-βάζει και να το ξαναδιαβάζει. Και στα ενδιάμεσα, να επανέρχεται, πάλι και πάλι, στον ρόλο του συγγραφέα, γράφοντας και σβήνοντας αμείλικτα και ξαναγράφοντας συνεχώς. Ο συγγραφέας – αναγνώστης, αμφίβολος και αμφίθυμος, ταλαντώνεται ανάμεσα στους δύο ρόλους του μέχρι σχιζοφρένειας – ώσπου να ικανοποιήσει, όσο του είναι εφικτό, και τον αναγνώστη και τον συγγραφέα.


Ο κ. Γεώργιος Β. Δερτιλής είναι ιστορικός, διευθυντής σπουδών της Ανωτάτης Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού.