Σε μείζον θέμα έχει αναγορευθεί τις τελευταίες ημέρες η κατάσταση στον τομέα της ενημέρωσης με αιχμή τους κανόνες της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Αφορμή η πρόσφατη επίθεση στο πρόσωπο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η κυβέρνηση παραδέχθηκε ότι υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο και πρέπει να μπει μια τάξη. Πρότεινε την έναρξη διαλόγου για τη δημοσιογραφική δεοντολογία και μελετάει ακόμη και πρόταση να σταματήσουν οι μετρήσεις τηλεθέασης στα δελτία ειδήσεων και στις πολιτικές εκπομπές. Οι δημοσιογράφοι, από την πλευρά τους, προτείνουν τέσσερα σημεία διαλόγου, μεταξύ των οποίων: συνολική ρύθμιση στα θέματα των μέσων ενημέρωσης σε ό,τι αφορά το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, συγκρότηση κώδικα δεοντολογίας και ξεκαθάρισμα του τοπίου στο ζήτημα της εκπαίδευσης και της κατάρτισης. Συμβολή στον διάλογο, ο οποίος έχει ήδη ξεκινήσει από τα μέσα ενημέρωσης, οι απόψεις που παρατίθενται στο αφιέρωμα που ακολουθεί.


Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας στην Ελλάδα έχουν την ιδιοτυπία να ασχολούνται πολύ με τον εαυτό τους, να αναγορεύουν τα θέματά τους σε πρώτη είδηση. Πέρυσι, τέτοιες ημέρες ακριβώς, με αφορμή την αναθεώρηση του Συντάγματος, κυριαρχούσε το ζήτημα της «διαπλοκής». Φέτος, για λόγους που είναι ακόμη πρωτοσέλιδοι, κυριαρχεί το ζήτημα της ποιότητας. Αλλά, όπου να ‘ναι, με αφορμή τον καθορισμό της έννοιας του «βασικού μετόχου», σε μεντιατικές επιχειρήσεις, η «διαπλοκή» θα εμφανιστεί πάλι στη δημόσια ημερήσια διάταξη.


Κάποια δόση ναρκισσισμού και αυτοαναφορικότητας είναι πάντα αναγκαία για να υπάρχει αυτοπεποίθηση και αυτοσεβασμός· σε μεγάλες δόσεις όμως οδηγούν στον αυτισμό. Τούτο έχει συμβεί στην περίπτωσή μας: πριν από τρία χρόνια τα ελληνικά μέντια συνέχαιραν το ένα το άλλο, κυρίως τους τηλεοπτικούς σταθμούς, για την ανυπέρβλητη ποιότητα στην κάλυψη των κοσσυφοσερβικών γεγονότων. Τα ελληνικά μέσα τόλμησαν να αντιταχθούν στους προπαγανδιστικούς μηχανισμούς του ΝΑΤΟ, στους οποίους είχαν υποκύψει CNN, BBC, EuroNews κτλ. γινόμενα υποχείριά του. Σύμπας ο λαός, οι πολιτικοί, η ΕΣΗΕΑ συμφωνούσαν ­ μερικοί που είχαν αντίθετη άποψη λοιδορήθηκαν, παραπέμφθηκαν μάλιστα στο πειθαρχικό κάποιοι δημοσιογράφοι.


* Το επίκεντρο της διαφθοράς


Φέτος, λαός, πολιτικοί, δημοσιογράφοι συμφωνούν ξανά ομοθύμως πως οι τηλεοπτικοί σταθμοί προσφέρουν «ενημέρωση – σκουπίδια». Από όσο γνωρίζω, διευθυντές, εκφωνητές, δημοσιογράφοι, ιδιοκτήτες είναι όλοι οι ίδιοι ακριβώς. Ολόιδιοι ­ το πολύ πολύ να άλλαξαν σταθμό. Ολόιδιοι και ο λαός και οι πολιτικοί. Πώς είναι λοιπόν δυνατόν οι ίδιοι άνθρωποι, οι ίδιοι θεσμοί πριν από τρία χρόνια να είναι φωτεινά παραδείγματα και σήμερα αποδιοπομπαίοι τράγοι; Νομίζω ότι φταίει ο αυτισμός των ελληνικών μέντια: θεωρώντας ότι είναι το κέντρο του κόσμου δεν χρειάζεται να κοιτάξουν να καταλάβουν τι συμβαίνει αλλού ή συνέβαινε παλιά. Οι άλλοι θα πρέπει να κοιτάξουν εδώ, να μάθουν.


Τα συγχαρητήρια που αντάλλασσαν μεταξύ τους τα ελληνικά μέσα κατά την περίοδο του γιουγκοσλαβικού πολέμου αποτελούσαν εξαίρεση ­ με την έννοια ότι ο κανόνας είναι κάθε μέσο να κατηγορεί όλα τα άλλα ως «διαπλεκόμενα», δηλαδή ως τους κατ’ εξοχήν, αν όχι μοναδικούς, τόπους διαφθοράς. Η θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι στην Ελλάδα η δημόσια διαφθορά (ήτοι η χρησιμοποίηση του κράτους για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων, κυρίως από τους πολιτικούς) εδράζεται στις εφημερίδες, τα ραδιόφωνα, στις τηλεοράσεις ­ σε όλα τα άλλα όμως εκτός από εκείνο στο οποίο εργάζεται ο καταγγέλων, ο οποίος έλυσε το πρόβλημα του Αρχιμήδη: βρήκε τον τύπο της αρετής στο μέσον όπου εργάζεται, από όπου μπορεί να παρατηρεί και να καταγγέλλει τη διαφθορά των άλλων. Φυσικά, η καταγγελία αυτή έχει επιχειρηματικές ή πολιτικές σκοπιμότητες, υπαρκτούς και συνήθως θεμιτούς ανταγωνισμούς αλλά δεν εκφωνείται εναντίον του συγκεκριμένου αντιπάλου, αλλά ως αλήθεια καθολικής ισχύος, κάπως σαν τον νόμο του Νεύτωνα: η δημόσια διαφθορά στην Ελλάδα έχει ως επίκεντρο τα μέσα.


Αυτή η κατηγορική απόφανση για την ηθική αθλιότητα των μέντια συνδυάζεται με διάφορες κακοχωνεμένες θεωρίες για τη «δύναμη της εικόνας», την «αποβλάκωση», τον «έλεγχο των συνειδήσεων» που χαρακτηρίζουν, υποτίθεται, την τηλεόραση και το αποτέλεσμα είναι η έξαρση της μεντιοφοβίας στην Ελλάδα. Εξαρση που φθάνει στο σημείο να παραμένει κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος η εμφυλιοπολεμική διάταξη ότι «οι προστατευτικές για τον τόπο διατάξεις δεν εφαρμόζονται στον κινηματογράφο, τη φωτογραφία, τη ραδιοφωνία, την τηλεόραση» και ότι «η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του κράτους» ­ και δεν βρέθηκε σωματείο, μία σχολή, ένας συνταγματολόγος, ένας δημοσιογράφος, ένας πολιτικός τέλος πάντων να διαμαρτυρηθεί. Θεωρείται αυτονόητο ότι τα ηλεκτρονικά μέσα δεν πρέπει να απολαμβάνουν την ελευθερία που έχουν τα έντυπα ­ και να τίθενται υπό τον έλεγχο του κράτους. Αφού τα μέσα είναι ο τόπος της διαφθοράς, σωστό είναι να ελέγχονται, αυτονόητο δεν είναι; Αυτονόητο δεν είναι ότι πρέπει να υπάρχει επιχειρηματικό ασυμβίβαστο, φράγμα, μεταξύ μέσων και δημόσιου τομέα; Αυτονόητα, λόγω του αυτισμού μας: πουθενά στον κόσμο μας, εκεί που ανήκουμε πολιτικά και πολιτιστικά δεν υπάρχουν τέτοιες ρυθμίσεις. Το ότι αυτό μετατρέπει τα μέντια σε «οικονομικό θήλακο» που θα συρρικνώνεται συνεχώς και τελικώς θα καταλήξει να επιβιώνει με κρατικές ενισχύσεις, δεν φαίνεται να ενοχλεί κανέναν. Αντιθέτως, φαίνεται να ενθουσιάζει πολλούς αυτή η προοπτική, κυρίως πολιτικούς.


* Περί «διαπλοκής»


Διότι οι έλληνες πολιτικοί δεν έχουν καταφέρει ακόμη, μετά την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης και το σκάνδαλο Κοσκωτά, να βρουν modus vivendi με τα μέσα. Ως τότε, ως το τέλος της δεκαετίας του 1980 δηλαδή, τα πράγματα ήσαν αυτονόητα: τα ηλεκτρονικά μέσα ελέγχονται από το κυβερνών κόμμα, οι εφημερίδες έχουν πάγιες, στενές και δεδομένες σχέσεις με τα κόμματα. Η «απελευθέρωση των ερτζιανών» όμως έριξε στο περιθώριο τη δημόσια ραδιοτηλεόραση, το σκάνδαλο Κοσκωτά διέρρηξε τους παραδοσιακούς δεσμούς όλων των εφημερίδων με τα κόμματα. Τα μέσα στην Ελλάδα σήμερα έχουν πολύ χαλαρότερες σχέσεις με τα κόμματα και τους πολιτικούς από αυτές που είχαν σε κάθε άλλη προηγούμενη περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Αυτή τη νέα κατάσταση δεν την έχουν αποδεχθεί οι πολιτικοί με αποτέλεσμα είτε να εκτοξεύουν καταγγελίες περί «διαπλοκής» (των άλλων πολιτικών, βέβαια) είτε να ευνοούν την ίδρυση και συντήρηση σταθμών και εντύπων ελάχιστης εμβέλειας, για να αισθάνονται σίγουροι ότι έχουν μεντιατική στήριξη που δεν θα τους εγκαταλείψει.


Ολοι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι τα τελευταία γεγονότα που αφορούσαν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας εκπορεύθηκαν από μέσα και δημοσιογράφους οι οποίοι κατά καιρούς έπαιξαν αυτόν ακριβώς τον ρόλο του «βέβαιου στηρίγματος», διαφορετικών κομμάτων και πολιτικών. Ολοι γνωρίζουμε ότι στα μέσα αυτά έχουν εκπομπές βουλευτές και στελέχη των κομμάτων και ότι εμφανίζονται σε αυτές υπουργοί, βουλευτές, στελέχη. Προς τι λοιπόν η έκπληξη, ο αιφνιδιασμός, οι καταγγελίες για την «κατάντια των μέσων» που διασύρουν τον Πρόεδρο; Επρόκειτο για εκπομπές μηδενικής τηλεθέασης, το κοινό τις αγνοούσε ­ οι πολιτικοί που σύχναζαν εκεί τις ήξεραν, τις αξιολόγησαν ως «σημαντικές» και λειτούργησαν ως αντηχεία, να γίνει πασίγνωστο το θέμα.


Το αποτέλεσμα ήταν να πληθύνουν οι φωνές που απαιτούν όχι μόνο περιορισμό των οικονομικών δραστηριοτήτων των μεντιατικών επιχειρήσεων αλλά και επέμβαση, έλεγχο στο περιεχόμενο που εκπέμπεται. Ασκούνται ισχυρές πιέσεις στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης να λάβει περίπου λογοκριτικά μέτρα, πιέσεις που μεταφέρονται και στο εσωτερικό του. Στο όνομα της «ποιότητας» προτείνεται να ληφθούν αυταρχικά μέτρα εναντίον σταθμών και δημοσιογράφων. Οι «ήρωες» του Κοσσυφοπεδίου έγιναν τα «σκουπίδια» των 7.30.


Οι ειδήσεις στην τηλεόραση ήσαν και τότε κακές και τώρα ­ η κατάσταση χειροτέρεψε διότι οι σταθμοί επιμήκυναν τα δελτία για λόγους οικονομίας: με το ίδιο κόστος καλύπτουν περισσότερο χρόνο προγράμματος, βάζουν και διαφημίσεις. Και αυτή η κατάσταση δείχνει πόσο λάθος είναι το σύνθημα της ΕΣΗΕΑ «η ενημέρωση των πολιτών είναι πάνω από τα κέρδη των εκδοτών» ­ αν οι μεντιατικές επιχειρήσεις δεν είναι κερδοφόρες, θα υποβαθμίζουν την ενημέρωση. Ή μήπως θέλουμε να την επιχορηγεί το κράτος; Και πώς να είναι κερδοφόρες επιχειρήσεις όταν δέχονται άδειες για εννέα κανάλια εθνικής εμβέλειας, όταν στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Βρετανία με πολλαπλάσιο πληθυσμό δεν ξεπερνούν τα 5-6; Το πρόβλημα των συχνοτήτων αντιμετωπίστηκε ως καθαρά τεχνικό ­ πώς θα επιβιώσουν 40 ραδιοφωνικοί σταθμοί στην Αθήνα; Για τούτο και η παραχώρηση των αδειών, που πολλοί επικαλούνται ως πανάκεια, δεν θα αλλάξει ριζικά το τοπίο: οι σταθμοί είναι πάρα πολλοί, άρα θα είναι φτωχοί, άρα θα προσφέρουν φτωχό περιεχόμενο.


Ο σημερινός παγκόσμιος πολιτισμός θα στηρίζεται όλο και περισσότερο στα μέντια. Αντί να τα καταγγέλλουμε και να τα φοβόμαστε, θα πρέπει να τα εκτιμήσουμε και να δούμε πώς θα μπορέσουν να ορθοποδήσουν. Και με αυτό πρέπει να ασχοληθούν πρωτίστως οι ίδιοι οι άνθρωποι των μέσων και οι πολιτικοί.


Ο κ. Δημήτρης Κ. Ψυχογιός είναι καθηγητής του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων του Παντείου Πανεπιστημίου και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης.