Η παγκόσμια εκστρατεία κατά της τρομοκρατίας, η νομισματική ενοποίηση της Ευρώπης, ο προβληματισμός που αναπτύσσεται σε πολλαπλά επίπεδα (και τόπους: από το Πόρτο Αλέγκρε ως τη Νέα Υόρκη) για την παγκοσμιοποίηση στοιχειοθετούν μια υπαρκτή αγωνία για το νέο διεθνές σκηνικό. Ενα σκηνικό που σηματοδοτείται από την κυριαρχία των ΗΠΑ και το άλλοθι αδρανείας της Ευρώπης. Επιζητεί η (ανανεωμένη) Γηραιά Ηπειρος να διαδραματίσει έναν νέο παγκόσμιο ρόλο ή περιορίζεται σε ένα περιφερειακό σύνολο; Αρκείται στην αμερικανική ηγεμονία ή θα προσπαθήσει να λειτουργήσει ως αντίβαρο στην αμερικανική κυριαρχία, ως μια νέα «μη Αμερική»; Οι απαντήσεις δεν υπάρχουν. Αλλά τα ερωτήματα έχουν ήδη τεθεί.


Μια ιστορία ομοιότητας και διαφοράς επαναλαμβάνεται διαρκώς σε όλα τα επίπεδα στην Ευρώπη. Ενας δρόμος της Μαδρίτης ξαφνικά μου θυμίζει τρομερά ένα δρόμο στο κέντρο του Βελιγραδίου. Κάθεσαι σε ένα καφέ στη Σόφια και νομίζεις ότι είσαι στο Παρίσι. Τα μαγαζιά, οι μυρωδιές, η μόδα, ο τρόπος που ένας διανοούμενος καπνίζει το τσιγάρο του, το τίναγμα του κεφαλιού μιας κοπέλας, όλα σε πηγαίνουν από τη μια πόλη στην άλλη. «Ναι, αυτή είναι η Ευρώπη» λες: δύσκολο να την περιγράψεις, αδύνατον να την προσδιορίσεις, όμως υπάρχει. Ωστόσο ένα από τα πράγματα που καθορίζουν αυτή την Ευρώπη είναι ακριβώς ο πλούτος της ποικιλίας της, της διαφοράς σε μια τόσο μικρή εδαφική έκταση. Τόσες κουζίνες, τόσες γλώσσες, τόσα κρασιά, τόσες εφημερίδες, τόσοι τύποι γυναικών, μέσα σε μόλις λίγες χιλιάδες χιλιόμετρα:


«Ενότητα στη διαφορά» είναι η φράση που χρησιμοποιείται συνήθως. Οντως, υπάρχει μεγάλη ομοιότητα δίπλα στη διαφορά. Υπάρχουν, θα έλεγα, κοινά μέσα στη διαφορά. Αυτό όμως δεν είναι το ίδιο με την ενότητα. Υπήρξε μια ενωμένη ευρωπαϊκή απάντηση στα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου; Μόνο αν χρησιμοποιήσει κανείς τον όρο «ενωμένος» με μια πολύ ευρεία έννοια. Υπάρχει ενωμένη ευρωπαϊκή απάντηση στον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου στο Αφγανιστάν; Μόνο αν χρησιμοποιήσει κανείς τη λέξη με ακόμη ευρύτερη έννοια.


Βοήθησαν αυτά τα γεγονότα τη διαδικασία της «ευρωπαϊκής ενοποίησης»; Από μια σημαντική άποψη, θα μπορούσε να φαίνεται έτσι. Τα κοινά νέα μέτρα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας φέρνουν πιο κοντά τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και πάλι όμως, αυτό δεν είναι το ίδιο με την «ευρωπαϊκή ενοποίηση». Στην καλύτερη περίπτωση είναι η ενοποίηση ενός μέρους της Ευρώπης. Τι γίνεται με την υπόλοιπη Ευρώπη που δεν είναι μέσα στην Ενωση αλλά χτυπάει την πόρτα της;


Βοήθησε η επίθεση στην παγίωση μιας ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής; Σίγουρα όχι. Ναι, ο ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ για την κοινή εξωτερική πολιτική και ασφάλεια Χαβιέρ Σολάνα έχει αναλάβει ενεργό ρόλο για την προώθηση των ειρηνευτικών συνομιλιών στη Μέση Ανατολή. Ναι, οι ηγέτες των τριών σημαντικότερων στρατιωτικών δυνάμεων της Ευρώπης, της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Γερμανίας, έχουν συντονίσει την προσέγγισή τους. Αυτό όμως προκάλεσε δυσαρέσκεια στους υπόλοιπους. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρομάνο Πρόντι είχε μια έκρηξη οργής επειδή οι ηγέτες των τριών αυτών κρατών είχαν ξεχωριστή συνάντηση λίγο πριν από τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στη Γάνδη. Αυτό, είπε, δεν επιδεικνύει πραγματικά κοινοτικό πνεύμα.


Πίσω από αυτές τις πολιτικές αντιπαραθέσεις κρύβονται βαθύτερα ζητήματα ταυτότητας. Πολλοί Ευρωπαίοι δεν ταυτίζονται με την «Ευρώπη» ως πολιτικό οργανισμό ή δύναμη. Σύμφωνα με το ίδιο το Ευρωβαρόμετρο, λιγότεροι από το μισό των ερωτηθέντων θεωρούν ότι η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενωση είναι καλή για τη χώρα τους. «Οι άνθρωποι δεν αισθάνονται Ευρωπαίοι» μου είπε ένας 28χρονος Ισπανός στη Μαδρίτη. «Η Ευρώπη είναι σχέδιο των πολιτικών. Δεν αγγίζει τον απλό κόσμο». Αντίθετα, τόνισε, οι ΗΠΑ αγγίζουν κυριολεκτικά κάθε σπίτι, όπως είδαμε τόσο καθαρά από την 11η Σεπτεμβρίου και μετά. Κάθε αμερικανικό σπίτι, είπε, έχει την αμερικανική σημαία του, την υπερηφάνειά του, την αίσθηση ότι ανήκει σε μια ευρύτερη πολιτική κοινότητα.


Οι φιλοευρωπαίοι διανοούμενοι το θέτουν διαφορετικά. Πρέπει, λένε, να κάνουμε την ερώτηση «Γιατί η Ευρώπη;» και να βρούμε μια καλή απάντηση. Μπορεί όμως κανείς να δει την ερώτηση αυτή με δύο τρόπους. Μπορεί να τη θεωρήσει σύμπτωμα κρίσης. Ελάχιστοι Αμερικανοί ρωτάνε «Γιατί η Αμερική;». Ως πρόσφατα οι Βρετανοί δεν ρωτούσαν «Γιατί η Βρετανία;». Η ανθρωπολόγος Μαίρη Ντάγκλας είχε παρατηρήσει κάποτε ότι οι πιο ισχυροί θεσμοί είναι αυτοί που είναι αόρατοι. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι πιο ισχυρές πολιτικές ταυτότητες είναι αυτές που δεν γεννούν ερωτηματικά. Πριν από δέκα χρόνια, σε μια δυναμική περίοδο της ανάπτυξης της ΕΕ, ελάχιστοι σκέφτονταν να ρωτήσουν «Γιατί η Ευρώπη;». Τώρα όλοι το κάνουν. Πιο αισιόδοξα, μπορεί να θεωρήσει κανείς την ερώτηση ως σύμπτωμα μιας γενεσιουργού διεργασίας. Ρωτάμε όπως οι Ιταλοί, κατά τη διάρκεια του αγώνα για την ενοποίηση της Ιταλίας, ρωτούσαν «Γιατί η Ιταλία;». Αφού μιλάμε για την Ευρώπη, η πραγματικότητα έχει λίγο και από τα δύο, περισσότερο όμως από το πρώτο.


Οι ταυτότητες συνήθως καθορίζονται όχι μόνο από το με τι και με ποιους είσαι αλλά κυρίως από το με τι ή με ποιους δεν είσαι ή τι αισθάνεσαι ότι είναι εναντίον σου. Αυτό είναι συνήθως ένας δεδηλωμένος εχθρός, μπορεί όμως να είναι και ένας μεγάλος αντίπαλος – η άλλη ομάδα, όπως λέμε. Στην ιδιόλεκτο των μελετών γύρω από την ταυτότητα είναι ο Αλλος. Το βαθύτερο ερώτημα που τίθεται στην Ευρώπη από αυτόν τον πόλεμο είναι: ποιος ή τι είναι ο Αλλος της Ευρώπης; Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η απάντηση ήταν απλή. Ο Αλλος της Ευρώπης ήταν η απειλή της κομμουνιστικής «Ανατολής». Η ενσωμάτωση της Δυτικής Ευρώπης στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα μπορεί να γίνει σε μεγάλο βαθμό κατανοητή αν τη δει κανείς ως αντίδραση σε αυτή την απειλή. Υπήρξαν και άλλοι Αλλοι: το ίδιο το αιματηρό παρελθόν της Ευρώπης ήταν ένα είδος ιστορικού Αλλου, οι ΗΠΑ ήταν ένας σημαντικός αντίπαλος για τους γκωλικούς όλων των χωρών. Αυτός όμως ήταν ο σημαντικότερος.


Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η Ευρώπη ήταν μια ήπειρος σε αναζήτηση του Αλλου της. Πολλοί διανοούμενοι, κυρίως της Αριστεράς, είχαν βρει τον Αλλο στις ΗΠΑ. Η Ευρώπη προσδιοριζόταν ως η Μη-Αμερική. Αυτό λειτουργούσε σε πολλά επίπεδα. Στο πιο καθημερινό η Ευρώπη αντιπροσώπευε την υπεράσπιση ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής, με τα παραδοσιακά φαγητά και τα ποτά της – την μπαγκέτα, τα τυριά, τα κρασιά, τον εσπρέσο, τα σναπς – και τα μεγάλα διαλείμματα για φαγητό, ώστε να μπορεί κανείς να το απολαμβάνει, τα παλαιά έθιμά της και την εκπληκτικά πλούσια κουλτούρα της στην καλοζωία. Η αντίληψη αυτή επικρατεί ιδιαίτερα στη Γαλλία. «Για να το πούμε απλά» μου είπε ο γάλλος υπουργός των Εξωτερικών Υμπέρ Βεντρίν, «η Ευρώπη θα πρέπει να είναι το καλύτερο μέρος στον κόσμο για να ζει κανείς». Υπενθυμίζοντάς μου ότι στη Γερμανία όταν θέλουν να πουν ότι κάποιος απολαμβάνει την καλή ζωή λένε «ζει σαν Θεός στη Γαλλία». ο κ. Βεντρίν μού τόνισε ότι η Ευρώπη θα έπρεπε να σημαίνει για όλους εμάς τους Ευρωπαίους ότι είναι σαν «να ζούμε σαν Θεοί στη Γαλλία». Αποψη μάλλον αυτάρεσκη και ίσως και λίγο ξεπερασμένη – αφού πολλοί νεαροί Ευρωπαίοι πιστεύουν σήμερα ότι ο Θεός ζει στην Καλιφόρνια -, η οποία όμως εξακολουθεί να εκφράζει εκατομμύρια Ευρωπαίους.


Θεμέλιο αυτού του τρόπου ζωής θεωρείται ένα διαφορετικό μοντέλο οργάνωσης της δημοκρατικής καπιταλιστικής οικονομίας και κοινωνίας, που δίνει μεγαλύτερη έμφαση από ό,τι οι ΗΠΑ στο κράτος ως φορέα κοινωνικής πρόνοιας, στις δημόσιες υπηρεσίες, στην αλληλεγγύη, στην κοινωνική δικαιοσύνη, στο περιβάλλον και στην ποιότητα της ζωής. Η ΕΕ είχε θεωρηθεί ένα μέσο για τη διατήρηση αυτής της «κοινωνικής Ευρώπης» σε έναν παγκοσμιοποιημένο κόσμο ωμού ανταγωνισμού. Μεγάλη και ενωμένη, η Ευρώπη θα μπορούσε να απολαύσει τα οφέλη της παγκοσμιοποίησης χωρίς να αναγκαστεί να πληρώσει το τίμημα του ισοπεδωτικού εξαμερικανισμού που ένας πολωνός φίλος παραπονείται ότι καταστρέφει σήμερα τη χώρα του. Θα μπορούσαμε, όπως το έθεσε ο γάλλος πρωθυπουργός Λιονέλ Ζοσπέν, να έχουμε την οικονομία της αγοράς χωρίς την κοινωνία της αγοράς.


Τέλος, η Ευρώπη θα έπρεπε να αποτελέσει το αντίβαρο στην άξεστη, θρασεία, μοναδική επιβιώσασα υπερδύναμη με την άστοχη πολιτική της στη Μέση Ανατολή, τις θλιβερές επιδόσεις της στη βοήθεια προς τον Τρίτο Κόσμο και τη γενική τάση της να κάνει τη σπουδαία. Ο Υμπέρ Βεντρίν έχει επινοήσει τον διάσημο πλέον όρο hyperpuissance (υπερδύναμη) για να περιγράψει το αμερικανικό τέρας, παρ’ ότι σήμερα με διαβεβαιώνει ότι ο όρος αυτός ήταν «καθαρά αναλυτικός». Ενας ιταλός μετακομμουνιστής μού είπε ότι θα ήθελε η Ευρώπη να «αντισταθμίσει» τη δύναμη των ΗΠΑ – η λέξη «αντισταθμίζω» είναι η πιο απαλή που χρησιμοποιείται. Η γενική απέχθεια και οι ευσεβείς πόθοι είχαν αρχικά ενισχυθεί με την εκλογή του προέδρου Τζορτζ Μπους, τον οποίο πολλοί στην Ευρώπη έβλεπαν σαν έναν τεξανό καουμπόι, οπαδό της σχολής της μονομερούς δράσης.


Η άποψη αυτή δεν ήταν δυνατόν να εκλείψει ως διά μαγείας μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Βεβαίως πολλοί Ευρωπαίοι υποστηρίζουν ότι η 11η Σεπτεμβρίου υπογραμμίζει την ανάγκη για μια πιο εξελιγμένη, πολύπλευρη προσέγγιση σε έναν πολύπλοκο, πολλές φορές κακό, κόσμο. Είναι όμως δύσκολο να δηλώσεις κατ’ αρχήν αντιαμερικανός σε μια εποχή όπου η Αμερική και η Ευρώπη φαίνονται να βρίσκονται και οι δύο υπό επίθεση, ως μέρη ενός δυτικού, χριστιανικού ή μεταχριστιανικού, υλιστικού, διεφθαρμένου πολιτισμού.


Με αυτή την επίθεση ο Οσάμα μπιν Λάντεν έριξε στην Ευρώπη την προοπτική ενός άλλου Αλλου, πολύ καινούργιου, αλλά ταυτοχρόνως του παλαιότερου από όλους. Του παλαιότερου γιατί η «Ευρώπη» απέκτησε αρχικά συνειδητή οντότητα μέσα στη σύγκρουση με τον ισλαμικό κόσμο. Η πρώτη πολιτική χρήση του όρου σημειώνεται τον 8ο και τον 9ο αιώνα, όταν οι απόγονοι του Προφήτη – οι «άπιστοι» στη χριστιανική ορολογία – εισέβαλαν, με την ισχύ των όπλων συνδεδεμένη με μια πίστη που τώρα αποκαλούμε «φανατική», στο υπογάστριο της Ευρώπης. Η «Ευρώπη» άρχισε τη συνεχιζόμενη ιστορία της ως πολιτική έννοια τον 14ο και 15ο αιώνα, πρώτα ως συνώνυμο και ύστερα ως διάδοχος της αντίληψης των Σταυροφόρων για τη Χριστιανοσύνη. Τώρα για άλλη μια φορά ο Αλλος της είναι ο αραβοϊσλαμικός κόσμος.


Ο κ. Timothy Garton Ash είναι ιστορικός, ειδικός στα ευρωπαϊκά θέματα, καθηγητής στο Saint Anthony College της Οξφόρδης και στο Ιδρυμα Χούβερ.