Τα φώτα της πολυσύχναστης λεωφόρου Κούνταμ στο Βερολίνο διατρυπούν τις φυμέ τζαμαρίες του κοσμικού καφενείου «Wellenstein» και το πλημμυρίζουν με την κίνηση του δρόμου και των μαγαζιών. Στο βάθος, στη μόνη γωνιά που μένει απρόσιτη στην τύρβη, κάθεται ένας μικροκαμωμένος, ηλικιωμένος άνδρας με μεγάλα μάτια. Πίνει τσάι αλλά δεν καπνίζει τα αγαπημένα του πούρα για να μην ενοχλεί τους διπλανούς πελάτες. Ο συνεσταλμένος, παρατηρητικός ξένος είναι ο Αδωνις, κατά κόσμον Αλί Αχμέτ Σαΐντ, ο σημαντικότερος άραβας ποιητής του καιρού μας. Ο πλάνης βίος του ξεκίνησε το 1930 σε ένα χωριουδάκι της Βόρειας Συρίας. Αργότερα έζησε στη Βηρυτό και απέκτησε τη λιβανική υπηκοότητα, για να καταλήξει από το 1985 στο Παρίσι. Αυτόν τον χειμώνα βρίσκεται στη γερμανική πρωτεύουσα ως φιλοξενούμενος εταίρος του περίφημου Επιστημονικού Κολεγίου του Βερολίνου.


Η εσωτερική περιπλάνηση, όμως, η οδός της ποίησης, ήταν και η ουσιαστικότερη διαδρομή του Αδώνιδος από τότε που υιοθέτησε αυτό το ψευδώνυμο για να σηματοδοτεί μέχρι τέλους τη διάβασή του από την αραβική στη δυτική παράδοση. Ο Αδωνις είναι ο μοναχικός πρωθιερέας ενός ανύπαρκτου αραβικού διαφωτισμού, όχι μόνο ως «καβαλάρης αλλόκοτων λέξεων» αλλά κυρίως ως αρνητής του Αλλάχ. Είναι ο μόνος ο οποίος αμφισβήτησε με τόσο οίστρο και προφητική μανία τον θεό, που κήρυξε τον θάνατο του θεού, ένα αμάρτημα πρωτοφανές και ανεπανάληπτο στον ισλαμικό κόσμο. Αν το τόλμημα αυτό δεν συγκαλυπτόταν στα αραβικά ώτα από τη σκοτεινή μουσική των στίχων του, τότε σίγουρα η βλασφημία του Σάλμαν Ρούσντι στους «Σατανικούς Στίχους» θα αποκτούσε συγκριτικά τις πραγματικές διαστάσεις της: ένα απλό ατόπημα.


Στο βερολινέζικο καφενείο ο «καταραμένος Μιχιάρ» δεν κηρύσσει, όπως στο έργο του, την «ευλογία της προδοσίας» και τη «μακαριότητα της τρέλας». Αυτό που τον απασχολεί τώρα είναι οι ασκοί του Αιόλου που άνοιξαν και οι άγριοι άνεμοι που ξεχύθηκαν στον κόσμο. «Στον ισλαμικό κόσμο» μας λέει «τρία πράγματα υπάρχουν σήμερα: μια αραβική παράδοση που άνθησε και έσβησε προ πολλού, κάποιοι ριζοσπαστικοί κύκλοι που λατρεύουν επιλεκτικά ορισμένα νεκρά στοιχεία αυτής της παράδοσης και, τέλος, η εισαγόμενη από τη Δύση κουλτούρα της καθημερινότητας, η κουλτούρα των αεροπλάνων, των αυτοκινήτων και των ψυγείων. Αρα είναι προφανές ότι ενεργός και δημιουργικός ισλαμικός πολιτισμός σήμερα δεν υφίσταται και κατά συνέπεια δεν μπορεί να υπάρξει και καμία σύγκρουση πολιτισμών, όπως διαπιστώνουν ή την ευαγγελίζονται ορισμένοι». Ο Αδωνις μάλιστα δεν διαβλέπει καν το ενδεχόμενο να υπάρξει στο άμεσο μέλλον αραβική συμμετοχή στον διεθνή καταμερισμό της παραγωγής πολιτισμού, μια και οι ιδέες δεν προέρχονται εκ του μηδενός. Το προαπαιτούμενο θα ήταν μεγάλες κοινωνικές αναστατώσεις στις αραβικές χώρες που μέσα από την ανατροπή αποστεωμένων θεσμών θα παρήγαν και νέες ιδέες.


Το αίτημα των ανθρώπων της Αλ Κάιντα «να πεθαίνει κανείς για μια ιδέα» είναι για τον Αδωνι μια «μετέωρη θεολογία». «Η κομμουνιστική αυτοθυσία περιείχε το ενδεχόμενο να πεθάνει κανείς για μια ιδέα με συγκεκριμένο κοινωνικό περιεχόμενο. Η ιδέα όμως για την οποία ο Μπιν Λάντεν καλεί τους πιστούς του να πεθάνουν είναι ανεξάρτητη από κοινωνικά συμφραζόμενα, είναι η υπόσχεση του παραδείσου, μια ουράνια φαντασίωση, δημιούργημα της γλώσσας. Από μια άποψη είναι σαν ο Μπιν Λάντεν να καλεί τους ανθρώπους να πεθάνουν για τη γλώσσα». Η αντιπάθεια του Αδώνιδος για τις ανορθόλογες ερμηνείες του κόσμου, η άπωση του ανάδελφου επαναστάτη δηλαδή για την πεμπτουσία κάθε θρησκείας, δίνει μια λάμψη αλλιώτικη στα μεγάλα μάτια του που απαγγέλλουν, νομίζεις, αναπάντεχα μέσα στο «Wellenstein» τους στίχους του Μιχιάρ: «Πέθαν’ ένας θεός, γκρεμίστηκε απ’ το κρανίο τ’ ουρανού». Η παρένθεση που κάνει για την ελληνική ποίηση προσφέρει μιαν ανάπαυλα: εκτιμά τον Ρίτσο, ο οποίος υπήρξε αληθινός ποιητής παράλληλα με την ιδεολογία του, βρίσκει κακή την αραβική μετάφραση του Καβάφη και προτιμά τις γαλλικές αποδόσεις, δεν θυμάται τα ονόματα αλλά θαυμάζει δυο-τρεις ελληνίδες ποιήτριες που διάβασε στην ανθολογία του Ζακ Λακαριέρ.


«Ο άνεμος πνέει για δεύτερη φορά απ’ την Ανατολή ξεριζώνοντας ουρανοξύστες σαν να ‘ταν αντίσκηνα». Οι στίχοι αυτοί του 1961 από το μακροσκελές ποίημα του Αδώνιδος με τίτλο «Ενας τάφος για τη Νέα Υόρκη» ηχούν σαν ανατριχιαστικές προφητείες μετά την 11η Σεπτεμβρίου. Το ποίημα εκείνο, ένας πολυφωνικός διάλογος με το έργο του Γουίτμαν Φύλλα χλόης και το Ενας ποιητής στη Νέα Υόρκη του Λόρκα, απηχεί ποιητικά το κλίμα της κριτικής για τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Σήμερα ο Αδωνις τρομάζει λίγο με τις «πνιχτές κωδωνοκρουσίες» της ίδιας του της γλώσσας εκείνη την εποχή, αλλά το ενδιαφέρον ήταν τόσο πιεστικό ώστε άρχισε ήδη μια σειρά απαγγελίες στη Γερμανία, ενώ σύντομα το ποίημα διασκευασμένο σκηνικά θα παρουσιαστεί σε θέατρο του Παρισιού. «Παλαιότερα» μας λέει «οι ΗΠΑ κήρυσσαν τον πόλεμο σε μια χώρα και αντίστροφα. Σήμερα, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού και τον κλονισμό της διεθνούς ισορροπίας, μπαίνουμε στη νέα τάξη πραγμάτων στην οποία τη θέση του κομμουνισμού έχει πάρει το φάντασμα της τρομοκρατίας. Η νέα αυτή τάξη θα χαρακτηρίζεται από έναν αέναο ακήρυχτο πόλεμο, με την Αμερική από τη μία πλευρά και τους αθλίους από την άλλη, τους παρίες, τους ταπεινωμένους και καταφρονεμένους. Γιατί δυστυχώς οι ΗΠΑ αποφάσισαν να ξεριζώσουν την τρομοκρατία και όχι τα γενεσιουργά αίτιά της: τη φτώχεια, την ανισότητα και τα αποικιοκρατικά κατάλοιπα».


Ο Αδωνις αποφεύγει την πολλή συνάφεια του κόσμου και των συναναστροφών. Τερματίζει τη συνάντηση στο βερολινέζικο καφενείο επικαλούμενος ευγενικά κάποιο επόμενο ραντεβού. Φορώντας το καβουράκι του προτού βγει στην παγωνιά προλαβαίνει να αναρωτηθεί: «Γιατί οι περισσότεροι διανοούμενοι στη Δύση συντάσσονται με το πολιτικοστρατιωτικό λάβαρο αυτού του πολέμου; Γιατί δεν επικαλούνται πάλι τις αρχές των επαναστατικών κινημάτων που έθεσαν τις βάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία και την ελευθερία; Γιατί δεν αναβαπτίζονται στον διαφωτισμό και δεν ζητούν τη στήριξη των μουσουλμανικών χωρών με τέτοιον τρόπο ώστε αυτές να κηρύξουν με τις δικές τους δυνάμεις τον πόλεμο στην καθυστέρηση, στην υποτίμηση του ανθρώπου και στην τρομοκρατία;». Η απάντηση είναι δύσκολη. Ο Αδωνις πάντως είναι ευχαριστημένος που ο φίλος του Χανς-Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, ο γερμανός ποιητής και δοκιμιογράφος, μετά τις αφόρητες συγκρίσεις που είχε κάνει παλαιότερα μεταξύ του Σαντάμ και του Χίτλερ, έχει αρχίσει να καταλαβαίνει κάπως τα πράγματα στον αραβικό κόσμο. Και τουλάχιστον σιωπά.