«Ποτέ πριν τόσοι πολλοί δεν διεκδίκησαν τόσα πολλά και διαφορετικά παρελθόντα» λέει ο βρετανός ιστορικός David Lowenthal στο βιβλίο του για τις σύγχρονες σταυροφορίες της κληρονομιάς. Το αντεπιχείρημα ότι πάντοτε οι κοινωνίες ασχολούνταν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο με το παρελθόν τους και ότι η ιστορία υπήρξε ανέκαθεν ένα συγκρουσιακό πεδίο είναι ισχυρό αλλά ανεπαρκές για να ερμηνεύσει την έκρηξη της πολυπρισματικής αγοράς του παρελθόντος που συμπεριλαμβάνει μουσεία και ιδιωτικά κέντρα ιστορικής έρευνας, διαδικτυακούς κόμβους και ένθετα εφημερίδων, λογοτεχνικά έργα και κινηματογραφικές ταινίες με ιστορικό περιεχόμενο. Ολοένα και μεγαλύτερες ομάδες ανθρώπων στρέφουν το βλέμμα σε μακρινά ή κοντινά παρελθόντα και αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στις συλλογικότητες που διαμορφώνουν οι «δημόσιες ιστορίες».


Η επιστημονική και επαγγελματική ιστορία αντιμετωπίζει μείζονα, οικονομικά κυρίως, προβλήματα, αλλά στον δημόσιο χώρο, ιστορικές γνώσεις και μνήμες κάθε είδους και ποιότητας διακινούνται με χίλιους τρόπους και προκαλούν μεγάλο ενδιαφέρον. Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και οι τεχνολογικές καινοτομίες, όπως το Διαδίκτυο, έχουν προβληθεί ως οι βασικές αιτίες εντατικοποίησης της λατρείας του παρελθόντος. Παρά το γεγονός ότι οι ιδιαιτερότητες των νέων τεχνολογιών σε ό,τι αφορά το επικοινωνιακό περιβάλλον που συγκροτούν αξίζει να υπογραμμισθούν και να κατανοηθούν, η «μανία για την ιστορία» δεν απορρέει αποκλειστικά από τεχνολογικές και επικοινωνιακές αλλαγές. Οι τελευταίες αποτελούν συμπαραγωγούς των νέων νοημάτων με τα οποία επενδύεται η ιστορία καθώς συμβάλλουν στην έκρηξη του ιστορικού ενδιαφέροντος από κοινού με άλλες εξίσου σοβαρές κοινωνικές και πολιτισμικές παραμέτρους. Μία από αυτές είναι η νοσταλγία των σύγχρονων κοινωνιών για ένα χαμένο παράδεισο ανθρωπιάς που εστιάζεται σ’ ένα μακρινό παρελθόν. Η νοσταλγία, όπως και οι μόδες του ρετρό, είναι φαινόμενο που αναδύθηκε σταδιακά στην εποχή της νεωτερικότητας ως αντίδραση στις αλλαγές που αυτή επέφερε. Γίνεται όμως εντονότερη σήμερα σ’ έναν κόσμο που βιώνει τραυματικά το τέλος μεγάλων ιδεολογικών και πολιτικών σχημάτων και αισθάνεται ανέστιος αλλά και απειλούμενος από οικολογικές καταστροφές ή επερχόμενες πολεμικές συρράξεις.


* Η εμπορευματοποίηση του παρελθόντος


Η καταφυγή στο παρελθόν ενισχύεται επίσης από τις συνεχείς μετακινήσεις και μετατοπίσεις που αφορούν ολοένα και μεγαλύτερους αριθμούς ατόμων και ομάδων. Μετά τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα του 20ού αιώνα, μια νέα περίοδος μετακινήσεων ανατέλλει καθώς νέες αγορές εργασίας, εκπαίδευσης και αναψυχής αναδύονται αλλά και καθώς το οικονομικό χάσμα ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές κοινωνίες διευρύνεται. Η εμμονή των «ξεριζωμένων» στην ιστορία «τους» είναι μια ψυχολογική διαδικασία αποφόρτισης από το άγχος και τις δυσκολίες προσαρμογής σε νέα περιβάλλοντα. Επιπλέον, ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου των εθνικών κρατών και η ανάδυση υπερ-εθνικών πολιτικών σχημάτων απορρυθμίζουν παγιωμένες προσλήψεις της «αίσθησης του συνανήκειν» και προκαλούν αντιδράσεις, όπως η αναδίπλωση στο παρελθόν «παραδοσιακότερων» μορφών συλλογικότητας όπου κυριαρχούν συνήθως οι θρησκείες και οι τοπικότητες.


Η «μανία για την ιστορία» προκαλεί επιφυλάξεις και σκεπτικισμό. Οι «δημόσιες ιστορίες», οι ιστορίες που διακινούνται σε ευρύτερα ακροατήρια και αποτελούν προϊόντα εκλαΐκευσης είναι χαμηλής ποιότητας και αμφιλεγόμενης ιδεολογικής απόκλισης, λένε πολλοί. Προάγουν μια εμπορευματοποιημένη και εύπεπτη εκδοχή του παρελθόντος που επικεντρώνει σε ανεκδοτολογικά χαρακτηριστικά και δεν προάγει την κριτική ιστορική γνώση. Είναι ένα σταρ σύστεμ της ιστορίας που κινδυνεύει να τη μετατρέψει σε ψυχαγωγικό πάρκο τύπου ντίσνεϊλαντ. Πρόκειται για στερεοτυπικές κατασκευές που στην καλύτερη των περιπτώσεων θυμίζουν ανάλαφρα τουριστικά σουβενίρ. Στη χειρότερη των περιπτώσεων, οι σύγχρονες βιομηχανίες του παρελθόντος τίθενται υπό τον έλεγχο αμφιλεγόμενων ή ακόμη και ύποπτων πολιτικών σχημάτων ή ιδιωτικών, κρατικών και διακρατικών φορέων που τις χρησιμοποιούν ως μέσο ιδεολογικού ελέγχου, προπαγάνδας και χειραγώγησης. Είναι εξαρτημένες από χρηματοδοτήσεις και πολιτικές στρατηγικές που αποβλέπουν στην εμπέδωση συγκεκριμένων ιστορικών νοημάτων.


Δεν βλέπουν όμως όλοι κινδύνους σ’ αυτή τη μαζική στροφή προς την ιστορία. Το ενδιαφέρον για το παρελθόν δεν είναι κατ’ ανάγκην κακό, λένε πολλοί. Οι άνθρωποι συγκροτούν υποκειμενικότητες και συλλογικότητες κωδικοποιώντας και οργανώνοντας κάθε φορά ένα παρελθόν. Γιατί να τους το αρνηθούμε; Επιπλέον, η ιστορία του σχολείου αλλά και η επιστημονική ιστορία δεν είναι πάντα απεξαρτημένες από ιδεολογικοποιήσεις και πολιτικές ελέγχου. Κατά καιρούς προώθησαν πλήθος στρεβλών ιστορικών θέσεων. Εκτός αυτού, συγκροτούνται εντός ερευνητικών, ακαδημαϊκών και εκπαιδευτικών υποδοχών που αποστασιοποιούνται από ευρύτερα ακροατήρια ή και τα αποξενώνουν. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί άνθρωποι μισούν την ιστορία των σχολικών τους χρόνων αλλά λατρεύουν τα ιστορικά μυθιστορήματα, τις προσωπικές μαρτυρίες ή τις ταινίες με ιστορικό περιεχόμενο.


* Οι σύγχρονες δημόσιες ιστορίες


Οι «δημόσιες ιστορίες» έχουν έναν πιο δημιουργικό χαρακτήρα, ενσωματώνουν το κοινό τους και μέσα από την εικόνα ή τον λόγο προωθούν μια αίσθηση οικειοποίησης του χαμένου χρόνου. Επιπλέον ορισμένες νέες περί την ιστορία κοινότητες και δραστηριότητες (είτε πρόκειται για εκδόσεις είτε για κινηματογραφικές ταινίες ή μουσεία) έχουν έναν χειραφετητικό χαρακτήρα επειδή παρέχουν τη δυνατότητα λόγου και επιχειρηματολογίας σε ομάδες ή μειονότητες που παρέμεναν αφανείς στις επίσημες εκδοχές της ιστορίας. Η «δημόσια ιστορία» μπορεί να συμβάλει στον εκδημοκρατισμό της ιστορικής γνώσης και στην ένταξη σ’ αυτή των «κρυμμένων από το παρελθόν».


Η επιλογή στρατοπέδου είναι άνευ νοήματος στην προκειμένη περίπτωση. Οι σύγχρονες «δημόσιες ιστορίες» και οι «βιομηχανίες του παρελθόντος και της μνήμης» αποτελούν ένα τεράστιο πεδίο που εμπλέκει τη γνώση αλλά και τη λατρεία, την αναψυχή αλλά και τη διαμαρτυρία, την εξιδανίκευση αλλά και την καταγγελία. Επιπλέον αναφέρονται σε μια ευρεία γκάμα δραστηριοτήτων που αφορούν την αγορά, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, τις νέες αλλά και ορισμένες παλαιότερες τεχνολογίες και κυρίως νέες συλλογικότητες και ομαδοποιήσεις με ιδιαίτερους επικοινωνιακούς και νοητικούς κώδικες. Κανένα από αυτά τα ζητήματα δεν κατανοείται με σχηματικές περιγραφές. Η «μανία για την ιστορία» είναι ένα κοινωνικό και πολιτισμικό φαινόμενο παγκόσμιας εμβέλειας που απαιτεί εξατομικευμένη έρευνα και σύνθετα αναλυτικά εργαλεία προκειμένου να κατανοηθεί στην ευρύτητα και στην πολυμορφία του.


Η κυρία Εφη Γαζή διδάσκει Νεότερη Ιστορία στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.