Στα τέλη του 1941 ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ήδη διανύσει 26 μήνες, ωστόσο οι ΗΠΑ βρίσκονταν ακόμη σε ιδιόρρυθμο καθεστώς ειρήνης. Ιδιόρρυθμο γιατί υποστήριζαν μέσω της συμφωνίας Λεντ-Λιζ (Δανεισμός-Εκμίσθωση) τους Συμμάχους, κυρίως τη Μεγάλη Βρετανία και την Κίνα, και επέβαλλαν όλο και σκληρότερα μέτρα οικονομικού εμπάργκο στην Ιαπωνία η οποία είχε εμπλακεί σε πόλεμο με την Κίνα από τέσσερα και άνω έτη. Αμερικανοί πιλότοι υπηρετούσαν ως εθελοντές στο σμήνος των Αετών (Ιγκλ) στη Μεγάλη Βρετανία και στη μοίρα των Ιπτάμενων Τίγρεων του Τσενό, στην υπηρεσία του Τσανγκ Κάι Σεκ.


Το εμπάργκο στο πετρέλαιο που επέβαλε ο πρόεδρος Ρούζβελτ στην Ιαπωνία έσπρωξε την τελευταία στον πόλεμο. Για τους Ιάπωνες δεν υπήρχε λύση: χωρίς πετρέλαιο δεν μπορούσαν να πολεμήσουν και θα αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν τις ως τώρα κατακτήσεις τους, που ήταν και ο στόχος του Ρούζβελτ. Ειδάλλως έπρεπε να επιτεθούν πρώτοι, για να καταλάβουν πετρελαιοπηγές, ουσιαστικά στη Βόρνεο της τότε ολλανδικής και βρετανικής Ινδονησίας. Η ιαπωνική στρατιωτική κυβέρνηση του Τόγιο πήρε αυτή την απόφαση. Για να εξασφαλίσει τα νώτα της στην επέκταση προς Φιλιππίνες – Μαλαισία – Ινδοκίνα – Ταϊλάνδη και Ινδονησία έπρεπε να εξουδετερωθεί ο αμερικανικός στόλος του Ειρηνικού που είχε βάση το Περλ Χάρμπορ στο νησί Οάχου της Χαβάης.


* Το σχέδιο επίθεσης


Με απόλυτη μυστικότητα ο ιαπωνικός στόλος απέπλευσε από τη βάση στη Χασιγιαρίμα τηρώντας σιγή επικοινωνιών. Στόχος ήταν να εξουδετερωθεί με αιφνιδιαστικό χτύπημα ο αμερικανικός στόλος στο αγκυροβόλιό του. Η επίθεση θα γινόταν μόλις μία ώρα μετά την επίσημη κήρυξη του πολέμου, αλλά για διάφορους λόγους (όπως η καθυστέρηση της αποκρυπτογράφησης και μετάφρασης του μηνύματος από την ιαπωνική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον) η κήρυξη πολέμου δόθηκε μετά την επίθεση. Γι’ αυτό ο πρόεδρος Ρούζβελτ μίλησε για ημέρα αίσχους.


Η αιχμή του ιαπωνικού στόλου που περιελάμβανε δεκάδες πλοία ήταν τα έξι αεροπλανοφόρα του ναυάρχου Ναγκούμο Τσουίτσι: «Κάγκα» (38.200 τόνοι, 90 αεροπλάνα), «Ακάγκι» (36.500 τόνοι, 91 αεροπλάνα), «Σορίου» (15.900 τόνοι, 73 αεροπλάνα), «Χιρίου» (17.300 τόνοι, 73 αεροπλάνα), «Ζουικακού» και «Σοκακού» (το καθένα 25.680 τόνοι και 84 αεροπλάνα).


Το σχέδιο είχε εκπονηθεί από το επιτελείο του Ναγκούμο με αρχηγό τον πλωτάρχη Γκέντα Μινόρου και εγκριθεί από τον ίδιο τον αρχηγό του ιαπωνικού ναυτικού ναύαρχο Γιαμαμότο Ισορούκου.


Τα ιαπωνικά αεροπλάνα θα εξουδετέρωναν την αμερικανική αεροπορία στο έδαφος και θα βύθιζαν τον αμερικανικό στόλο, με κύριους στόχους τα τρία αεροπλανοφόρα «Εντερπράιζ» (19.800 τόνοι, 81 αεροπλάνα), «Λέξινγκτον» και «Σαρατόγκα» (το καθένα 36.000 τόνοι, 90 αεροπλάνα) και τα οκτώ θωρηκτά «Νεβάντα» και «Οκλαχόμα», «Καλιφόρνια» και «Τενεσί», «Αριζόνα» και «Πενσιλβάνια», «Μέριλαντ» και «Γουέστ Βιρτζίνια». Ναυλοχούσαν ακόμη 18 καταδρομικά, 45 αντιτορπιλικά, 10 υποβρύχια και δεκάδες μικρότερα πλοία και πλοία υποστήριξης. Στα επτά κύρια και βοηθητικά αεροδρόμια του στρατού και του ναυτικού (δεν υπήρχε ακόμη αεροπορία ως ανεξάρτητο τρίτο σώμα) υπήρχαν 59 βομβαρδιστικά στο αεροδρόμιο Χίκαμ (καταστράφηκαν 18, σε 21 ζημιές, 121 νεκροί, 274 τραυματίες), στο Houa (αεροδρόμιο των πεζοναυτών) 48 καταδιωκτικά βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως και υδροπλάνα (33 καταστράφηκαν ή έπαθαν ζημιές, 4 νεκροί και 13 τραυματίες), στο Μπέλοους 21 καταδιωκτικά και αναγνωριστικά (10 καταστράφηκαν), στο Κανεχόε (ναυτικό) 37 υδροπλάνα (33 καταστράφηκαν) και στο Γουίλερ 140 κυρίως καταδιωκτικά (40 καταστράφηκαν, 53 ζημιές). Τέλος, στο αεροδρόμιο της ναυτικής βάσης του Περλ Χάρμπορ 65 υδροπλάνα και αναγνωριστικά (τα περισσότερα εκτός μάχης). Μόνο το μικρό βοηθητικό αεροδρόμιο του Χαλέιουα στα βόρεια του νησιού δεν δέχθηκε επίθεση.


Τα 495 μαχητικά των ιαπωνικών αεροπλανοφόρων, όλα μονοκινητήρια, ήταν τριών τύπων: Α6Μ-2 «Ζίρο», Β5Ν-2 «Κέιτ» και στο D3A-1 «Βαλ». Και οι τρεις τύποι ήταν ό,τι καλύτερο υπήρχε παγκοσμίως στην κατηγορία τους, μια οδυνηρή έκπληξη για τους Συμμάχους που θεωρούσαν ότι οι Ιάπωνες ήταν άξιοι απλώς για κακές αντιγραφές δυτικών προτύπων.


* Οι προειδοποιήσεις


Οι Αμερικανοί είχαν βεβαίως ενδείξεις ότι ο πόλεμος πλησίαζε. Ωστόσο εκείνη την Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 1941 ο ναύαρχος Κίμελ και ο στρατηγός Σορτ, διοικητές των δυνάμεων στη Χαβάη, ελάχιστες προφυλάξεις είχαν πάρει. Τα αεροπλάνα ήταν παραταγμένα σε ωραίες σειρές γιατί οι Αμερικανοί πίστευαν ότι η κύρια απειλή μπορούσε να προέλθει από σαμποτάζ και έτσι η φύλαξή τους γινόταν πιο εύκολη. Τα πλοία ήταν στα αγκυροβόλιά τους, με τα θωρηκτά παραταγμένα σε διπλή σειρά. Ευτυχώς και τα τρία αεροπλανοφόρα απουσίαζαν έχοντας αποπλεύσει λίγο πριν για διάφορες αποστολές.


Το πρώτο ιαπωνικό κύμα με διοικητή τον πλωτάρχη Φουτσίντα Μιτσούο (183 αεροπλάνα) απογειώθηκε στις 6.00 το πρωί. Στις 7.05 οι στρατιώτες Λόκχαρτ και Ελιοτ, σε υπηρεσία στον κινητό σταθμό ραντάρ στην Οπάνα-Οάχου, διέκριναν πολλά στίγματα αεροπλάνων, 132 μίλια βόρεια από το νησί, να πλησιάζουν. Ειδοποίησαν τον αξιωματικό υπηρεσίας υποπλοίαρχο Τάιλερ, που θεώρησε ότι ήταν 12 βομβαρδιστικά Β-17 τα οποία έρχονταν από τις ΗΠΑ (δηλαδή από τα δυτικά, ενώ το στίγμα έλεγε βόρεια!). Ο Τάιλερ είπε την περίφημη φράση: «Ξεχάστε τα!». Αν το μήνυμα είχε ερμηνευθεί σωστά, οι Αμερικανοί θα διέθεταν περίπου 30 λεπτά για να απογειώσουν καταδιωκτικά και να οργανώσουν την αεράμυνα και ορισμένα πλοία θα είχαν προλάβει να αποπλεύσουν στην ανοιχτή θάλασσα. (Το «Νεβάντα» σχεδόν το κατόρθωσε και χωρίς αυτή τη χρονική προειδοποίηση.)


Είχαν προηγηθεί και άλλες προειδοποιήσεις. Στις 3.42 από το ναρκαλιευτικό «Κόντορ», 1,75 μίλια από την είσοδο του λιμανιού διέκριναν περισκόπιο υποβρυχίου. Ηταν ένα από τα πέντε υποβρύχια-νάνους με τα οποία οι Ιάπωνες δοκίμασαν να εισχωρήσουν στο εσωτερικό της ναυτικής βάσης. Στις 6.30 το αντιτορπιλικό «Γουόρντ» διέκρινε πυργίσκο υποβρυχίου και άνοιξε πυρ εναντίον του. Ρίχνοντας βόμβες βυθού το «Γουόρντ» διέκρινε κηλίδα πετρελαίου στις 7.05, σημάδι ότι το υποβρύχιο είχε βυθιστεί. Ο κυβερνήτης του «Αούτερμπριτζ» ειδοποίησε το αρχηγείο για το συμβάν. Παρ’ όλα αυτά είναι εκπληκτικό το ότι κανένα μέτρο δεν ελήφθη. Οι Αμερικανοί συνειδητοποίησαν την επίθεση όταν οι πρώτες βόμβες έπληξαν το αεροδρόμιο Κανεχόε στις 7.48, και οι πρώτες τορπίλες, εφοδιασμένες με ειδικά ξύλινα πτερύγια για να μη βυθίζονται πολύ και χτυπήσουν τον αβαθή βυθό, κατευθύνονταν εναντίον των θωρηκτών.


Στις 7.53 ο Φουτσίντα έστειλε με τον ασύρματο το σύνθημα «Τόρα, τόρα, τόρα» («Τίγρης, τίγρης, τίγρης») σηματοδοτώντας την αρχή της επίθεσης. Μία ώρα αργότερα έφθασε το δεύτερο κύμα ιαπωνικών αεροπλάνων ολοκληρώνοντας την καταστροφή.


Από τα αμερικανικά αεροπλάνα, τα τρία τέταρτα βγήκαν εκτός μάχη και τα οκτώ θωρηκτά χτυπήθηκαν από βόμβες και τορπίλες. Το «Αριζόνα» ανατράπηκε και βυθίστηκε με άνω των 1.000 νεκρούς, από συνολικά 2.403 νεκρούς και 1.178 τραυματίες. Επιπλέον, χτυπήθηκαν τρία καταδρομικά, τέσσερα αντιτορπιλικά, ενώ ένα ναρκοθετικό και δύο βοηθητικά βυθίστηκαν. Οι Ιάπωνες έχασαν 29 αεροπλάνα, με 85 νεκρούς και έναν αιχμάλωτο.


* Μια ημιτελής νίκη


Αρχικά το Περλ Χάρμπορ φάνηκε ως ιαπωνικός θρίαμβος και αμερικανική καταστροφή. Αλλά η ψύχραιμη μεταγενέστερη ανάλυση απέδειξε ότι το πολύ ήταν μια ημιτελής και όχι αποφασιστική νίκη, γιατί οι Ιάπωνες ήταν τελικά και άτυχοι αλλά και έκαναν σοβαρά λάθη. Ατυχία για αυτούς ήταν το ότι απουσίαζαν και τα τρία αμερικανικά αεροπλανοφόρα. Αν ο Ναγκούμο παρέμενε περισσότερο στην περιοχή και εξαπέλυε τρίτο κύμα αεροπλάνων την επόμενη ημέρα, θα είχε εντοπίσει και βυθίσει το ένα από αυτά, το «Εντερπράιζ», που επέστρεψε. Ενα τρίτο κύμα θα είχε βυθίσει πολλά από τα υπόλοιπα πλοία (καταδρομικά και αντιτορπιλικά) που με τα αεροπλανοφόρα έφεραν το βάρος του πολέμου το επόμενο έτος. Το βαρύτερο όμως σφάλμα ήταν το ότι οι Ιάπωνες δεν χτύπησαν τις δεξαμενές καυσίμων του στόλου, εύκολο στόχο, που θα στερούσε τον αμερικανικό στόλο από καύσιμα. Η καταστροφή τους θα ήταν καίριο πλήγμα για τις ΗΠΑ, ακινητοποιώντας τον αμερικανικό στόλο για μεγάλο διάστημα, ώσπου τα αποθέματα να είχαν αναπληρωθεί και οι εγκαταστάσεις ξαναφτιαχθεί. Η αναποφασιστικότητα του Ναγκούμο, χαρακτηριστική για τους ιάπωνες ναυάρχους σε όλον τον πόλεμο (που τους στοίχισε αποφασιστικές νίκες, όπως στις ναυμαχίες της Θάλασσας των Κοραλλίων, στο Μίντγουεϊ, στο νησί Σάβο-Γκουανταλκανάλ και Λέιτε), είναι πραγματικά ανεξήγητη, όπως και η παράλειψη βομβαρδισμού των δεξαμενών.


Οι Αμερικανοί απαλλάχθηκαν από τα παλιά θωρηκτά και μαζί τους από το πεπαλαιωμένο δόγμα της αναμέτρησης με τα πυροβόλα που είχε τις ρίζες του στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αναγκαστικά προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα, χρησιμοποιώντας ως μόνη διέξοδο τα αεροπλανοφόρα. Είχαν την τύχη η νέα ηγεσία του στόλου τους, οι ναύαρχοι Τσέστερ Νίμιτς, Μπιλ Χάλσεϊ, Τζακ Φλέτσερ και Ρέιμοντ Σπρούανς, να αποδειχθεί εξαιρετικά ικανή, γενναία, αποφασιστική και ευέλικτη.


Ο κ. Νίκος Κ. Κυριαζής είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και συγγραφέας.