Η ανακίνηση του ζητήματος της λεγόμενης (λογοτεχνικής) «γενιάς του ’30» υποδηλώνει ότι η «γενιά» αυτή επιβιώνει ή αναβιώνει στους επιγόνους της ­ και τους αρνητές της ακόμα ανάμεσά τους ­ της δεκαετίας του 1960 και της δεκαετίας του 1970 ­ και η επιβίωση ή αναβίωση αυτή ενισχύει την πεποίθηση ότι η μεταπολεμική Ελλάδα είναι το ιστορικό τέκνο της μεσοπολεμικής εικοσαετίας (1920-1940) σε όλες τις εκφάνσεις της: οικονομία, πολιτική, πολιτισμός.


Ωστόσο, η ανανεωμένη αυτή ανακίνηση του ζητήματος μπορεί να οδηγήσει σ’ ένα νέο αδιέξοδο, αν δεν ανασκευαστούν οι παραδεδομένες παρεξηγήσεις:


Πρώτα πρώτα: πρέπει να εδραιωθεί οριστικά στην κοινή συνείδηση ότι η οριοθέτηση της «γενιάς του ’30» ­ και οποιασδήποτε «γενιάς» στην ιστορία της λογοτεχνίας, της τέχνης και της κουλτούρας, γενικότερα ­ δεν είναι ζήτημα ληξιαρχείου. Η «ληξιαρχική» διαφορά ανάμεσα στον παλαιότερο πεζογράφο της ίδιας γενιάς, τον Κ. Πολίτη (γενν. 1888), και το νεότερο απολειφάδι της, τον Τ. Αθανασιάδη (γενν. 1913), είναι 25 χρόνια, δηλαδή σχεδόν μια ολόκληρη «βιολογική» γενιά (30 χρόνια).


Επειτα: η δεκαετία του 1930 δεν μπορεί ν’ αποτελέσει απόλυτο κριτήριο για την πρώτη εμφάνιση όλων των εκπροσώπων της ίδιας γενιάς, αφού μερικοί απ’ αυτούς είχαν ήδη παρουσιαστεί με ένα τουλάχιστον έργο τους τις δύο προηγούμενες δεκαετίες [Μυριβήλης: Το κόκκινο λουλούδι, 1912· Κόκκινες ιστορίες, 1915· Η ζωή εν τάφω (α’ γραφή), 1924· Καστανάκης, Οι πρίγκηπες, 1924· Βενέζης, Διηγήματα στο περ. «Καμπάνα», 1924].


Τέλος: ούτε η δεδηλωμένη αυτοσυνείδηση των ίδιων των μελών της γενιάς ­ οποιασδήποτε «γενιάς» ­ μπορεί ν’ αποτελέσει ένα αποκλειστικό κριτήριο για την πραγματική της συγκρότηση: Από τη μια διαθέτουμε πρώιμες (Θεοτοκάς) και όψιμες (Μυριβήλης) μαρτυρίες των ίδιων των εκπροσώπων της, που αυτοκαθορίζονται καταφατικά ως μέλη της, από την άλλη όμως διαθέτουμε γραπτές (Σεφέρης) ή προφορικές (Δημαράς) δηλώσεις άλλων, που αποστασιοποιούνται από μιαν οποιαδήποτε «συμμετοχή» τους σ’ αυτήν. Ετσι λοιπόν η μόνη έγκυρη μέθοδος για τον αντικειμενικό καθορισμό της «γενιάς του ’30», όπως άλλωστε και για την προηγούμενη ελληνική «γενιά του 1880» ή για τη σύγχρονη της «γενιάς του ’30» ισπανική «γενιά του 1927», είναι ο ιστορικοκοινωνικός καθορισμός, το πολιτικό, ιδεολογικό και πολιτισμικό στίγμα, της γραμματολογικής αυτής «κοινότητας»: Τα μέλη της κοινωνικής αυτής ομάδας ανήκουν σ’ εκείνο το στρώμα των καλλιεργημένων μικροαστών που συμπαρακολούθησαν και συνεξέφρασαν, στο ιδεολογικό και πολιτισμικό επίπεδο, την άνοδο της ελληνικής αστικής τάξης υπό τον Βενιζέλο κατά τις δεκαετίες του 1910 και 1920.


Πάνω σ’ αυτήν την ιστορική θεωρητική βάση μπορεί να επιτευχθεί α) η αναθεώρηση μερικών στρεβλώσεων σε σχέση με την ίδια γενιά· β) η οριοθέτησή της από άλλες κοινωνικές (ιδεολογικές, πολιτισμικές, λογοτεχνικές, καλλιτεχνικές) «ομάδες»· γ) η «καθαρά γραμματολογική» ερμηνεία και αξιολόγηση του έργου της και της θέσης της στην ιστορία της νεοελληνικής γραμματείας:


Οι εκπρόσωποι της «γενιάς του ’30» δεν ήταν, βέβαια, «μεγαλοαστοί», όπως ιδεάστηκαν μερικοί ανιστόρητοι μελετητές (Π. Μουλλάς): οι μεγαλοαστοί (μεγαλέμποροι, βιομήχανοι, τραπεζίτες, εφοπλιστές) δεν ασκούν οι ίδιοι τη λογοτεχνία και τις άλλες τέχνες, δεν είναι συγγραφείς, καλλιτέχνες ή διανοούμενοι. Ακριβώς η μεσαία θέση των «μελών» της «γενιάς του ’30» στην κοινωνία του Μεσοπολέμου ανάμεσα στους μεγαλοαστούς και τους εργάτες/αγρότες εξηγεί και τη διμέτωπη αντιπαράθεσή τους: από τη μια πλευρά απέναντι στην (άκρα) δεξιά της εποχής τους (Φ. Πολίτης, Γ. Αποστολάκης) και από την άλλη απέναντι στην ανερχόμενη από τη δεκαετία του 1920 μαρξογενή ή μαρξίζουσα αριστερά (Κ. Βάρναλης, Δ. Γληνός) ­ απέναντι στους «εθνικιστές» και τους «μαρξιστές», όπως τους έλεγε ο Γ. Θεοτοκάς (1929). Η παραγνώριση της παραπάνω κοινωνικής θέσης και ιδεολογικής τοποθέτησης των εκπροσώπων της «γενιάς του ’30» αποπλάνησε μερικούς άλλους μελετητές (Μ. Vitti) στη σύγχυση και στη συγκαταρίθμηση μ’ αυτούς, με «ληξιαρχικά» κριτήρια, του Γ. Ρίτσου, ενός ποιητή που ανήκε ακριβώς στους αριστερούς αντιπάλους τους.


Η διαχρονική εξέταση της «γενιάς του ’30» θα διαπιστώσει μια πρώιμη σημαντική τομή στην εξέλιξή της: τη Δικτατορία του 1936· από την ιστορική αυτή τομή και ύστερα, μέχρι τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου (1949-50), οι εκπρόσωποι της γενιάς αυτής απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τον βενιζελικό φιλελευθερισμό της νιότης τους και προσαρμόζονται, και στην ιδεολογία και στο έργο τους, στα αυταρχικά – δικτατορικά καθεστώτα που κυριάρχησαν στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και απέναντι στα οποία αυτοί δεν πρόβαλαν καμιάν αντίσταση.


Η πτώση της γενιάς αυτής από τη μεταπολεμική δεκαετία του 1950 δεν οφειλόταν, βέβαια, στη βιολογική εξαφάνιση των μελών της, αλλά στην αναδιάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας στον Μεταπόλεμο: Η μαζική μετανάστευση αγροτικών στρωμάτων στις δύο μεγάλες πόλεις, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, από τη δεκαετία του 1950 και η άνοδος των «νέων τζακιών», κοινωνικών στρωμάτων χωρίς ­ αστική ­ παιδεία, από τη δεκαετία του 1960, συνεπέφεραν και την «ταξική» εξαφάνιση του ευκατάστατου, καλλιεργημένου και «εξευρωπαϊσμένου» εκείνου αστικού κοινωνικού στρώματος, του οποίου πνευματικοί τροφοί και εκφραστές ήταν οι λογοτέχνες, καλλιτέχνες και διανοούμενοι της «γενιάς του ’30».


Για μιαν επανεκτίμηση του έργου και της προσφοράς της γενιάς αυτής θα συνεχίσω την παρέμβασή μου πάνω στην ίδια ιστορικοκοινωνική θεωρητική βάση.


Ο κ. Γιώργος Βελουδής είναι καθηγητής της Νεοελληνικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.