Ζωηρή είναι στις μέρες μας η συζήτηση ανά τον κόσμο γύρω από το αν θα πρέπει να αναγνωρισθεί η γενική δικαιοδοσία ενός διεθνούς ποινικού δικαστηρίου που να τιμωρεί τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.


Το δικαστήριο αυτό θα εκφράζει τη διεθνή κοινότητα και θα τιμωρεί άτομα που χρησιμοποίησαν την κρατική εξουσία για να τελέσουν εναντίον προσώπων, ομάδων ή κρατών πράξεις μεγάλης βαναυσότητας, που προσβάλλουν τις θεμελιώδεις εκείνες αρχές, χωρίς το σεβασμό των οποίων δεν υπάρχει διεθνής κοινότητα και νομιμότητα. Το βασικό ιστορικό προηγούμενο ενός τέτοιου δικαστηρίου προέρχεται από τη δίκη της Νυρεμβέργης, όπου ένα ad hoc συγκροτημένο διεθνές δικαστικό σώμα δίκασε όσους από τους πρωταίτιους των εθνικοσοσιαλιστικών θηριωδιών του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου είχαν επιβιώσει.


Το ζητούμενο κατά την παρούσα συζήτηση είναι το κατά πόσο οι σκέψεις που οδήγησαν στη συγκρότηση του δικαστηρίου της Νυρεμβέργης επιδέχονται γενίκευση, κατά πόσο δηλαδή, πέρα από συγκυριακές συναινέσεις και σκοπιμότητες, πέρα από τεχνικές και άλλες οργανωτικές δυσκολίες, είναι για λόγους αρχής θεμιτή η δημιουργία ενός τέτοιου δικαστηρίου ως διαρκούς θεσμού της διεθνούς κοινότητας.


Διάχυτη είναι τον τελευταίο καιρό η εντύπωση ότι η διεθνής κατάσταση είναι κρίσιμη. Πράξεις ακραίας βίας, που δεν διακρίνουν μεταξύ των θυμάτων τους και πλήττουν όποιον βρεθεί μπροστά τους, τελούνται είτε στο εσωτερικό κρατών μεταξύ διαφορετικών ομάδων, εθνικών και θρησκευτικών, είτε εναντίον κρατών, τις κυβερνήσεις των οποίων οι δράστες κρίνουν αυτόβουλα ένοχες εγκλημάτων, αναγορεύοντας τον εαυτό τους σε κριτή και εκδικητή εξ ονόματος μιας μονόπλευρα ή και παρανοϊκά ερμηνευόμενης ιστορίας. Γι’ αυτό και πληθαίνουν οι φωνές ότι μόνο περισσότερη δικαιοσύνη σε παγκόσμια κλίμακα (με μια διπλή σημασία: τόσο στις σχέσεις μεταξύ όλων των κρατών όσο και απέναντι στους ανθρώπους ολόκληρης της γης) είναι δυνατό να περιορίσει την κρίση και να σταματήσει την εξάπλωση και την ανακύκλωση της βίας.


* Αυτόκλητοι δικαστές


Δικαιοσύνη δεν σημαίνει όμως γενικά και αόριστα πρόληψη ή αποκατάσταση της αδικίας. Ιδίως δεν σημαίνει παρορμητική αγανάκτηση και ανταπόδοση κατά του εγκληματία, του σφετεριστή και του πλεονέκτη. Η δικαιοσύνη απαιτεί, μαζί με τον επακριβή προσδιορισμό της αδικίας, την επιβολή κυρώσεων στις πιο κραυγαλέες περιπτώσεις σκόπιμης και βίαια επιβαλλόμενης αδικίας. Απαιτεί επίσης όργανα και διαδικασίες, γιατί χωρίς αυτά γίνεται και η ίδια εκείνο που αντιμάχεται: αδικία. Δεν φαίνεται λοιπόν να μπορούμε, για λόγους αρχής, να αρνηθούμε την ίδρυση ενός διεθνούς ποινικού δικαστηρίου, αν μάλιστα αναλογισθούμε ότι τα φαινόμενα βίας, για τα οποία σήμερα αγανακτούμε, αντιστοιχούν απολύτως, έτσι ακριβώς όπως τα περιγράψαμε, στα εγκλήματα που δικάστηκαν στη Νυρεμβέργη. Γιατί η ιδέα που εκφράστηκε εκεί να μην επιδέχεται γενίκευση; Δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς ιδιαίτερα με όσους εκφράζουν έναν ακραίο σκεπτικισμό εναντίον όχι απλώς του διεθνούς ποινικού δικαστηρίου αλλά της διεθνούς δικαιοσύνης γενικά. Είναι όλοι αυτοί που από κάθε δυνατό βήμα και θέση επαναλαμβάνουν ακατάπαυστα ότι οι διεθνείς σχέσεις δεν είναι παρά σχέσεις ωμής δύναμης, ότι ο κόσμος μπορεί να ιδωθεί μόνο κάτω από το πρίσμα «εχθρός – φίλος», ότι η δικαιοσύνη δεν είναι παρά το απατηλό περιτύλιγμα της επιβολής του ισχυροτέρου.


Ο σκεπτικισμός που εκφράζει η άποψη αυτή δεν είναι απλώς εσφαλμένος, είναι και ηθικά και πολιτικά απαράδεκτος. Θα αρκεσθώ εδώ στην ακόλουθη παρατήρηση. Η άποψη θα ήταν συνεπής μόνο αν παραδεχόταν ανοιχτά ότι η Νυρεμβέργη ήταν απλώς η εκδίκηση των νικητών κατά των ηττημένων. Ποιους συμμάχους έχει όμως μια τέτοια άποψη;


* Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει νέα Νυρεμβέργη


Σοβαρότερα είναι ωστόσο τρία βασικά επιχειρήματα που έχουν διατυπωθεί ειδικά κατά της δημιουργίας ενός διεθνούς ποινικού δικαστηρίου με άξονα όχι το ανομιμοποίητο αλλά τη μοναδικότητα της Νυρεμβέργης και αξίζει να τα εξετάσουμε.


1. Η μοναδικότητα του Ολοκαυτώματος. Το πρώτο από αυτά επιμένει ότι η Νυρεμβέργη ήταν μοναδική επειδή και τα εγκλήματα που δίκασε ήταν μοναδικά. Τη μοναδικότητα του Ολοκαυτώματος, ως έργου του Απόλυτου Κακού, έχουν προσπαθήσει ορισμένοι θεωρητικοί να τεκμηριώσουν προβάλλοντας ότι αποτέλεσε τη μόνη περίπτωση στην ανθρώπινη ιστορία όπου η εξολόθρευση μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων δικαιολογήθηκε από τους δράστες με τρόπο τόσο ριζικό: με την απόλυτη άρνηση της ίδιας της υπόστασης μιας κοινότητας ανθρώπων ως ανθρώπινης κοινότητας. Δεν είμαι σε θέση να πω αν η περίπτωση αυτού του «ανθρώπινου αποκλεισμού» πράγματι δεν είχε ιστορικό προηγούμενο. Θεωρώ όμως ότι πυρήνας της απαξίας του Ολοκαυτώματος δεν ήταν ότι η απηνής εξολόθρευση είχε ως στόχο της μια ολόκληρη κοινότητα, από την οποία αφαιρέθηκε ριζικά το δικαίωμα να υπάρχει ως κοινότητα, αλλά ότι η εξολόθρευση σήμαινε την άρνηση σε μια ομάδα ανθρώπων, όπως αυτή και να προσδιοριζόταν, της ανθρώπινης ιδιότητας όσων την απάρτιζαν. Αυτό όμως δεν συνέβη μόνο στο Ολοκαύτωμα ούτε έχει παύσει δυστυχώς να συμβαίνει έκτοτε.


Η ίδια ανάγκη απονομής δικαιοσύνης υπάρχει σε κάθε γενοκτονία, σε κάθε αποτρόπαιη πράξη ακραίας και μαζικής περιφρόνησης της ανθρώπινης αξίας. Και δεν νομίζω ότι μια διεθνής επιτροπή ειδικών, π.χ. περιφανών διεθνολόγων, καθολικής αναγνώρισης ηθικών φιλοσόφων και έμπειρων (κατά προτίμηση παλαίμαχων) πολιτικών δεν θα μπορούσε να προσδιορίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια τέτοιες ακραίες περιπτώσεις δικαιοδοσίας ενός διεθνούς ποινικού δικαστηρίου.


2. Ο κίνδυνος της επιλεκτικότητας. Το δεύτερο επιχείρημα υποστηρίζει ότι στην περίπτωση της Νυρεμβέργης το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας ήταν τόσο αυταπόδεικτο ώστε να μην υπάρχουν αμφιβολίες για την κίνηση της δίωξης κατά των δραστών, η οποία ήταν σχεδόν αυθόρμητη και καθολικής αποδοχής. Κάτι τέτοιο όμως σπανίως συμβαίνει. Συνήθως δεν υπάρχει ομοφωνία στον πλανήτη ούτε καν γύρω από το τι πράγματι έχει συμβεί, με συνέπεια η κίνηση της δίωξης να εμφανίζεται αυθαίρετη και υποκειμενική και έτσι η συνολική λειτουργία του δικαστηρίου να δίνει λαβή στην ολέθρια για τη νομιμοποίησή του υποψία της επιλεκτικότητας. Αυτό δεν μου φαίνεται όμως ότι αποτελεί επιχείρημα αρχής. Κίνδυνος επιλεκτικότητας ασφαλώς υπάρχει μεγάλος, μπορεί όμως να αποφευχθεί, αρκεί να υπάρχει επαρκής πίεση της διεθνούς κοινωνίας για θετικοποίηση των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και για τη δημιουργία κατάλληλων διαδικασιών και οργάνων όχι μόνο κρίσης αλλά και κίνησης της δίωξης.


Κατά τα λοιπά, το ότι για παράδειγμα και στις εσωτερικές έννομες τάξεις υπάρχουν εισαγγελείς που ενεργούν με βάση σκοπιμότητες και όχι την αρχή της νομιμότητας δεν αποτελεί επιχείρημα ούτε κατά της νομιμότητας ούτε κατά της ποινικής δικαιοσύνης.


3. Δίκαιο και ηθική. Ενα τρίτο επιχείρημα επικαλείται τέλος τη διαφορά δικαίου και ηθικής. Επειδή η παγκόσμια κοινότητα δεν είναι πολιτειακά οργανωμένη και έτσι δεν υπάρχει διεθνής νομοθετική εξουσία, οι κανόνες που θα έπρεπε να εφαρμόσει ένα διεθνές ποινικό δικαστήριο δεν θα ήσαν κανόνες δικαίου αλλά κανόνες της ηθικής, που όμως από τη φύση τους δεν είναι εξαναγκαστοί και δεν μπορούν να συνδεθούν με ποινικές κυρώσεις. Το επιχείρημα αυτό ακολουθεί ένα πεπαλαιωμένο φιλοσοφικό ρεύμα, που παραγνωρίζει τον υφιστάμενο στενό σύνδεσμο δικαίου και ηθικής. Εκδήλωση του συνδέσμου αυτού αποτελεί ότι ορισμένοι βασικοί κανόνες και αρχές του τμήματος της ηθικής που αποκαλείται καθηκοντολογία (είναι ένα βασικό, αν και όχι το μόνο τμήμα της ηθικής) συμπίπτουν κατά περιεχόμενο με ορισμένες θεμελιώδεις ρυθμίσεις των περισσότερων σύγχρονων νομοθεσιών (και ιδίως συνταγμάτων) αλλά και πολλών σημαντικών διεθνών συμβάσεων. Αυτή η σύμπτωση δεν είναι τυχαία. Δηλώνει, από τη μια πλευρά, την επιτακτικότητα ορισμένων καθολικής ισχύος ηθικών καθηκόντων και, από την άλλη πλευρά, το ότι μια έννομη τάξη, εθνική ή διεθνής, που να είναι άξια του ονόματός της δεν μπορεί στον πυρήνα της να αγνοεί ορισμένα θεμελιώδη ηθικά αιτήματα και πρώτο από όλα αυτό της προστασίας της αξίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Νομίζω ότι ακριβώς αυτό είναι και το βασικό δίδαγμα της Νυρεμβέργης.


Ο κ. Παύλος Κ. Σούρλας είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.