Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε για ολόκληρη την Ευρώπη ένα από τα πιο ακανθώδη και αμφιλεγόμενα ιστορικά γεγονότα, τόσο ως συνολικό φαινόμενο όσο και σε επί μέρους πτυχές του. Το Ολοκαύτωμα και η Χιροσίμα, η γενικευμένη βία και οι ανυπολόγιστες απώλειες σε μάχιμο και άμαχο πληθυσμό, η εικόνα της ολοκληρωτικής καταστροφής και η συνακόλουθη αναζήτηση ευθυνών και υπευθύνων αλλά και τα συναισθήματα ενοχής και ντροπής στους ίδιους τους ανθρώπους δεν ευνοούσαν τη νηφάλια προσέγγιση ούτε τις αποστασιοποιημένες ιστοριογραφικές αναλύσεις.


* Το «καπρίτσιο της Ιστορίας»


Στην Ελλάδα, όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ακολούθησαν άλλοι «πόλεμοι» ­ πόλεμοι αναμνήσεων, πόλεμοι ανάμεσα σε μνήμη και ιστορία και ανάμεσα σε διαφορετικές εκδοχές της ιστορίας, δηλαδή ιστοριογραφικές ερμηνείες. Εξαιτίας του Εμφυλίου Πολέμου που ακολούθησε και που η ανάμνησή του λειτούργησε διχαστικά για τη μεταπολεμική Ελλάδα, η παρουσίαση των πολεμικών και διπλωματικών γεγονότων, της Κατοχής και της Αντίστασης γινόταν σχεδόν πάντα υπό το φως των πολιτικών και ιδεολογικών επιλογών του γράφοντος. Η προσωπικότητα του Μεταξά, η ιδεολογική ταυτότητα του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων και κυρίως της Βρετανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ενωσης, το κόστος της γερμανικής Κατοχής, η ταυτότητα των συνεργατών των δυνάμεων Κατοχής, η Εθνική Αντίσταση αποτέλεσαν όλα αντικείμενα αντικρουόμενων αξιολογήσεων και ερμηνειών. Τις περισσότερες φορές οι αξιολογήσεις αυτές δεν στηρίζονταν σε πρωτογενή αρχειακή έρευνα ούτε σε στιβαρή τεκμηρίωση αλλά λειτουργούσαν αποδεικτικά και νομιμοποιητικά για προϋπάρχουσες ιδεολογικοποιήσεις και προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες.


Το πρώτο «θύμα» στο πεδίο των ιστορικών μαχών υπήρξε ο Μεταξάς και το «όχι» του. Ο συμπλεγματικός δικτάτορας τη νύχτα της 28ης Οκτωβρίου 1940 απορρίπτοντας το ιταλικό τελεσίγραφο αναδείχθηκε εθνικός «ήρωας» της επίσημης ιστορίας. Η άρνησή του, συμπυκνωμένη στο συμβολικό «όχι», εντάχθηκε έτσι στη σειρά των ηρωικών αγώνων οι οποίοι στο εθνικό φαντασιακό συναρθρώνουν την εποποιία του Εθνους ανά τους αιώνες. Μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών ωστόσο, μέσω της υπόρρητης ή και σαφούς σύνδεσης της πρόσφατης με την παλαιά δικτατορία, η πράξη αυτή του Μεταξά χαρακτηρίστηκε «καπρίτσιο της Ιστορίας».


* Οι εξωτερικές επεμβάσεις


Πράγματι φαινόταν παράξενο ότι ένας δικτάτορας με φασίζουσα ιδεολογία και σύμβολα εμπνευσμένα από τη χιτλερική Γερμανία και την Ιταλία του Μουσολίνι επέλεξε να αντιταχθεί στον Αξονα. Εν τούτοις, παρά τις ιδεολογικές αναφορές του καθεστώτος και τις πολιτικές ιδέες του ίδιου του Μεταξά, ο οποίος αντιπαθούσε βαθιά τον κομμουνισμό, τον φιλελευθερισμό και τον κοινοβουλευτισμό, η Ελλάδα πριν από τον πόλεμο ακολουθούσε μια κατ’ όνομα ουδέτερη αλλά στην πραγματικότητα φιλοβρετανική πολιτική, η οποία καθιστούσε σχεδόν αυτονόητη τη συμπαράταξή της με τη Βρετανία. Σ’ αυτό συνέβαλε οπωσδήποτε και ο Γεώργιος Β’, ο οποίος είχε αποκατασταθεί στον θρόνο του το 1935 και στήριζε χωρίς ενδοιασμούς τη δικτατορία του Μεταξά.


Ενα άλλο πεδίο «μάχης» αφορούσε τον ρόλο των εξωτερικών επεμβάσεων. Το μεταπολεμικό καθεστώς, επειδή ακριβώς ήταν ιδεολογικά συγγενές με το προπολεμικό αυταρχικό, βασιλικό καθεστώς, δεν αμφισβήτησε την πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης πριν και κατά τη διάρκεια του Πολέμου και πρόβαλε τον θετικό ρόλο των ξένων δυνάμεων. Η βρετανική και η αμερικανική παρέμβαση στην Ελλάδα θεωρούνταν, μέσα σ’ αυτό το ιδεολογικό κλίμα, «σωτήριες» για την Ελλάδα. Η «σωτήρια» αυτή παρέμβαση παρέπεμπε βεβαίως κυρίως στην περίοδο του Εμφυλίου, αλλά προβαλλόταν και στο παρελθόν των «παραδοσιακά καλών σχέσεων», πριν και κατά τον Πόλεμο. Στη Μεταπολίτευση ωστόσο αναδεικνύεται και ισχυροποιείται η άποψη ότι η ξένη επέμβαση υπήρξε η αιτία όλων των δεινών της Ελλάδας. Η συνωμοτική δράση των «Μεγάλων Δυνάμεων» εναντίον της Ελλάδας με στόχο την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων αποτελεί πλέον το ερμηνευτικό κλειδί όλων των «ατυχών» γεγονότων της ελληνικής ιστορίας ξεκινώντας από την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης. Αυτή η διαμετρικά αντίθετη ερμηνεία σημαίνει ταυτόχρονα ότι ο «εχθρός» αλλάζει πρόσωπο: από «εσωτερικός» γίνεται «εξωτερικός». Ισως το πιο παράδοξο και στις δύο ερμηνείες είναι ότι υποβαθμίζεται ο ρόλος των Γερμανών ως εχθρών. Στην πρώτη εκδοχή, σημαντικότερος εχθρός θεωρούνταν οι κομμουνιστές, στη νέα εκδοχή σημαντικότερος εχθρός είναι οι ξένες δυνάμεις.


* Το φάντασμα του πολέμου


Ωστόσο την τελευταία εικοσαετία οι δραματικές αλλαγές στην Ευρώπη όπως συμβολίζονται από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου αλλά και οι εξελίξεις στην ελληνική ιστοριογραφία άνοιξαν τον δρόμο για την αναθεώρηση των απλουστευτικών και ιδεολογικά φορτισμένων ερμηνειών γύρω από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ελλάδα. Το άνοιγμα των ρωσικών αρχείων και μέρους των αρχείων του ΚΚΕ δίνει επίσης τη δυνατότητα για τεκμηριωμένη έρευνα και προσφέρει απαντήσεις σε ερωτήματα που αιωρούνταν επί δεκαετίες. Αναθεωρούνται έτσι τόσο η επίσημη δεξιά όσο και η επίσημη αριστερή εκδοχή των γεγονότων. Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και η ένταξή της στην εθνική ιστορία σήμανε εξάλλου, συμβολικά έστω, το τέλος των «μαχών» για μια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη περίοδο. Στην ουσία το τέλος αυτό συμπίπτει με το τέλος του βιολογικού κύκλου της γενιάς που διεξήγαγε και έζησε τον πόλεμο σε ολόκληρο τον κόσμο. Επειδή οι επόμενες γενιές δεν αντιμετώπιζαν αυτοβιογραφικά αυτό το παρελθόν, ο φόβος του πολέμου δεν ήταν ζωντανός μέσα τους. Ισως όμως οι δικές τους νέες εμπειρίες ­ η ανασφαλής καθημερινότητα που αναμεταδίδεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και αναπαράγεται ως βίωμα στα όρια της μαζικής υστερίας ­ δώσουν πάλι πρόσωπο στο φάντασμα του Πολέμου.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.