Η πρόσφατη διαμάχη Λαλιώτη – Μητσοτάκη γύρω από τη σύμβαση του αεροδρομίου των Σπάτων έφερε στην επιφάνεια δύο προβλήματα, η μη ικανοποιητική λύση των οποίων και υπονομεύει τους δημοκρατικούς θεσμούς και μειώνει το κύρος των πολιτικών κομμάτων. Αυτά έχουν να κάνουν (α) με τον τρόπο χρηματοδότησης των κομμάτων, και (β) με τον ουσιαστικό έλεγχο των μεγάλων έργων, όπως αυτό του νέου αεροδρομίου. Στο σημερινό άρθρο θα ασχοληθώ με το πρώτο μόνο πρόβλημα.


Οσο τα κόμματα εξακολουθούν να χρηματοδοτούνται κυρίως ή έστω εν μέρει από ιδιώτες, θα εξακολουθούμε να έχουμε ένα πολιτικό σύστημα με έντονα αντιδημοκρατικά, πλουτοκρατικά χαρακτηριστικά. Οι σχετικοί μηχανισμοί υπονόμευσης της δημοκρατικής λειτουργίας είναι προφανείς και γνωστοί σε όλους τους σκεπτόμενους πολίτες: Τα κόμματα χρειάζονται και για τη λειτουργία τους και για τους εκλογικούς αγώνες σημαντικούς οικονομικούς πόρους (όπως είναι γνωστό, στη σημερινή συγκυρία τα ποσά που πρέπει να διαθέτουν οι πολιτικοί για να έχουν σοβαρές πιθανότητες εκλογικής επιτυχίας έχουν αυξηθεί κατά γεωμετρικό τρόπο). Επειδή αυτές οι οικονομικές ανάγκες δεν καλύπτονται πλήρως από το κράτος, πολιτικοί και κόμματα καταφεύγουν σε ιδιώτες. Οι τελευταίοι ζητούν φυσικά σαν αντάλλαγμα τη διαμόρφωση της κυβερνητικής πολιτικής ή της αντιπολιτευτικής στρατηγικής κατά τρόπο που να ευνοεί τα συμφέροντά τους.


Υπάρχει τρόπος να αμβλυνθεί αυτού του είδους το δημοκρατικό έλλειμμα; Για τη συμβατική Αριστερά το πρόβλημα είναι άλυτο μέσα στον καπιταλισμό. Είτε έχουν αυταρχικό/δικτατορικό είτε δημοκρατικό πολίτευμα οι καπιταλιστικές κοινωνίες, το οικονομικό κεφάλαιο θα μπορεί πάντα να «αγοράζει» λίγο πολύ αυτόματα πολιτικό κεφάλαιο. Εξ ου και η περιφρόνηση του Μαρξ και των οπαδών του προς τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς που, κατ’ αυτούς, δεν είναι τίποτε άλλο από μια βιτρίνα πίσω από την οποία κρύβεται η οικονομική, πολιτική και πολιτισμική ηγεμονία του μεγάλου κεφαλαίου.


Από την άλλη μεριά, η σοσιαλδημοκρατική Κεντροαριστερά πιστεύει πως ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δημιουργεί ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο, κάτω από ευνοϊκές συνθήκες, είναι δυνατόν, αν όχι να εξαλειφθούν, τουλάχιστον να αμβλυνθούν σημαντικά οι πλουτοκρατικές τάσεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Κατ’ αυτή την άποψη, που ασπάζομαι πλήρως, όχι μόνο είναι δυνατόν να αλλάξουν τα πράγματα προς το δημοκρατικότερο, αλλά ήδη έχουν γίνει σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Για παράδειγμα, στον 19ο αιώνα και σε ένα μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα δεν μπορούσε κανείς να πολιτευτεί, στην Ευρώπη γενικά και στη χώρα μας ειδικά, χωρίς να έχει σημαντική προσωπική περιουσία. Προς τα τέλη του περασμένου αιώνα η ευρεία θεσμοποίηση ενός ικανοποιητικού βουλευτικού μισθού από το κράτος, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, έκανε δυνατή τη μαζική είσοδο στην ενεργό πολιτική ατόμων από μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα.


Μετά από αυτό το πρώτο μεγάλο αντιπλουτοκρατικό βήμα, στις αρχές του 21ου αιώνα οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για ένα δεύτερο αποφασιστικό βήμα. Αυτό δεν είναι απλώς ο αυστηρός έλεγχος των οικονομικών των διαφόρων κομμάτων. Ο έλεγχος (που έχει ήδη αρχίσει να εφαρμόζεται στη χώρα μας) είναι μεν αναγκαίος αλλά όχι και επαρκής. Αυτό που χρειάζεται επειγόντως είναι η αυστηρή απαγόρευση της χρηματοδότησης των πολιτικών και των κομμάτων από ιδιωτικά συμφέροντα. Μια τέτοια απαγόρευση θα σήμαινε (α) την κάλυψη, μέσα σε λογικά όρια, των κομματικών αναγκών από το κράτος, (β) τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης αρχής η οποία θα ασκούσε εξονυχιστικό έλεγχο και θα επέβαλλε αυστηρότατες κυρώσεις σε ιδιώτες, πολιτικούς και κόμματα που δεν θα συμμορφώνονταν. Είναι μόνο με ένα τέτοιο σύστημα που οι οικονομικά ισχυροί του κόσμου τούτου θα πάψουν από τη μια μεριά να δέχονται «πιέσεις» για τη χρηματοδότηση του τάδε ή του τάδε κόμματος και από τη άλλη να κινούν νήματα πίσω από την πολιτική σκηνή.


Υπάρχει βέβαια και η εύλογη αντίρρηση ότι η δημοκρατικότερη αντιμετώπιση του προβλήματος της χρηματοδότησης των κομμάτων δεν εξαλείφει παντελώς το δημοκρατικό έλλειμμα που η τωρινή, ασύδοτη αγοροκρατία δημιουργεί στο κοινοβουλευτικό μας σύστημα. Και αυτό γιατί το οικονομικό κεφάλαιο, όπως πολύ σωστά τονίζει ο διάσημος κοινωνιολόγος Ρ. Bourdieu, δεν αγοράζει μόνο πολιτικό αλλά και πολιτισμικό κεφάλαιο μέσω του ελέγχου των ΜΜΕ. Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μια νομοθεσία που θα απαγόρευε όχι μόνο τη μυστική αλλά και τη φανερή χρηματοδότηση των κομμάτων και των πολιτικών από ιδιώτες θα βοηθούσε τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό του κοινοβουλευτικού μας συστήματος.


Για τη στιγμή το θέμα, παρ’ όλο που έχει αρχίσει να συζητείται στον ευρωπαϊκό χώρο, δεν έχει απασχολήσει σοβαρά τους πολιτικούς μας. Οσο όμως αρνούνται να αντιμετωπίσουν αυτό το πρόβλημα, όσο διαιωνίζεται το παρόν σύστημα, τόσο το κύρος των «πατέρων του έθνους» θα εξακολουθεί να μειώνεται.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.