Στη δεκαετία του ’80 το ΠαΣοΚ υπό την αρχηγία του Ανδρέα Παπανδρέου έβαλε τέρμα στο μετεμφυλιακό κλίμα που χώριζε τους Ελληνες σε πρώτης και δεύτερης κατηγορίας πολίτες. Αυτή η πολιτική ρήξη, περισσότερο από κάθε άλλη εξέλιξη, βοήθησε στη σταθεροποίηση και στην ποιοτική αναβάθμιση του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος.


Στη δεκαετία του ’90 το ΠαΣοΚ υπό την αρχηγία του Κώστα Σημίτη πέτυχε μια εξίσου σημαντική, ιστορικής εμβέλειας αλλαγή στον οικονομικό τομέα: την ένταξή μας στην ΟΝΕ. Η ένταξη έκανε μια για πάντα μη αναστρέψιμο το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας, ισχυροποίησε τη θέση της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας και των βορείων γειτόνων και, μακροχρόνια, θα αναγκάσει τις κομματικές ελίτ να λάβουν ουσιαστικά μέτρα εκσυγχρονισμού ­ μέτρα που δεν είναι μεν δημοφιλή, αλλά είναι αναγκαία για την επιβίωση της χώρας στις νέες συνθήκες παγκοσμιοποίησης.


Μετά την ένταξή μας στην ΟΝΕ το κυβερνών κόμμα, κατά γενική ομολογία, βρίσκεται σε ένα τέλμα, αντιμετωπίζει ένα κενό ιδεών. Αν η σταθεροποίηση/ομαλοποίηση της δημοκρατίας ήταν το μεγάλο επίτευγμα του ’80 και η ένταξή μας στην ΟΝΕ αυτό της δεκαετίας του ’90, ποιο μπορεί να είναι το επόμενο ιστορικό βήμα; Ποια μεγάλη κατευθυντήρια ιδέα θα μπορέσει να κινητοποιήσει τις ενέργειες του ελληνικού λαού την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα;


Και στον χώρο της πολιτικής και σε αυτόν των ΜΜΕ κυριαρχεί η αντίληψη ότι εκσυγχρονισμός και κοινωνική δικαιοσύνη είναι ασύμβατες έννοιες. Πρέπει δηλαδή να διαλέξει κανείς: ή τη δημοσιονομική αυστηρότητα της εκσυγχρονιστικής διαδικασίας ή τη λαϊκιστική γενναιοδωρία τού «Τσοβόλα δώσ’ τα όλα».


Δεν λαμβάνεται στα σοβαρά η ιδέα ότι μπορεί να υπάρξει ενδιάμεση λύση, μια λύση που να συνδυάζει την εκσυγχρονιστική αποτελεσματικότητα με την κοινωνική ευαισθησία, μια λύση που να υπερβαίνει και τη μονοδιάστατη λογική των τραπεζιτών και την ψηφοθηρίζουσα λογική του λαϊκισμού. Η ενδιάμεση αυτή λύση, που λόγω ελλείψεως καλύτερου όρου θα αποκαλέσω εδώ «κοινωνικό εκσυγχρονισμό», στηρίζεται στην ιδέα ότι στις κοινωνίες των 2/3-1/3 οι κοινωνικοί πόροι πρέπει να κατευθύνονται περισσότερο στο περιθωριοποιημένο 1/3 που τους έχει ανάγκη και λιγότερο στις εύπορες μεσαίες τάξεις που αυτή τη στιγμή (στις περισσότερες χώρες της ΕΕ) λαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος από τον κοινωνικό κορβανά. Αν γίνει κάτι τέτοιο, εκσυγχρονισμός και κοινωνική δικαιοσύνη παύουν να είναι αντιθετικοί όροι.


Σε ένα πιο συγκεκριμένο επίπεδο, κοινωνικός εκσυγχρονισμός σημαίνει τη συστηματική και δυναμική προώθηση μιας διττής στρατηγικής, μιας στρατηγικής που συνδυάζει αυστηρότητα και γενναιοδωρία ­ λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη ότι υπάρχουν τεράστιες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές ανισότητες μεταξύ του εύπορου και του μη εύπορου τμήματος του πληθυσμού. Αυτή η στρατηγική λέει συγχρόνως «όχι» και «ναι»:


* Οχι στη συντεχνιακή «δικαιοσύνη» και στις κρατικοδίαιτες ΔΕΚΟ που οδηγούν στην ατέρμονη αιμορραγία του δημοσίου χρήματος. Ναι στην αυστηρή ρύθμιση και στον ουσιαστικό και συνεχή κρατικό έλεγχο (τιμών και ποιότητας υπηρεσιών) των αποκρατικοποιημένων επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας.


* Οχι στις συντάξεις-«μαϊμούδες» και στην κρατική βοήθεια των εύπορων ασφαλισμένων. Ναι στη γενναιόδωρη αύξηση του κατώτατου ορίου σύνταξης.


* Οχι στη δωρεάν πανεπιστημιακή παιδεία για γόνους εύπορων οικογενειών. Ναι στη δωρεάν φοίτηση και στις γενναιόδωρες επιχορηγήσεις/υποτροφίες (για έξοδα διαβίωσης) σε όλους τους φοιτητές των οποίων οι οικογένειες ανήκουν στο περιθωριοποιημένο 1/3 του πληθυσμού.


* Οχι στη μείωση της φορολογίας των εύπορων κοινωνικών στρωμάτων. Ναι στην παραπέρα ύψωση του κατώτατου φορολογήσιμου εισοδήματος.


* Οχι στις ρουσφετολογικού/ψηφοθηρικού τύπου κρατικές/κυβερνητικές απλοχεριές. Ναι στον καθορισμό ενός καθολικού δικτύου κάτω από το οποίο κανείς (ανεξαρτήτως θρησκείας, χρώματος, εθνότητας) δεν θα επιτρέπεται να πέσει κ.ά.


Με μια τέτοια διπολική πολιτική αυστηρότητας/γενναιοδωρίας αποφεύγει κανείς και τη Σκύλλα του ασύδοτου λαϊκισμού και τη Χάρυβδη του θατσερικού εκσυγχρονισμού. Με τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό, με άλλα λόγια, περνάμε από τον βάρβαρο στον εξανθρωπισμένο καπιταλισμό.


Η άλλη βασική διάσταση του κοινωνικού εκσυγχρονισμού παραπέμπει στην πάταξη της διαφθοράς. Στη μεταπολίτευση τα κόμματα απέκτησαν μαγικές διαστάσεις χωρίς όμως να εκδημοκρατισθούν. Ως αποτέλεσμα το φαινόμενο της ρουσφετολογίας και των πελατειακών σχέσεων, φαινόμενο εγγενές στο πολιτικό μας σύστημα, πήρε και αυτό μαγικές διαστάσεις: παράνομα κυκλώματα γραφειοκρατών, πολιτικών και οικονομικών παραγόντων λειτουργούν από την κορυφή ως τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας εις βάρος του γενικού συμφέροντος. Με αυτόν τον τρόπο διαβρώνεται η κοινωνία των πολιτών και ισχυροποιείται η κομματοκρατία ­ η τάση δηλαδή της κομματικοκρατικής λογικής να διεισδύει και να καταργεί τις ιδιαίτερες λογικές όλων των άλλων θεσμικών χώρων.


Επειδή το πρόβλημα είναι διάχυτο σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής και επειδή συνδέεται με βαθιά ριζωμένες συνήθειες και νοοτροπίες, δεν αντιμετωπίζεται εύκολα. Αλλά μια βασική προϋπόθεση για να μπορέσει η κυβέρνηση να κάνει θετικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση είναι ο σαφέστερος διαχωρισμός της από τους εσωτερικούς μηχανισμούς του κυβερνώντος κόμματος. Αυτό οδηγεί στην ιδέα του επιτελικού εκσυγχρονισμού.


Ο τρόπος με τον οποίο ο Πρωθυπουργός ελέγχει σήμερα τους υπουργούς του είναι υπέρ το δέον αποκεντρωτικός. Ο κάθε υπουργός χαίρει υπερβολικής αυτονομίας σε ό,τι αφορά το υπουργικό του «φέουδο». Αυτό δημιουργεί τεράστιες δυσκολίες ελέγχου, συντονισμού και αποτελεσματικής εφαρμογής της κυβερνητικής πολιτικής ­ ιδίως σε περιπτώσεις όπου ένα μεγάλο τμήμα του κυβερνώντος κόμματος δεν υποστηρίζει ενεργά ή και σαμποτάρει τους πρωθυπουργικούς στόχους.


Η λύση του προβλήματος έγκειται στο πέρασμα από τον σημερινό αποκεντρωτικό τρόπο ελέγχου των υπουργείων σε ένα «μεταφεουδαρχικό», πιο συγκεντρωτικό σύστημα όπου ο πρωθυπουργός, μέσω ενός εκτενούς και καλά οργανωμένου επιτελείου, είναι σε θέση να ελέγχει τους υπουργούς του επί καθημερινής βάσης. Είναι δηλαδή θέμα ανακατανομής δύναμης από τους υπουργούς/κομματικούς βαρόνους στον πρωθυπουργό και το επιτελείο του. Είναι, με άλλα λόγια, θέμα εναρμόνισης της τυπικής εξουσίας του πρωθυπουργού (που από το Σύνταγμα είναι εξαιρετικά ισχυρή) και της ουσιαστικής εξουσίας του που, λόγω έλλειψης επιτελικής υποδομής, είναι καχεκτική. Πρόκειται δηλαδή για έναν επιτελικό εκσυγχρονισμό της πρωθυπουργικής λειτουργίας που βλέπουμε σε όλες τις καλά οργανωμένες κυβερνήσεις (Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία) και που δεν έχουμε ακόμη στη χώρα μας.


Αν αυτή η επιτελική υποδομή δεν δημιουργηθεί, ακόμη και με έναν ριζικό ανασχηματισμό ο πρωθυπουργός θα εξακολουθεί να είναι δέσμιος των υπουργών του ­ και σε τελική ανάλυση, δέσμιος ενός κόμματος το οποίο, παρ’ όλη τη ρητορεία, αρνείται να εκσυγχρονισθεί.


Συμπέρασμα: Μετά την πολιτική ρήξη (τερματισμός του μετεμφυλιακού διχασμού) και την οικονομική (ένταξη στην ΟΝΕ), το ΠαΣοΚ και η κυβέρνηση καλούνται να κάνουν μια παρόμοιας εμβέλειας κοινωνική ρήξη. Αυτό σημαίνει την επίτευξη ενός εκσυγχρονισμού που θα στοχεύσει στην επιτάχυνση ενός προγράμματος το οποίο θα συνδυάζει περισσότερη αυστηρότητα σε ό,τι αφορά τα διάφορα συντεχνιακά, κομματικοκρατικά και μονοπωλιακά συμφέροντα που βρίσκονται στη βάση της διαπλοκής και της γενικευμένης διαφθοράς και συγχρόνως περισσότερη γενναιοδωρία σε ό,τι αφορά τα περιθωριοποιημένα, μη προνομιούχα τμήματα του πληθυσμού.


Η παραπάνω διττή στρατηγική κοινωνικού εκσυγχρονισμού προϋποθέτει και έναν επιτελικό εκσυγχρονισμό. Προϋποθέτει τη δημιουργία ενός εκτεταμένου και καλά οργανωμένου επιτελείου που θα συμβουλεύει κατά συστηματικό και επαγγελματικό τρόπο τον πρωθυπουργό ­ δίνοντάς του τη δυνατότητα σοβαρού, συνεχούς ελέγχου των υπουργών του. Μόνο έτσι θα μπορέσει ο Κώστας Σημίτης να ξεπεράσει τα εμπόδια που δημιουργεί η αντιεκσυγχρονιστική μερίδα του κόμματός του.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.