Το ΠαΣοΚ κυβερνά τη χώρα το μεγαλύτερο διάστημα της εικοσαετίας 1981-2001. Την περίοδο αυτή έκανε επιλογές οικονομικής πολιτικής από το ένα άκρο του εκκρεμούς στο άλλο, ώσπου να καταλήξει στον συνδυασμό σταθερότητας και ανάπτυξης που επικράτησε τα προηγούμενα χρόνια και μας οδήγησε στη ζώνη του ευρώ και στη σημερινή προοπτική ευημερίας.


Οι δυνάμεις του εκκρεμούς άρχισαν αμέσως μετά που κέρδισε τις εκλογές του 1981. Το ΠαΣοΚ βρέθηκε τότε σε μια εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία για την ελληνική οικονομία εξαιτίας της ισχυρής πίεσης που δέχθηκε από την απροετοίμαστη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, την «καμένη γη» που του κληροδότησε η Νέα Δημοκρατία και το φιλόδοξο κοινωνικό πρόγραμμα που είχε δεσμευτεί να εφαρμόσει. Η προφανής δυσκολία να αντιμετωπιστούν και τα τρία προβλήματα ταυτόχρονα οδήγησε με μαθηματική ακρίβεια σε εναλλαγές φάσεων ανεξέλεγκτης επέκτασης και δραστικής σταθεροποίησης. Ετσι το τέλος της δεκαετίας του ’80 είδαμε τη διαμόρφωση μιας άνισης εικόνας του ΠαΣοΚ της εποχής εκείνης, ως αδιαμφισβήτητου θεμελιωτή του σύγχρονου κοινωνικού κράτους από τη μια πλευρά, χωρίς όμως παράλληλα να έχει εμπεδώσει μια μακροχρόνια αναπτυξιακή δυναμική από την άλλη.


Το πρώτο επεκτατικό πρόγραμμα ξεκίνησε το 1982 με τις μεγάλες μισθολογικές αυξήσεις και τη γενναία χρηματοδότηση του κοινωνικού κράτους, πολιτικές που ικανοποίησαν το ευρύτερο λαϊκό αίσθημα και κάλυψαν σε σημαντικό βαθμό το έλλειμμα κοινωνικής συνοχής που υπήρχε ως τότε. Αφησαν όμως ακάλυπτο το έδαφος των επενδύσεων, της απασχόλησης και της ανταγωνιστικότητας, με αποτέλεσμα την άνοδο της ανεργίας, που δεν μπόρεσε να ανακόψει η ραγδαία αύξηση του δημόσιου τομέα. Η μαζική χρεοκοπία των προβληματικών επιχειρήσεων οδήγησε στην απόφαση κρατικοποίησής τους, πράγμα που ενέπλεξε το κράτος σε μια μάταιη και αδιέξοδη προσπάθεια η οποία, παρά τις προθέσεις εξυγίανσης, ξόδεψε πολύτιμους αναπτυξιακούς πόρους, οδήγησε στο κλείσιμο πολλών άλλων ιδιωτικών επιχειρήσεων που δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν την κρατική παρέμβαση και εμπέδωσε αντιλήψεις που κάθε άλλο παρά ευνοούσαν το επενδυτικό και επιχειρηματικό κλίμα στη χώρα για πολλά χρόνια μετά.


Οι ανισορροπίες δεν άργησαν να φανούν, και έναν χρόνο μετά η κυβέρνηση του ΠαΣοΚ επέβαλε ένα μίνι σταθεροποιητικό πρόγραμμα που περιελάμβανε μια υποτίμηση κατά 10% και ετεροχρονισμό στη χορήγηση των μισθολογικών αυξήσεων. Το πρόγραμμα είχε πενιχρά αποτελέσματα και εγκαταλείφθηκε στο τέλος της ίδιας χρονιάς, καθώς η χώρα έμπαινε στον πολιτικό κύκλο των ευρωεκλογών του 1984 και των εθνικών εκλογών έναν χρόνο αργότερα. Η νέα δημοσιονομική επέκταση που ακολούθησε οδήγησε σε ακόμη πιο έντονη μακροοικονομική ανισορροπία και έκανε αναπόφευκτη την επιβολή ενός νέου σταθεροποιητικού προγράμματος τον Οκτώβριο του 1985, το οποίο ανέλαβε να υλοποιήσει ο σημερινός πρωθυπουργός. Δύο χρόνια μετά και παρά το γεγονός ότι τα δημοσιονομικά μεγέθη δεν είχαν δείξει μια μόνιμη βελτίωση ούτε η οικονομική ανάπτυξη είχε προλάβει να εδραιωθεί, το σταθεροποιητικό πρόγραμμα εγκαταλείφθηκε αιφνιδιαστικά, χωρίς όμως η κυβέρνηση να καταφέρει να αντιστρέψει τη φθίνουσα δημοτικότητά της και να κερδίσει τις εκλογές του 1989. Η αδιέξοδη αίσθηση του εκκρεμούς μεταξύ επέκτασης και σταθεροποίησης τροφοδότησε νέες αναζητήσεις οικονομικής πολιτικής όταν το ΠαΣοΚ βρέθηκε στην αντιπολίτευση και έπρεπε να διαμορφώσει μια νέα πρόταση εξουσίας. Η αποτυχία της οικονομικής πολιτικής της ΝΔ να φέρει ανάπτυξη, να προωθήσει τις αποκρατικοποιήσεις και να παρουσιάσει ένα αξιόπιστο Πρόγραμμα Σύγκλισης άνοιξε τον δρόμο για τη θριαμβευτική επιστροφή του ΠαΣοΚ με έναν πιο εκσυγχρονισμένο πολιτικό και οικονομικό λόγο προς μια κοινωνία που αγωνιούσε μήπως βρεθεί εκτός της ευρωπαϊκής προοπτικής. Η διαδικασία όμως διαμόρφωσης μιας συνολικής πολιτικής σταθεροποίησης, ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής είχε ακόμη αρκετό δρόμο.



Μετά τις εκλογές του 1993 η νέα κυβέρνηση του ΠαΣοΚ δεν προχώρησε αμέσως στη λήψη σταθεροποιητικών μέτρων, επέλεξε μια διαδικασία διαλόγου όπου υπήρξε μεν κοινή παραδοχή για την έκταση της κρίσης αλλά καμία συναίνεση δεν επιτεύχθηκε για το ποιος θα φέρει το βάρος της προσαρμογής. Η πραγματικότητα όμως πίεζε διαρκώς με νέα όξυνση της μακροοικονομικής ανισορροπίας στις αρχές του 1994. Η πιεστική πλέον ανάγκη να αντιμετωπιστεί το δημόσιο χρέος οδήγησε την κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου να υιοθετήσει ένα νέο πρόγραμμα σύγκλισης και σταθεροποίησης, το οποίο ξεπέρασε τις παλινωδίες και τον μακροοικονομικό λαϊκισμό των προηγούμενων περιόδων. Δημιουργήθηκε έτσι ένα νέο περιβάλλον που ξεκόλλησε την ελληνική οικονομία από τη στασιμότητα, αξιοποίησε το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, ξεκίνησε τις πρώτες προσπάθειες αποκρατικοποιήσεων και άνοιξε τον δρόμο για την επίτευξη της σύγκλισης στα κριτήρια του Μάαστριχ.


Η ανάδειξη Σημίτη στην πρωθυπουργία και η νέα εκλογική νίκη του 1996 οδήγησαν στην πλήρη προσήλωση της οικονομικής πολιτικής προς την ένταξη στην ΟΝΕ και την υιοθέτηση ενός εκτεταμένου προγράμματος αποκρατικοποιήσεων που μείωσε αισθητά το δημόσιο χρέος και επιτάχυνε την ανάπτυξη. Καθώς προχωρούσε η σύγκλιση προς την ΟΝΕ άρχισαν να δημιουργούνται και οι προϋποθέσεις χρηματοδότησης ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους που έγινε γνωστό ως «Πακέτο Σημίτη». Ο συνδυασμός αυτός έδωσε τη δυνατότητα στην Ελλάδα να πραγματοποιήσει τη σύγκλιση προς την ΟΝΕ χωρίς να εισέλθει σε μια φάση οικονομικής ύφεσης και χωρίς να περιορίσει, αλλά αντίθετα να ενισχύσει, την κοινωνική πολιτική. Η ανάδειξη της κοινωνικής συνοχής ως ισοδύναμης προτεραιότητας με τη σταθεροποίηση και την ανάπτυξη συμφιλίωσε τις νέες οικονομικές κατευθύνσεις με τα ιδεολογικά νάματα του ΠαΣοΚ της πρώτης δεκαετίας.


Αξίζει εδώ να αναφέρουμε ορισμένες επιλογές σχετικά με τον τρόπο επίτευξης των στόχων της σύγκλισης. Αν υιοθετούσαμε τον παραδοσιακό τρόπο τυφλής περικοπής δαπανών και αντιαναπτυξιακής αύξησης των φορολογικών εσόδων, ίσως και πάλι καταφέρναμε να μειωθούν τα ελλείμματα. Αλλά χωρίς διαρθρωτικές αλλαγές, χωρίς άνοιγμα των αγορών και χωρίς θεσμικές εγγυήσεις, αργά ή γρήγορα θα επιστρέφαμε στην προγενέστερη κατάσταση οικονομικής ασφυξίας και στασιμότητας. Αντίθετα, επιλέξαμε να αξιοποιήσουμε την ευκαιρία της σύγκλισης για να διαμορφώσουμε ένα νέο πλαίσιο δημοσιονομικής διαχείρισης, έναν πιο σύγχρονο τρόπο λειτουργίας και αποκρατικοποίησης των δημοσίων επιχειρήσεων και τη δημιουργία νέων αγορών ομολόγων και άλλων χρηματοπιστωτικών εργαλείων με τα οποία όχι μόνο πετύχαμε την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, αλλά ταυτόχρονα δημιουργήσαμε και μια μονιμότερη αναπτυξιακή δυναμική.


Η οικονομική σύγκλιση δεν έλυσε βέβαια όλα τα προβλήματα, αλλά διαμόρφωσε πολύ καλύτερες συνθήκες για να αντιμετωπιστούν. Ζητούμενο τώρα είναι η δίδυμη στρατηγική με στόχο τόσο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας για να επιτευχθεί η πραγματική σύγκλιση όσο και την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους. Κινούμενοι πλέον σε ένα σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον προωθούμε τη δεύτερη γενιά διαρθρωτικών αλλαγών, με στόχο να κινητοποιηθούν οι εγχώριες επιχειρηματικές και εργασιακές δυνάμεις, να γίνει η Ελλάδα ελκυστικός προορισμός για τις ξένες επενδύσεις και να δημιουργηθούν μαζικά νέες θέσεις απασχόλησης.


Ως αποτέλεσμα αυτής της ιστορικής διαδρομής, το ΠαΣοΚ έχει σήμερα θέσει την ελληνική οικονομία σε μια αναμφισβήτητη πορεία ανάπτυξης και ισχύος με υψηλό βαθμό κοινωνικής συναίνεσης, χωρίς μείζονες αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις. Οι διεθνείς κλυδωνισμοί που ακολούθησαν το χτύπημα στις ΗΠΑ έκαναν μερικούς να σκεφθούν πόσο ευάλωτη θα ήταν σήμερα η ελληνική οικονομία αν δεν είχαμε μπει στην ΟΝΕ. Και ίσως κάνουν όλους μας να αναγνωρίσουμε ότι αυτό που θεωρείται σήμερα ως αυτονόητο ευρωπαϊκό κεκτημένο για τη χώρα μας απετέλεσε τη συνειδητή κατάληξη δύσκολων πολιτικών επιλογών που αγνόησαν τις σειρήνες του εφήμερου χειροκροτήματος και ανέδειξαν τον συνδυασμό σταθερότητας, ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής ως την πλέον ωφέλιμη στρατηγική για τον κάθε έλληνα πολίτη. Ισως είναι και χρήσιμο θέμα για το σημερινό Συνέδριο του ΠαΣοΚ.


Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι υπουργός Ανάπτυξης.