Σε προηγούμενη επιφυλλίδα (Το Βήμα, 19.8.2001) είχα προσπαθήσει να παρουσιάσω τις ουσιαστικές διαφορές που χωρίζουν τους αρχαίους από τους νεότερους Ολυμπιακούς Αγώνες και να εξηγήσω γιατί μεταξύ των δύο αυτών περιόδων της ιστορίας του αθλητισμού δεν υπάρχει συνέχεια. Αντίθετα, οι σημερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες αποτελούν συνέχεια των αγώνων που αναβιώθηκαν τον περασμένο αιώνα, παρά τις ουσιαστικές αλλαγές στόχων, αξιών και περιεχομένου που συνέβησαν μέσα στον 20ό αιώνα. Στη σημερινή επιφυλλίδα θα ήθελα ακριβώς να επικεντρώσω το ενδιαφέρον σ’ αυτούς τους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες και να φωτίσω την ιστορική σημασία της αναβίωσης.


Η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων έχει γίνει το αντικείμενο μιας ατέρμονης επιστημονικής συζήτησης σχετικά με το ποιος συνέλαβε πρώτος την ιδέα και ως προς τον ρόλο του Κουμπερτέν, συζήτηση που ωστόσο παραμελεί τις ποικίλες παραμέτρους και συνέπειες της καινοτομίας αυτής καθεαυτής. Γιατί οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτελούν έναν θεσμό όπου καθρεφτίζεται ο σύγχρονος κόσμος: η καθιέρωσή τους εκφράζει απολύτως τις κυρίαρχες αξίες του 19ου αιώνα ενώ η εξέλιξή τους συνοψίζει τους πολιτικούς, οικονομικούς και ιδεολογικούς μετασχηματισμούς του 20ού αιώνα. Το γεγονός ότι οι αναβιωμένοι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι, σε αντίθεση με το αρχαίο τους πρότυπο και τους προπομπούς τους ως το 1892, διεθνείς δίνει προφανώς άλλες διαστάσεις στον νέο παγκόσμιο θεσμό που θα επαναλαμβάνεται κανονικά ανά τετραετία.


Η πρώτη συνέπεια της διεθνοποίησης υπήρξε η στενή σύνδεση του αθλητισμού με τον εθνικισμό. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτελούν ένα επιπλέον πεδίο εθνικής αντιπαράθεσης ­ έστω και συμβολικής ­ όπου οι νίκες των αθλητών ταξινομούνται με βάση τα κράτη (έθνη) και οι ολυμπιονίκες αντιμετωπίζονται ως εθνικοί ήρωες. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις εξάλλου που νίκες στα στάδια και στα γήπεδα χρησιμοποιήθηκαν αντισταθμιστικά σε αντιπαλότητες μεταξύ εθνών. Στο γήπεδο, «μικρά» έθνη μπορούν να νικούν τα «μεγάλα» ή ένα έθνος μπορεί να ταπεινώσει τον «ιστορικό» του εχθρό.


Δεύτερη συνέπεια της διεθνοποίησης ήταν η γενίκευση του αθλητικού θεάματος. Το μεγαλειώδες θέαμα των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων ­ όλο και πιο επιτηδευμένο και επεξεργασμένο ­ συνιστά επίσης μια από τις νεότερες τελετουργίες κοσμικού χαρακτήρα, που αντικαθιστούν σε ένα βαθμό τις θρησκευτικές τελετουργίες της παραδοσιακής κοινωνίας. Το θέαμα των Ολυμπιακών Αγώνων δεν είναι μόνο αθλητικό αλλά περιλαμβάνει και όλες τις εκδηλώσεις που το πλαισιώνουν ήδη από την πρώτη Ολυμπιάδα του 1896. Μέσα στον 20ό αιώνα, όλο και πιο σημαντική θα γίνει η αναπαραγωγή και η διάδοση του ολυμπιακού θεάματος χάρη στην τηλεόραση.


Τρίτη συνέπεια υπήρξε η παγκόσμια αποδοχή μέσω του αθλητισμού των νεωτερικών αστικών αξιών (αξιοκρατία, ισότητα, αλληλεγγύη, υγεία). Ο αγώνας στον στίβο ή στο γήπεδο στηρίζεται στον «δημοκρατικό» ανταγωνισμό μεταξύ «ίσων» και ο «άριστος» υπερέχει όχι λόγω κοινωνικής θέσης ή κληρονομικού δικαιώματος αλλά χάρη στην προσωπική αξία και στην ατομική προσπάθεια. Οπως στην καθολική ψηφοφορία όλοι οι ψηφοφόροι είναι «ίσοι», έτσι και στην αθλητική αναμέτρηση οι αντίπαλοι είναι «ίσοι» και δεν υπολογίζονται οι κοινωνικές διαφορές που προϋπάρχουν. Σ’ αυτές τις ηθικές αξίες, που ενυπήρχαν στα σπορ του 19ου αιώνα, στηριζόταν εξάλλου και η παιδαγωγική τους λειτουργία.


Ειδικότερα για την Ελλάδα, η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων αποτέλεσε πραγματική τομή για την ανάπτυξη του αθλητισμού και δεν θα ήταν υπερβολή να θεωρηθεί ως η αφετηρία για την εξάπλωση των σπορ στην ελληνική κοινωνία. Η σημασία της Ολυμπιάδας του 1896 έγκειται στην επιτάχυνση διαδικασιών που είχαν ήδη ξεκινήσει τα προηγούμενα χρόνια και στη νομιμοποίηση της αθλητικής πρακτικής και του αθλητικού θεάματος μέσω ενός θεσμού με έντονα ιδεολογικό χαρακτήρα. Η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων λειτούργησε λοιπόν κατ’ αρχάς επιταχυντικά για την εξάπλωση της σωματικής άσκησης στην εκπαίδευση αλλά και στον χώρο του σωματειακού αθλητισμού.


Από τους Ολυμπιακούς του 1896 αρχίζει στην ουσία η «θεαματοποίηση» των σπορ και του αθλητισμού, παρ’ όλο που η μαζικότητα του 1896, με κορύφωση τον Μαραθώνιο, δεν επαναλαμβάνεται πριν από τη Μεσολυμπιάδα του 1906. Ενα μεγάλο κοινό προσήλθε στο Στάδιο και στο Ποδηλατοδρόμιο και μυήθηκε σε μια «κουλτούρα τού θεάσθαι» που διεπόταν από συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς, αντίστοιχους με εκείνους που διείπαν το «ευ αγωνίζεσθαι» (fair-play) των αθλητών. Και σ’ αυτό τον τομέα άλλωστε ­ διατύπωση ενός συστήματος διεθνών κανόνων λειτουργίας των αθλητικών θεσμών και διεξαγωγής των αγώνων ­ η σημασία των Ολυμπιακών Αγώνων υπήρξε αδιαμφισβήτητη. Στο εξής, οι κανόνες της αθλητικής αναμέτρησης κωδικοποιούνται με βάση μια κοινή διεθνή γλώσσα, καταγράφονται οι επιδόσεις και εισάγεται η έννοια του ρεκόρ. Ωστόσο η «επιδοσιομανία», κατά τον Ι. Χρυσάφη, οδήγησε στην εξειδίκευση και στην «αγοραπωλησία» των αθλητών και η επίδοση έγινε πλέον ο βασικός στόχος της σωματικής άσκησης.


Τέλος, η διοργάνωση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών στην Αθήνα συνέβαλε στην αναβίωση της ιδέας του αρχαίου κλέους και ενίσχυσε, στο φαντασιακό επίπεδο, τη συλλογική αυτοεικόνα, τροφοδοτώντας τα αλυτρωτικά οράματα. Η «μικρή Ελλάς», που έφθανε μέχρι τη Θεσσαλία, οργάνωσε τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες του σύγχρονου κόσμου και ανέδειξε εντυπωσιακό αριθμό ολυμπιονικών. Κατοχύρωσε έτσι, στα μάτια των ξένων, το ένδοξο παρελθόν της.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.