Η μεγάλης κλίμακας πολύνεκρη τρομοκρατική ενέργεια στις ΗΠΑ την 11η Σεπτεμβρίου 2001 εγείρει ζητήματα αντιμετώπισης τέτοιου είδους πράξεων σε διεθνές επίπεδο. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη ενέργεια ως «πράξη πολέμου» και «ένοπλη επίθεση» εναντίον του κράτους και επιφυλάχθηκε του δικαιώματος να υιοθετήσει ένα ευρύ φάσμα μέτρων:


Πρώτον, τη χρήση μονομερώς μη στρατιωτικών μέτρων πολιτικής, οικονομικής, διπλωματικής φύσεως.


Δεύτερον, τη χρήση ένοπλης βίας ασκώντας το δικαίωμα ατομικής ή συλλογικής άμυνας.


Τρίτον, την ενεργοποίηση διεθνών συμβάσεων περί ασκήσεως ποινικής δικαιοδοσίας κατά των υπαιτίων τρομοκρατικών ενεργειών, που επιβάλλουν στα συμβαλλόμενα κράτη την υποχρέωση είτε να δικάσουν τους υπαιτίους αυτά είτε να τους εκδώσουν σε αλλά συμβαλλόμενα μέρη για να δικασθούν με βάση την αρχή aut dedere aut judicare (π.χ., η Σύμβαση του Μόντρεαλ 1971 για την Ασφάλεια της Πολιτικής Αεροπορίας).


Τέλος, την προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ με σκοπό την υιοθέτηση κυρωτικών μέτρων με βάση το Κεφάλαιο 7 του Χάρτη για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης τρομοκρατικής ενέργειας σε συνέχεια της Απόφασης 1368 (2001) του Συμβουλίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2001. Ζήτημα νομιμότητας, ωστόσο, είναι δυνατό να εγείρει μόνον η δεύτερη περίπτωση.


* Η διατάραξη της ειρήνης


Η άσκηση του δικαιώματος άμυνας αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα μη χρήσης βίας μεταξύ κρατών, που προβλέπεται στο Αρθρο 2(4) του Χάρτη του ΟΗΕ και το εθιμικό δίκαιο (Υπόθεση Νικαράγουα κατά ΗΠΑ (1986). Το δικαίωμα άμυνας (ατομικής ή συλλογικής) ασκείται στην περίπτωση που ένα κράτος είναι θύμα ένοπλης επίθεσης από άλλο κράτος, χρήσης βίας τέτοιας έντασης και συνεπειών που να διακυβεύεται η διεθνής του θέση ως εδαφικής, πολιτικής και οικονομικής οντότητας.


Η δράση ένοπλων ομάδων αποτελεί χρήση βίας «μεταξύ κρατών» όταν τους παρέχεται υλική ενίσχυση από άλλο κράτος (οπλισμός, εκπαίδευση, πληροφορίες, λογιστική βοήθεια, αλλά όχι η παροχή οικονομικής ενίσχυσης που αποτελεί παράνομη επέμβαση). Αποτελεί δε ένοπλη επίθεση, όταν αυτές αποστέλλονται από ένα κράτος για να δράσουν εναντίον άλλου ή η εξάρτησή τους από ένα κράτος είναι τέτοια ώστε να τις καθιστά οιονεί όργανα του τελευταίου. Η απλή παροχή υλικής βοήθειας συνιστά λόγο για αμυντικά αντίμετρα, δηλαδή άσκηση του δικαιώματος μόνον ατομικής άμυνας. Τόσο τα αμυντικά αντίμετρα όσο και η άσκηση ατομικής ή συλλογικής άμυνας πρέπει να ασκηθούν υπό τις προϋποθέσεις της αναγκαιότητας (προηγούμενη χρήση βίας από ένα κράτος), της αναλογικότητας (απόκρουση της παράνομης χρήσης βίας εντός των ορίων της αναγκαιότητας) και αμεσότητας (μη απομάκρυνση χρονικά από τη χρήση βίας που αποτέλεσε τον γενεσιουργό λόγο της).


Η αμυντική δράση, αν και νόμιμη, αποτελεί διατάραξη της διεθνούς ειρήνης. Πρέπει, συνεπώς, να είναι όσο το δυνατόν περιορισμένη και να μην οδηγήσει σε κλιμάκωση επιζήμια για τη διεθνή ειρήνη. Ετσι πρέπει να περιορισθούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι περιπτώσεις άσκησης της συλλογικής άμυνας.


* Αναγκαίες αποδείξεις


Οι περισσότερες ένοπλες ομάδες που έδρασαν μετά το 1945 δεν δημιουργήθηκαν ή στάλθηκαν από άλλα κράτη, αλλά συνεστήθησαν ως αντίδραση στην πολιτική κυβερνήσεων. Η υλική ενίσχυση που τους παρεχόταν μπορεί να τις ενδυνάμωσε αλλά δεν αποτελούσε τον γενεσιουργό λόγο της ύπαρξής τους. Επομένως, η δράση εναντίον τους πρέπει να περιορίζεται εκεί που εκδηλώνεται η χρήση βίας εκ μέρους τους, συνήθως το έδαφος του κράτους-θύματος, και να ασκείται στο έδαφος άλλου κράτους ατομικά μόνον, στις εξαιρετικές περιπτώσεις που ένοπλη βία από αυτές τις ομάδες όντως προέρχεται από εκεί ή υπάρχουν βάσεις μόνιμα εγκατεστημένες, τις οποίες η κυβέρνηση του κράτους αδυνατεί να καταργήσει, διότι δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο στη συγκεκριμένη εδαφική περιοχή.


Η τρομοκρατική ενέργεια κατά των ΗΠΑ ήταν τέτοιου μεγέθους ώστε να αποτελεί ένοπλη επίθεση. Αποδόθηκε στην οργάνωση Αλ Κάιντα. Πρέπει να αποδειχθεί όμως ότι οι δράστες στάλθηκαν από τους Ταλιμπάν ή αποτελούν οιονεί όργανά τους, ώστε οι ΗΠΑ να έχουν το δικαίωμα συλλογικής άμυνας με βάση το Αρθρο 5 του Καταστατικού του ΝΑΤΟ. Φαίνεται να έχουν δικαίωμα ατομικών αμυντικών αντιμέτρων, λόγω της διαπιστωμένης μόνιμης παρουσίας της συγκεκριμένης ομάδας στο Αφγανιστάν και της διαπλοκής τους με τους Ταλιμπάν [Αποφάσεις Συμβουλίου Ασφαλείας 1267 (1999), 1333 (2000)]. Μόνον η απλή παρουσία τους εκεί ως αιτιολογία για τη χρήση βίας διευρύνει επικίνδυνα τα όρια της αμυντικής δράσης, σύμφωνα με το δίκαιο. Επιπλέον, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας ως γενικού φαινομένου με ένοπλη δράση πρέπει να έχει το τεκμήριο νομιμότητας που εγγυάται το σύστημα συλλογικής ασφάλειας του ΟΗΕ. Η επίκληση μιας απεριόριστης χρονικά αναγκαιότητας άμυνας κατά της τρομοκρατίας γενικά φαίνεται να υποκαθιστά αυτό το σύστημα με τη μονομερή χρήση βίας και να το υπονομεύει ανεπανόρθωτα.


Ο κ. Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος είναι λέκτωρ Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.