Στα τελευταία τριάντα χρόνια τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν αλλάξει μορφή, προς το καλύτερο και προς το χειρότερο. Γιατί άραγε; Είναι οι μεταρρυθμίσεις; Είναι οι φοιτητές; Είναι οι δάσκαλοι; Είναι η κοινωνία μας που αλλάζει; Είναι τα ερεθίσματα από τον έξω κόσμο;


Δεν έχω, φυσικά, απαντήσεις. Μήπως μπορούμε, τουλάχιστον, να εντοπίσουμε τις μεγάλες τομές μέσα στον χρόνο και, «συγυρίζοντας» έτσι στο μυαλό μας τις μεταβολές, να δούμε μερικά από τα γενικότερα αίτιά τους; Αλλωστε οι τρεις βαθύτερες τομές διακρίνονται εύκολα: 1974, 1982, 1989.


Τη μεταδικτατορική περίοδο, από το 1974 ως το 1982, χαρακτηρίζει μια μεταβατικότητα φυσιολογική και γόνιμη. «Φυσιολογική», επειδή οφείλεται σε μια κινητικότητα πολύ ευρύτερη που παρατηρείται όχι μόνο στα πανεπιστήμια αλλά και στο σύνολο της κοινωνίας. Είναι η έκρηξη που ακολουθεί την πτώση της δικτατορίας, έκρηξη ελευθερίας, αμφισβητήσεων, διεκδικήσεων και ανατροπών. Μια τεράστια κοινωνική πίεση ασκείται, εκ των κάτω, για εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις και ανατροπές. Πιέζουν οι φοιτητές, βεβαίως, με τις οργανώσεις τους, κομματικές και συνδικαλιστικές· πιέζουν και οι χαμηλόβαθμοι διδάσκοντες και οι εκτός πανεπιστημίων επιστήμονες, κυρίως «κεντρώοι» ή αριστεροί· αλλά και χιλιάδες πολίτες που δεν έχουν άμεση σχέση με τα πανεπιστήμια ­ είτε είναι γονείς είτε όχι. Πιέζουν επίσης και τα στελέχη των πολιτικών κομμάτων· κυρίως των τότε αντιπολιτευομένων, αλλά και των κυβερνώντων. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γεωργίου Ράλλη είναι άριστο παράδειγμα· δεν πρόλαβε να επεκταθεί και στην ανώτατη εκπαίδευση· αν προλάβαινε, ίσως να έμοιαζε πολύ με τη μεταρρύθμιση που επέβαλε λίγο αργότερα η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου με τον Νόμο του 1982.


Στη δεύτερη περίοδο, μεταξύ 1982 και 1989, οι κοινωνικές πιέσεις τελεσφορούν. Ο Νόμος 1268/82, καρπός της προηγούμενης περιόδου, μεταβάλλει ριζικά τις συνθήκες στα πανεπιστήμια. Σχεδόν αμέσως μετά οι εκ των κάτω πιέσεις περιορίζονται, σαν να συρρικνώνονται. Οι αμφισβητίες και ανατροπείς της προηγούμενης περιόδου δεν απαιτούν πλέον μεταρρύθμιση, διότι την έχουν· επιζητούν ρύθμιση της μεταρρύθμισης· δηλαδή, την εφαρμογή του νέου νόμου και τη λεπτή ρύθμισή του στην πράξη. Και το πετυχαίνουν, εφαρμόζοντας τον νόμο στην καθημερινή ζωή των πανεπιστημίων, πότε καλώς, πότε κακώς. Από την πλευρά του λεπτορρυθμίζει τον νόμο και το υπουργείο· με τις ερμηνευτικές εγκυκλίους που εκτοξεύει προς τα πανεπιστήμια, πότε για να ικανοποιήσει τις νέες απαιτήσεις διδασκόντων και φοιτητών και πότε, σπανιότερα, για να τις περιορίσει.


Οι εξελίξεις αυτές πάντως επηρεάζονται βαθιά από το νέο κοινωνικό και ιδεολογικό κλίμα. Γιατί τα πανεπιστήμια δεν είναι στεγανοί χώροι· επηρεάζονται από το κοινωνικό κλίμα και συνάμα το επηρεάζουν. Οι ευρύτερες, κοινωνικές και πολιτικές, πιέσεις της προηγούμενης περιόδου έχουν βρει διέξοδο και εκτόνωση στην άνοδο μιας παράταξης που ευαγγελίζεται ευρύτατες πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές· και που εν μέρει τις πραγματοποιεί, ευτυχώς· αλλά με τεράστιο κόστος, δυστυχώς. Το κόστος αυτό δεν είναι μόνον οικονομικό, είναι και ιδεολογικό. Οι παραδοσιακές αντιλήψεις γύρω από την έννοια της κοινωνικής και της πολιτικής ευθύνης μεταβάλλονται ταχύτατα, μαζί με την αντίληψη της κοινωνικής αρετής, όπως τη διαμόρφωνε και την επέβαλλε στην κοινωνία μας ένα σύστημα αξιών αρχαιότερο, παραδοσιακότερο και συντηρητικότερο ­ αλλά στο θέμα αυτό χρήσιμο. Την επιρροή των ιδεών αυτών έχει μειώσει ακόμη περισσότερο η ιδεολογία του υλικού συμφέροντος, ατομικού και συντεχνιακού. Και στη μεταβολή αυτή έχουν επιδράσει καταλυτικά η κοινωνική κινητικότητα αλλά και η δημαγωγία και ο λαϊκισμός της εποχής.


Ετσι, φθάνουμε στο 1989. Αν την πρώτη περίοδο χάραξε η εξέγερση, αν στη δεύτερη οι «επαναστάτες» κατοχύρωσαν τα κεκτημένα τους μετά τη νίκη, στην τρίτη περίοδο το εκκρεμές σημαίνει την επιστροφή στον πολιτικό συντηρητισμό. Η Ελλάδα διέρχεται βαθιά κρίση, οικονομική, κοινωνική, ιδεολογική, πολιτική, πολιτισμική. Το κλίμα μεταφέρεται πάλι και στα πανεπιστήμια. Πρώτα έρχεται η συντηρητική πολιτική στροφή των φοιτητών: εκφράζει μια βαθύτατη ανασφάλεια (και των γονέων, στην κυριολεξία). Αντανακλά εξάλλου τη λατρεία του χρήματος που έχει στο μεταξύ καλλιεργήσει η ίδια η κοινωνία, με επικεφαλής τις αρχηγεσίες της, νεοφιλελεύθερες και παλαιοσοσιαλιστικές ­ η ξύλινη γλώσσα της Αριστεράς δεν βοήθησε και πολύ. Η στροφή των φοιτητών συμπίπτει με μια επίσης συντηρητική στροφή των διδασκόντων, παλαιών και νεοτέρων. Είναι γνωστό άλλωστε ότι τις «επαναστάσεις» (εντός ή εκτός εισαγωγικών) ακολουθεί πάντοτε ένα είδος «νοικοκυρέματος».


Τη στροφή και την ιδεολογική σύγχυση, στα πανεπιστήμια και στην κοινωνία μας γενικότερα, επιτείνει και η παγκόσμια μεταβατικότητα. Από το 1989 ο κόσμος έχει εισέλθει σε μια μεταβατική περίοδο μακρά και κοσμογονική. Αυτό όμως είναι άλλο θέμα· στο οποίο ούτε θα επεκταθώ ούτε θα επανέλθω· προτιμώ να μην πω κι εγώ τις αοριστολογίες μου για το απροσδιόριστο και κακόηχο φάντασμα της «παγκοσμιοποίησης».


Ο κ. Γεώργιος Β. Δερτιλής είναι ιστορικός, διευθυντής σπουδών της Ανωτάτης Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού.