Η εμμονή του Αρχιεπισκόπου στο θέμα των ταυτοτήτων ­ ακόμη και μετά την τελεσίδικη, αμετάκλητη απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου της χώρας ­ δεν δείχνει απλώς, όπως υποστήριζε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, ότι ο κ. Χριστόδουλος επεμβαίνει κατά χονδροειδή και απαράδεκτο τρόπο στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Η συγκεκριμένη παρέμβαση σημαίνει ότι ο προκαθήμενος της Εκκλησίας αρνείται να αναγνωρίσει τη συνταγματική νομιμότητα ­ και άρα, σε τελευταία ανάλυση, το πολίτευμα της ελληνικής δημοκρατίας.


Επειδή ο Αρχιεπίσκοπος σε ό,τι αφορά την «αδιαλλαξία» της κυβέρνησης συνέκρινε τη στάση του Κώστα Σημίτη με αυτήν του Ανδρέα Παπανδρέου, ακολουθώντας τη συγκριτική μέθοδο, θα πρέπει να τονίσουμε το εξής: Η ιδέα ότι οι υπογραφές που η Εκκλησία μάζεψε εκφράζουν τη «λαϊκή βούληση» και πως με βάση αυτή τη βούληση ο αρχηγός της Εκκλησίας νομιμοποιείται να γράφει στα παλιά του τα παπούτσια τις αποφάσεις του συνταγματικού δικαστηρίου δεν θυμίζει Ανδρέα Παπανδρέου αλλά Γεώργιο Παπαδόπουλο.


Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η χούντα κατάργησε το δημοκρατικό Σύνταγμα της χώρας βασιζόμενη σε μια παρόμοια ιδεολογία «λαϊκής βούλησης». Κατά τους συνταγματάρχες ήταν η αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια με τη γενικευμένη διαφθορά των πολιτικών και με την έλλειψη πατριωτισμού και θρησκευτικής ευλάβειας των διάφορων ελίτ που τους «υποχρέωσε» να καταργήσουν το Σύνταγμα και να επιδοθούν στην κατασκευή μιας εθνικά «υγιούς» δημοκρατίας βασισμένης στην «πραγματική» εθνική κυριαρχία, στη «γνήσια» βούληση του ελληνικού λαού.


Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι ακριβώς την ίδια ιδεολογική στρατηγική της «λαϊκής βούλησης» (μετρημένη, ανάλογα με την περίπτωση, με διάφορους αντιδημοκρατικούς τρόπους) χρησιμοποίησαν όλοι οι δικτάτορες του Μεσοπολέμου ­ από τους «θεοσεβούμενους» Σαλαζάρ και Φράνκο ως τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ ­ για να νομιμοποιήσουν τα αυταρχικά καθεστώτα που εγκαθίδρυσαν.


Το ότι η Εκκλησία μας δεν πολυενδιαφέρεται για τα ανθρώπινα δικαιώματα (σε ό,τι αφορά π.χ. τις θρησκευτικές μειονότητες) αυτό είναι μεν ένα σοβαρό δημοκρατικό έλλειμμα αλλά δεν είναι και τόσο καθοριστικό για τη συνολική λειτουργία του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Το ότι όμως ο αρχηγός της Εκκλησίας, υποστηριζόμενος από τη μεγάλη πλειονότητα του ιερατείου, αποφασίζει να αγνοήσει την απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου σε ό,τι αφορά τις ταυτότητες, επικαλούμενος τη «λαϊκή βούληση», αυτό πάει πολύ πιο μακριά. Ελπίζω ο κ. Χριστόδουλος να επιμένει στην ιδεολογία της λαϊκής βούλησης επειδή δεν έχει επίγνωση του πού οδηγεί αυτού του είδους η επιχειρηματολογία. Αφού όμως είναι τόσο πολυπράγμων, ίσως θα έπρεπε να ασχοληθεί πιο σοβαρά με την ιστορική εξέλιξη και την πολιτική θεωρία των δημοκρατικών θεσμών ­ στη χώρα μας και πιο γενικά. Αν το έκανε αυτό θα αντιλαμβανόταν ότι υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ της βοναπαρτικού τύπου «δημοκρατίας» (στην οποία οι πράξεις του οδηγούν) και στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία που ο ελληνικός λαός, έπειτα από αγώνες και θυσίες, εγκαθίδρυσε στη μεταχουντική περίοδο.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.