Οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι ήδη παρόντες στην καθημερινή μας ζωή: μέσα από τα ημερήσια και περιοδικά έντυπα, μέσα από τα δημόσια έργα, μέσα από τα είδη που πωλούνται στα καταστήματα, στα πρόσωπα των νικητών του Εντμοντον. Η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει την πρόκληση και να οργανώσει Αγώνες με «άρωμα ιστορίας». Ποιας ιστορίας όμως; της κλασικής Ελλάδας ή της Αθήνας του 1896; Για πολλούς η αίγλη της Ελλάδας οφείλεται στο κλασικό της παρελθόν και η υπεροχή της Αρχαιότητας είναι αδιαμφισβήτητη στην κλίμακα αξιολόγησης. Για άλλους υπάρχει σύγχυση ως προς τη σχέση των νεότερων με τους αρχαίους Αγώνες, έτσι ώστε να θεωρείται, κατά κάποιον τρόπο, ότι οι Αγώνες του 1896 υπήρξαν όχι μια αναβίωση αλλά μια συνέχεια των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων ­ στο πλαίσιο της αδιάσπαστης ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού. Ωστόσο οι δύο αυτές στιγμές της ιστορίας του αθλητισμού δεν απέχουν μόνο χρονικά αλλά και ως προς το πολιτισμικό και ιδεολογικό περιεχόμενό τους.


Για τους αρχαίους Ελληνες ο αθλητισμός και οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτελούσαν έναν τρόπο ζωής, αναπόσπαστο στοιχείο της καθημερινότητάς τους και ένα από τα βασικά ιδανικά του πολιτισμού τους. Ολόκληρος αυτός ο κόσμος, ο τρόπος ζωής και σκέψης και βεβαίως ο αθλητισμός εξαφανίζονται γύρω στον 5ο αιώνα μ.Χ., με την οριστική επικράτηση του χριστιανισμού στον γεωγραφικό χώρο που κάλυπτε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η χριστιανική κοσμοαντίληψη απέκλειε κάθε αθλητική δραστηριότητα συνδέοντάς την με την αμαρτία. Η επανεμφάνιση του αθλητισμού στο προσκήνιο της Ιστορίας έγινε δυνατή τον 19ο αιώνα ύστερα από μια σειρά οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών (ανθρωποκεντρισμός της διαφωτιστικής σκέψης και κριτική της θρησκείας, ανάπτυξη των επιστημών του σώματος, Βιομηχανική Επανάσταση και ένταξη του σώματος στην παραγωγική διαδικασία κ.ο.κ.). Σήμερα οι Ολυμπιακοί Αγώνες και τα σπορ αποτελούν βασική συνιστώσα της παγκόσμιας κουλτούρας με σημαντικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές απολήξεις. Η θέση που κατέχουν τα σπορ στην έντυπη και ηλεκτρονική ενημέρωση, το κοινό των αθλητικών συναντήσεων, η σημασία των σπορ και του αθλητισμού στην εκπαιδευτική διαδικασία εντός και εκτός σχολείου, η ταχύτατη εξάπλωση ειδικών χώρων γύμνασης και άσκησης, η αθλητική διαφήμιση και το οικονομικό βάρος των αθλητικών επιχειρήσεων είναι κάποιες από τις πτυχές που επιβεβαιώνουν αυτή τη διαπίστωση.


Η σωματική άσκηση έχει λοιπόν τελείως διαφορετική ιδεολογική και κοινωνική λειτουργία στην Αρχαιότητα αφενός και στον σύγχρονο κόσμο αφετέρου. Οι διαφορές αρχαίων και σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (εννοώ τους Αγώνες με τη μορφή που αναβιώθηκαν το 1896) θα μπορούσαν να συνοψιστούν στον θρησκευτικό χαρακτήρα των Αγώνων, στον ερασιτεχνισμό, στις επιδόσεις (ρεκόρ), στη θέση της γυναίκας και στα αθλήματα.


Στην Αρχαιότητα οι αγώνες ήταν ενταγμένοι μέσα σε ένα πλαίσιο λατρευτικών εκδηλώσεων και δεν είχαν αυτόνομο χαρακτήρα. Στον σύγχρονο κόσμο, αντίθετα, τα σπορ αποδεσμεύονται πλήρως από οποιοδήποτε εορταστικό πλαίσιο, αποκτούν αυτονομία και δικό τους ημερολόγιο ενώ γίνονται αυτοσκοπός. Συστατικό στοιχείο της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων υπήρξε εξάλλου η ιδεολογία του ερασιτεχνισμού που εξέφραζε το σύστημα αξιών της ανερχόμενης αστικής τάξης. Το ότι ο ερασιτεχνισμός αποτελεί στοιχείο της σύγχρονης κοινωνίας το οποίο δεν υπήρχε στην Αρχαιότητα αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η σωματική άσκηση γίνεται για «διασκέδαση» και η ευχαρίστηση βρίσκεται στην ίδια τη διεκπεραίωση της αθλητικής πράξης. Για τον ερασιτέχνη αθλητή σκοπός δεν είναι μόνο η νίκη αλλά κυρίως η συμμετοχή.


Στην Αρχαιότητα ωστόσο δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον για τη συμμετοχή και την επίδοση αλλά μόνο για την πρωτιά, τη νίκη. Αντίθετα, από την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων και ως σήμερα υπάρχει λεπτομερής καταγραφή των επιδόσεων σε παγκόσμιο επίπεδο, σε σημείο μάλιστα η επιδίωξη του ρεκόρ να γίνεται αυτοσκοπός και να καταλήγει στα γνωστά φαινόμενα ντόπινγκ.


Σημαντική διαφορά με την Αρχαιότητα εξάλλου εντοπίζεται στη θέση της γυναίκας. Παρ’ όλο που η θέση της γυναίκας ήταν τον περασμένο αιώνα περιθωριακή ως προς τη σωματική άσκηση, δεν ήταν απαγορευμένη η είσοδος των γυναικών στο αθλητικό θέαμα. Σε αντίθεση με την Αρχαιότητα, οι γυναίκες κατάκτησαν γρήγορα τα γήπεδα των νεωτερικών σπορ αλλά και τον κλασικό στίβο ως αθλήτριες. Από την αρχή του 19ου αιώνα εξάλλου ­ πάλι σε αντίθεση με την Αρχαιότητα ­ η γυμναστική θεωρήθηκε απαραίτητη για την εκπαίδευση όχι μόνο των αγοριών αλλά και των κοριτσιών.


Τέλος, ο σύγχρονος κόσμος δημιούργησε αθλήματα που δεν υπήρχαν στην Αρχαιότητα, κυρίως τα ομαδικά αθλήματα βρετανικής προέλευσης, όπως το ποδόσφαιρο, ή αθλήματα που συνδέονταν με νέες τεχνολογίες, όπως το ποδήλατο ή το αυτοκίνητο. Ειδικά για τους Ολυμπιακούς Αγώνες προστέθηκαν εξαρχής αθλήματα που υπήρχαν και στην Αρχαιότητα αλλά δεν ήταν ολυμπιακά (όπως η κολύμβηση, η κωπηλασία και η άρση βαρών) αλλά και τελείως νέα όπως το τένις.


Σε τρία χρόνια οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας θα είναι για πολλούς μια νέα «αναβίωση», ένα βλέμμα στο παρελθόν, μια ευκαιρία για χρήση της Ιστορίας. Η στέρεη και χωρίς προκαταλήψεις γνώση του παρελθόντος μπορεί ωστόσο να συμβάλει ώστε η χρήση να μη γίνει κατάχρηση και να αποφευχθούν οι αναχρονισμοί, τα ιδεολογήματα και οι ανιστόρητες συγκρίσεις με τους αρχαίους αθλητές και Αγώνες. Τότε το «άρωμα ιστορίας» που θα καλύψει τους Αγώνες θα είναι γνήσιο και γοητευτικό.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.