Ο Anthony Giddens, ένας από τους πιο σημαντικούς στοχαστές στον χώρο των κοινωνικών επιστημών, έγινε γνωστός στη χώρα μας ως ο «γκουρού» του Τόνι Μπλερ και ως ο κύριος θεωρητικός της αγγλοσαξονικής εκδοχής του Τρίτου Δρόμου. Οι έννοιες της Αριστεράς και της Δεξιάς παίζουν κεντρικό ρόλο στο ύστερο έργο του. Σε αυτό ο άγγλος κοινωνιολόγος προσπαθεί να αναπτύξει μια ενδιάμεση θέση μεταξύ της άποψης που απορρίπτει κατηγορηματικά τη διάκριση Αριστερά – Δεξιά ως άχρηστη και παραπλανητική (η θέση του Δ. Δημητράκου) και την άποψη που τη θεωρεί ένα απαραίτητο εργαλείο για την ανάλυση της σημερινής συγκυρίας, άποψη που την ασπάζομαι πλήρως (βλ. κυρίως Α. Giddens Πέρα από την Αριστερά και Δεξιά, εκδ. Πόλις).



Οι απόψεις του Giddens πάνω στα κρίσιμα ζητήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι κοινωνίες μας έχουν ως θεωρητικό υπόβαθρο ένα ιδεοτυπικό μοντέλο τριών σταδίων. Αυτό επιχειρεί να διερευνήσει πώς μερικές πλευρές της κοινωνικής οργάνωσης, του πολιτισμού και της προσωπικότητας αλλάζουν καθώς οι κοινωνίες προχωρούν από μια παραδοσιακή φάση σε μια φάση πρώιμης και τελικά ύστερης νεωτερικότητας.


Σε παραδοσιακές καταστάσεις κώδικες με τυποποιημένες «αλήθειες» καθορίζουν αυστηρά το περιθώριο λήψης αποφάσεων του ατόμου. Από πρακτικές αποφάσεις που αφορούν τον γάμο, το μέγεθος της οικογένειας και την καθημερινή συμπεριφορά ως εκείνες που άπτονται θεμελιωδών υπαρξιακών προβλημάτων ζωής ή θανάτου, η παράδοση παρέχει συνταγές δράσης τις οποίες τα άτομα ακολουθούν λίγο-πολύ αυτόματα. Στην πρώιμη νεωτερικότητα, από την άλλη πλευρά, οι παραδοσιακές βεβαιότητες αντικαθίστανται από «συλλογικές». Η προοδευτικότητα (η πίστη του Διαφωτισμού στην απεριόριστη τελειοποίηση του ανθρώπου και της κοινωνίας), οι γραφειοκρατίες του εθνικού κράτους που επιβάλλουν «εσωτερική ειρήνευση» και ασκούν διάχυτη επιτήρηση, η συλλογική ταξική οργάνωση, όλοι αυτοί οι μηχανισμοί δρουν στην πρώιμη νεωτερικότητα με τρόπο που προσομοιάζει αρκετά με αυτόν της παράδοσης. Παρέχουν στα κοινωνικά μέλη ένα νόημα για τη ζωή και καθαρές κατευθυντήριες γραμμές ή κανόνες που μειώνουν δραστικά τα πεδία όπου πρέπει να ληφθούν αποφάσεις.


Με την παγκοσμιοποίηση ωστόσο τόσο οι παραδοσιακές όσο και οι συλλογικές βεβαιότητες υποχωρούν ή εξαφανίζονται. Η υπέρβαση της παραδοσιακής κοινωνίας δημιουργεί μια κατάσταση όπου οι ρουτίνες χάνουν τη σημασία τους και την αναμφισβήτητη ηθική τους βαρύτητα. Δημιουργεί μια κατάσταση όπου τα άτομα δεν μπορούν να καταφύγουν ούτε σε παραδοσιακές αλήθειες ούτε σε συλλογικές ιδεολογίες όταν λαμβάνουν αποφάσεις στην καθημερινή τους ζωή. Στερημένοι από την παραδοσιακή ή συλλογική καθοδήγηση καλούνται, με άλλα λόγια, να χειριστούν «κενά πεδία». Από το αν θα παντρευτούν ή όχι και το αν θα κάνουν ή όχι παιδιά μέχρι του ποιο τρόπο ζωής να υιοθετήσουν και τι είδους ταυτότητα να πλάσουν (ακόμη και τι είδους φυσική εμφάνιση να θέσουν ως στόχο μέσω δίαιτας, αισθητικής, χειρουργικής κτλ.) ­ σε όλες αυτές τις περιοχές το άτομο πρέπει να είναι ιδιαιτέρως αναστοχαστικό, πρέπει να κατασκευάσει τη δική του «βιογραφία». Αυτό σημαίνει ότι ο νέος ατομισμός που διαδίδεται ταχύτατα σήμερα έχει πολύ λιγότερο να κάνει με εγωισμό και περισσότερο με αναστοχασμό, με το γεγονός ότι έχουμε περάσει από «απλές» σε «αναστοχαστικές» μορφές εκσυγχρονισμού.


* Πέραν της διάκρισης


Για τον Giddens η διάκριση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς λειτουργούσε ως μια βασική οργανωτική αρχή στην πολιτική της πρώιμης νεωτερικότητας. Ωστόσο, εν όψει των εξελίξεων στον τομέα του αναστοχαστικού εκσυγχρονισμού, χρειάζεται κριτική επανεξέταση των δύο αυτών όρων. Ο Giddens αρχίζει την ανάλυσή του αποδεχόμενος εν μέρει την άποψη του Bobbio πως παρ’ ότι ο ορισμός της Αριστεράς και της Δεξιάς αλλάζει ανάλογα με το πλαίσιο (σε ό,τι αφορά τον χώρο και τον χρόνο), ένα θέμα που υπογραμμίζει όλες τις τομές Αριστεράς – Δεξιάς είναι αυτό της ισότητας: η Αριστερά θέλει να προωθήσει την ισότητα, ενώ η Δεξιά αντιτίθεται σε αυτήν. Ο άγγλος κοινωνιολόγος θεωρεί πως η άποψη του Bobbio, παρ’ ότι βασικά σωστή, χρήζει δύο τροποποιήσεων.


Πρώτον, ο βασικός στόχος της αριστερής πολιτικής δεν είναι η ισότητα ως αυτοσκοπός. Η ισότητα είναι σημαντική διότι είναι μια αναγκαία (αν και όχι επαρκής) προϋπόθεση για μια ποικιλία σκοπών και αξιών στους οποίους στοχεύει η Αριστερά ­ σκοπών όπως η εξαφάνιση της φτώχειας, η κοινωνιακή συνοχή, η αυτοεκπλήρωση και, ακόμη, η οικονομική ανάπτυξη. Υπ’ αυτές τις συνθήκες είναι καλύτερα να συνδέσουμε την έννοια της Αριστεράς με τη χειραφέτηση μάλλον παρά με την ισότητα, με τη χειραφέτηση όλων των πολιτών από τη φτώχεια, την πολιτική τυραννία, τις κοινωνικές διακρίσεις και την πολιτισμική χειραγώγηση.


Δεύτερον, και πολύ σημαντικό, η διάκριση Αριστερά – Δεξιά, ακόμη και όταν εκφράζεται με όρους χειραφέτησης, είναι πολύ περιοριστική. Εστιάζεται σε αυτό που ο Weber αποκαλούσε «ευκαιρίες ζωής» (life chances)· ή, για να χρησιμοποιήσουμε τη θεωρία του Τ. Η. Marshall, εστιάζεται σε αγώνες για τη διάδοση των αστικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στις κατώτερες τάξεις. Στον αναστοχαστικό εκσυγχρονισμό όμως οι πολιτικές ευκαιριών ζωής αντικαθίστανται σταδιακά από πολιτικές ζωής (life politics). Ο Giddens αντιλαμβάνεται τις πολιτικές ζωής ως πολιτικές που σχετίζονται λιγότερο με την ισότητα ή τη χειραφέτηση και περισσότερο με το πώς θα πρέπει κανείς να οργανώσει τη ζωή του σε ένα πλαίσιο ραγδαίας υπέρβασης της παραδοσιακής κοινωνίας. Με άλλα λόγια, έχει να κάνει με την κατασκευή ταυτότητας, με ανταγωνιστικούς τρόπους ζωής, με το κατά πόσον η εργασία θα πρέπει ή όχι να εξακολουθήσει να είναι η βασική οργανωτική αρχή της ζωής μας, με αμφιλεγόμενες πρακτικές, όπως η άμβλωση, η εξωσωματική γονιμοποίηση, η γενετική μηχανική κτλ.


Με δεδομένη αυτή τη μετάβαση από τον προβληματισμό της «χειραφέτησης» στον προβληματισμό των «τρόπων ζωής» οι παλαιές διαμάχες (π.χ., καπιταλιστές έναντι εργατών) αποβάλλονται βαθμιαία από νέες. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί τη δυνατότητα σφυρηλάτησης νέων συμμαχιών, νέων κοινωνικών συμφωνιών που διαπερνούν τους συμβατικούς ταξικούς διαχωρισμούς. Αν πάρουμε υπόψη μας τα παραπάνω, το να υπερκεράσουμε το χάσμα Αριστερά – Δεξιά δεν οδηγεί στη μετανεωτερική θέση που πρεσβεύει ότι αυτοί οι όροι δεν έχουν νόημα. Η υπερκέραση σημαίνει απλώς ότι οι όροι δεν ισχύουν πλέον για τις εμφανιζόμενες νέες πολιτικές που έχουν πολύ περισσότερο να κάνουν με τρόπους ζωής απ’ ό,τι με θέματα κατανομής.


Πιστεύω ότι, αν η έννοια των πολιτικών ζωής αναθεωρηθεί με τον ίδιο χονδρικά τρόπο που ο Giddens αναθεωρεί την έννοια του Bobbio για την Αριστερά, τότε η σαφής ασυνέχεια που βλέπει ο Giddens μεταξύ αγώνων χειραφέτησης και πολιτικών ζωής εξαφανίζεται.


Από αυτή την οπτική γωνία θα επιχειρηματολογήσω ότι θέματα ταυτότητας, πολλαπλότητας τρόπων ζωής κτλ. δεν βρίσκονται πέραν αλλά αποτελούν αναπόσπαστα μέρη των χειραφετικών πολιτικών. Πιστεύω πως στην περίοδο του αναστοχαστικού εκσυγχρονισμού η διάκριση Αριστερά – Δεξιά (παρ’ ότι, φυσικά, αλλάζει διαρκώς μορφή) είναι εξίσου σχετική όσο και στην εποχή της απλής ή πρώιμης νεωτερικότητας.


* Νεωτερικότητα: και ενσωμάτωση στο κράτος-έθνος



Θα αρχίσω κατασκευάζοντας μια κάπως διαφορετική (αν και όχι ασύμβατη με τον Giddens) έννοια της νεωτερικότητας· έννοια η οποία εστιάζει λιγότερο στην αντίθεση των παραδοσιακών / συλλογικών με τις ατομιστικές μορφές οργάνωσης του βιο-κόσμου και περισσότερο σε τέτοια μακροδομικά χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας όπως η κοινωνική κινητοποίηση και ενσωμάτωση. Ακολουθώντας μια συγκριτική ιστορική προσέγγιση μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει ότι η νεωτερικότητα χαρακτηρίζεται από μια διαδικασία πρωτόφαντης κοινωνικής κινητοποίησης (που δημιουργήθηκε κυρίως από τον βιομηχανικό καπιταλισμό και την εμφάνιση του κράτους-έθνους) η οποία περιθωριοποίησε ή κατέστρεψε τελείως τους παραδοσιακούς τοπικισμούς (οικονομικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς, πολιτιστικούς) και υποχρέωσε τα άτομα να μεταφέρουν τους προσανατολισμούς και τις συμμαχίες τους από την «περιφέρεια» στο εθνικό κέντρο. Αυτή η μαζική διαδικασία ενσωμάτωσης, δηλαδή «εισδοχής» ανθρώπων στη «φαντασιακή κοινότητα» του έθνους-κράτους, μπορεί να πάρει και αυτόνομη και ετερόνομη μορφή. Στην περίπτωση της σχετικά αυτόνομης ενσωμάτωσης (για να χρησιμοποιήσουμε τη θεωρία του Τ. Η. Marshall) αστικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα τα οποία σε προνεωτερικά πλαίσια περιορίζονταν σε ομάδες ελίτ διαχέονται «προς τα κάτω».


Στην περίπτωση του ετερόνομου εκσυγχρονισμού υπήρξε ταυτόχρονη «εισδοχή» και «αποκλεισμός» των λαϊκών τάξεων. «Εισήχθησαν» με την έννοια ότι εντάχθηκαν αναπόδραστα στους συγκεντρωτικούς μηχανισμούς του κράτους, της εθνικής αγοράς και της εθνικής εκπαίδευσης· αποκλείονταν όμως σε ό,τι αφορά τη διάχυση των δικαιωμάτων. Για παράδειγμα, στη Γερμανία του Μπίσμαρκ οι πολίτες, μέσω της καθολικής στρατολόγησης, είχαν «εισαχθεί» οριστικά στους μηχανισμούς επιτήρησης του εθνικού κράτους. Είχαν δε εν μέρει «εισαχθεί» και σε ό,τι αφορά τη διάδοση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Σε ό,τι όμως αφορά πολιτικά δικαιώματα ήταν τελείως αποκλεισμένοι.


Η αντίληψη του Giddens για τη νεωτερικότητα, παρ’ ότι μη εξελικτική με την αυστηρή έννοια του όρου, δεν λαμβάνει υπόψη της τους διαφορετικούς τύπους εκσυγχρονισμού σε ό,τι αφορά τη διάδοση των δικαιωμάτων. Επομένως δεν προκαλεί έκπληξη ότι συνδέει με έναν μάλλον παραπλανητικό τρόπο τη Δεξιά με εκείνους που αρνούνται τη νεωτερικότητα κατά τη φάση του απλού εκσυγχρονισμού και την Αριστερά με εκείνους που την προωθούν. Είναι βεβαίως αλήθεια ότι ο δεξιός συντηρητισμός πήρε συχνά τη μορφή αντίστασης στην έλευση της νεωτερικότητας (π.χ., η αντίδραση των αριστοκρατών στον βιομηχανικό καπιταλισμό). Από τη στιγμή όμως που η νεωτερικότητα έγινε μη αναστρέψιμη και πολύ πριν από την έλευση του αναστοχαστικού εκσυγχρονισμού ο συντηρητισμός έτεινε να επιλέγει ετερόνομες μορφές εισδοχής των πολιτών στο εθνικό κέντρο (εξ ου και ο όρος αυταρχικός ή αντιδραστικός εκσυγχρονισμός).


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.