Η ελληνική αρχιτεκτονική βρίσκεται την τελευταία περίοδο σε μια φάση ιδιαίτερης δημοσιοποίησης και προβολής, εντός και εκτός χώρας. Τούτο δεν σημαίνει βέβαια ότι έχει αυξηθεί το αισθητήριο των καταναλωτών του ντόπιου αρχιτεκτονικού προϊόντος, αντίθετα μπορεί να συνδεθεί με την ανάγκη πλέον επισήμανσης των παραμέτρων της αρχιτεκτονικής ποιότητας και την αντίστοιχη ευαισθητοποίηση του κοινού. Σε άλλες χώρες του δυτικού κόσμου η επιβράβευση του καλού κτιρίου, καλά σχεδιασμένου και καλά κατασκευασμένου, αποτελεί φυσική συνέπεια μιας διαδικασίας παραγωγής του κτιστού περιβάλλοντος που είναι σε θέση να αναγνωρίζει τον ειδικό ρόλο του αρχιτέκτονα και να εκμεταλλεύεται τις αρμοδιότητές του. Στην Ελλάδα η επισήμανση του σημαντικού έργου αντιπροσωπεύει μάλλον μια πράξη απόγνωσης σε ένα παραγωγικό πλαίσιο που ούτε την εργασία του αρχιτέκτονα ευνοεί ούτε στοχεύει στην οργάνωση ενός συλλογικού βιώσιμου χώρου, η έλλειψη του οποίου αποδυναμώνει οποιαδήποτε προσπάθεια άσκησης της αρχιτεκτονικής.


* Αναζήτηση ταυτότητας


Οι μελετητές καλούνται αφενός να παρέμβουν σε αστικά περιβάλλοντα των οποίων κάθε δυνατή οικιστική ποιότητα έχει αλλοιωθεί επί δεκαετίες. Το σύγχρονο ελληνικό γούστο αποτελεί αφετέρου αντικείμενο ιδιαίτερων ψυχολογικών αναλύσεων, καθώς προσπαθεί να συμβιβάσει την αφόρητη πλέον, από αυτή την άποψη, «λαϊκή μας κληρονομιά» με τη νεοκλασική απομίμηση και το υπερτεχνολογικό κλίμα των πιο trendy περιοδικών. Οπως σε όλους τους τομείς, η νέα αστική τάξη, χωρίς παράδοση και χωρίς κριτήρια, αναζητεί ταυτότητα μέσα από νοθογένειες ικανές μόνο να παράγουν αυτό που όλοι αναγνωρίζουμε ως ένδοξο νεοελληνικό kitsch.


Στο πλαίσιο αυτό ο δημόσιος εργοδότης θα έπρεπε να παίζει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην παροχή δυνατοτήτων ανάπτυξης της αρχιτεκτονικής, όχι ­ μόνο ­ για τη βελτίωση του γοήτρου του ούτε για λόγους «πολιτιστικής στήριξης», όπως συμβαίνει για παράδειγμα με το θέατρο ή την όπερα, αλλά γιατί η καλή δημόσια αρχιτεκτονική βελτιώνει κατ’ αρχήν την ποιότητα ζωής και την παιδεία των πολιτών, αλλά και τη συνολική εικόνα της κοινωνίας. Η πολιτική αναζήτησης της καλής αρχιτεκτονικής από μέρους του κράτους πιστοποιεί μια κατ’ εξοχήν υπεύθυνη και δημοκρατική συμπεριφορά. Είναι εν τούτοις προφανές ότι το ελληνικό «δημόσιο» έχει αγνοήσει επιδεικτικά ή είναι ανίκανο να κατανοήσει τη σκοπιμότητα της καλής αρχιτεκτονικής. Πρόσφατο παράδειγμα το ισοπεδωτικά ομοιόμορφο νέο αεροδρόμιο της Αθήνας στα Σπάτα, ένα είδος στρατιωτικής βάσης σχεδιασμένο από «ανώνυμους» ξένους τεχνικούς, άοσμο παράδειγμα μηδενικού αισθητικού και συζητήσιμου λειτουργικού αποτελέσματος μιας επένδυσης δισεκατομμυρίων, πράγμα που ισοδυναμεί με παταγώδη αποτυχία δημιουργίας ενός αρχιτεκτονήματος διεθνούς ακτινοβολίας.


* Δύο επιβραβεύσεις


Με αυτές τις προϋποθέσεις δύο πρόσφατες επιβραβεύσεις δημοσίων έργων έχουν πρόσθετο ενδιαφέρον. Η πρώτη αφορά τις νέες πύλες της HELEXPO στη Θεσσαλονίκη, έργο που μαζί με την ιδιωτική κατοικία στο Παλαιό Ψυχικό της Ζωής Σαμούρκα περιλαμβάνεται μεταξύ των 37 διακεκριμένων ευρωπαϊκών κτιρίων της τελευταίας διετίας στο πλαίσιο του 7ου βραβείου Mies van der Rohe 2001. Στο πλαίσιο του θεσμού αυτού με έδρα τη Βαρκελώνη, που από εφέτος μετατράπηκε σε αρχιτεκτονικό βραβείο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είχε αναγνωριστεί ως σήμερα η ποιότητα ελάχιστων ελληνικών κτιρίων, που ανήκαν όμως στον ιδιωτικό τομέα. Οι πύλες της HELEXPO, των αρχιτεκτόνων Κ. Τσιγαρίδα, Α. Σκουβάκλη και Ν. Καλογήρου, αποτελούν μια τολμηρή χειρονομία απόδοσης στο αστικό πλαίσιο αναγνωρίσιμων σημείων αναφοράς ως objets trouves, συμβόλων αντιπροσωπευτικών του εμπεριεχόμενου εκθεσιακού ιστού, με μια μινιμαλιστική καθαρότητα αφαιρετικών και αντινατουραλιστικών σχεδιαστικών κινήσεων ­ συμπεριλαμβανομένων και των «ανεπαίσθητων» γεωμετρικών χαράξεων της πλατείας στη νότια είσοδο ­ που αφενός τίθεται ως πρόκληση σε σχέση με το ετερόκλητο άθροισμα των πέριξ κτιριακών όγκων, αφετέρου κινείται σε εκείνη τη λογική της οποίας εξαιρετική εκδοχή αποτελεί το κλαστικό πλέον εργοστάσιο Φιξ στην Αθήνα του Τάκη Ζενέτου.


Η δεύτερη αναγνώριση αφορά το κτίριο της νέας κεντρικής βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο οποίο απονεμήθηκε το πρώτο πανελλήνιο βραβείο 2000 του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής. Δεν θα πρέπει εδώ να αγνοηθεί η συμβολική τουλάχιστον σημασία του γεγονότος ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κωστής Στεφανόπουλος εκδήλωσε την επιθυμία να συμμετάσχει προσωπικά στην τελετή απονομής. Το κτίριο της βιβλιοθήκης, σχεδιασμένο από τους αρχιτέκτονες Α. Κωτσιόπουλο, Μ. Παπανικολάου και Ρ. Σακελλαρίδου είναι εξ ολοκλήρου υπόγειο, παρουσιάζει εν τούτοις έναν απρόοπτο πλαστικό και λειτουργικό δυναμισμό που χορηγείται από την ιδιότυπη συνθήκη ελευθερίας συνυφασμένη με τον σχεδιασμό εντός της γης. Σε αυτό το προφυλαγμένο από τη θορυβώδη καθημερινότητα «καταφύγιο της γνώσης» με το κεντρικό διαφώτιστο «ιερό» και το διπλού ύψους αναγνωστήριο, οι δυσχερείς κανόνες του κτιριολογικού προγράμματος μεταλλάσσονται, με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία και με την εύστοχη επιλογή των υλικών, σε εργαλεία διαμόρφωσης ενός φιλόξενου ζωτικού χώρου όπου η έννοια της εξωτερικής μορφής αυτομάτως εκμηδενίζεται και η τεχνητά διαβρωμένη γη «ενταφιάζει» την ανθρώπινη σοφία για να διαφυλάξει την επιβίωσή της.


Αξίζει να σημειωθεί ότι και τα δύο παραπάνω δημόσια έργα έχουν πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη, πράγμα που ενισχύει την εικόνα της δεύτερης ελληνικής πόλης ως γόνιμου εργαστηρίου στο πεδίο της σύγχρονης αρχιτεκτονικής.


Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι επίκουρος καθηγητής Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.