Και μετά τη Γένοβα τι; Ορισμένοι λένε ότι η αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση είναι η σημαντικότερη πολιτική εξέλιξη μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Συμπληρώνουν όμως ότι για να κερδίσουν την υποστήριξη της κοινής γνώμης αυτά τα νέα κινήματα θα πρέπει να αποβάλουν δύο «παιδικές ασθένειες»: τη βία και την ουτοπία. Αλλοι συγκρίνουν τα τωρινά γεγονότα με εκείνα του Μάη του ’68 και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να πάμε ακόμη πιο πίσω, στα μέσα της δεκαετίας του ’30, για να βρούμε όμοιά τους. Τελικά όλοι αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι συγκεντρώθηκαν στη Γένοβα είναι επαναστάτες με αιτία ή απλώς η άγνοια για το τι σημαίνει παγκοσμιοποίηση δημιουργεί την παγκοσμιοφοβία;



Η αντίδραση στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που ξεκίνησε στο Σιάτλ και πήρε την πιο πρόσφατη μορφή της στη Γένοβα είναι για μένα η πιο σημαντική πολιτική εξέλιξη μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Είναι τόσο σημαντική εξέλιξη όσο και η αντίσταση στον άγριο βιομηχανικό καπιταλισμό που τα πρώτα συνδικάτα και εργατικά κινήματα ανέπτυξαν στη Δυτική Ευρώπη τον 19ο αιώνα. Οπως στα τέλη του 18ου αιώνα είχαμε στο επίπεδο του κράτους-έθνους την απόλυτη εξαθλίωση των εργαζομένων ­ με αποκορύφωμα την άκρατη εκμετάλλευση της παιδικής και γυναικείας εργασίας σε ένα πλαίσιο που το κράτος έπαιζε τον ρόλο «νυχτοφύλακα» ­, έτσι και σήμερα βλέπουμε σε παγκόσμιο επίπεδο την εξαθλίωση μιας μεγάλης μερίδας της ανθρωπότητας, με αποκορύφωμα εκατοντάδες εκατομμύρια παιδιά να υποσιτίζονται και να πεθαίνουν λόγω έλλειψης φαρμάκων. Και αυτό σε ένα πλαίσιο όπου τα δέκα πλουσιότερα άτομα στον κόσμο έχουν υψηλότερο εισόδημα από δεκάδες φτωχές χώρες και όπου οι ηγέτες των οκτώ πιο πλούσιων χωρών του κόσμου, παρ’ όλες τις ρητορικές κορόνες, κλείνουν τα μάτια τους, αρνούνται να δώσουν ουσιαστική βοήθεια και εναποθέτουν όλες τις ελπίδες τους (όπως και τον 18ο αιώνα) στον Adam Smith και στην απέραντη «σοφία» της παγκόσμιας αγοράς.


Αν τα εργατικά κινήματα του 19ου και του 20ού αιώνα κατόρθωσαν να εξανθρωπίσουν σε μεγάλο βαθμό τον καπιταλισμό στο επίπεδο του κράτους-έθνους, είναι κατά τη γνώμη μου κινήματα σαν αυτά του Σιάτλ, της Πράγας και της Γένοβας ­ κινήματα που αναδύονται μέσα από την παγκόσμια κοινωνία πολιτών ­ που θα μπορέσουν, αν ακολουθήσουν μια έξυπνη στρατηγική, να λειτουργήσουν σαν αντίβαρο και στο πολυεθνικό κεφάλαιο και στον μυωπικό κρατοκεντρισμό των πολιτικών ηγεσιών των πλουσίων χωρών.


Για να μπορέσουν όμως τα νέα κινήματα των μη κυβερνητικών οργανώσεων να κερδίσουν την υποστήριξη της παγκόσμιας κοινής γνώμης θα πρέπει να ξεπεράσουν δύο «παιδικές ασθένειες»: τη βία και την ουτοπία.


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σχεδόν «χουντική» οργάνωση της προστασίας των οκτώ ηγετών και η αυταρχική, φασιστική νοοτροπία μιας μερίδας της ιταλικής αστυνομίας ευθύνεται για τη βία που ακολούθησε μετά την πρώτη ειρηνική εκδήλωση της Πέμπτης. Από την άλλη μεριά όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε όλες τις διαδηλώσεις, από το Σιάτλ ως τη Γένοβα, βλέπουμε κάτι που οι έλληνες πολίτες γνωρίζουν πολύ καλά: το «σύνδρομο της γιορτής του Πολυτεχνείου». Βλέπουμε δηλαδή μια μικρή μειοψηφία αναρχικών (που τώρα συντονίζονται παγκοσμίως μέσω του Internet) να έρχονται με σκοπό να καταστρέψουν και να χρησιμοποιήσουν βία ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά της αστυνομίας. Το αποτέλεσμα αυτής της ανεγκέφαλης βίας είναι η «εγκληματοποίηση» των κινητοποιήσεων και η εξουδετέρωση των ενεργειών της συντριπτικής πλειονότητας των διαδηλωτών που είναι εναντίον της χρήσης βίας (με βάση μια δημοσκόπηση της εφημερίδας Repubblica, η πλειονότητα των διαδηλωτών όχι μόνο ήταν εναντίον της βίας αλλά ήταν και εναντίον κάθε εκδήλωσης εκτός των προγραμματισθεισών/συμφωνηθεισών από το Κοινωνικό Φόρουμ της Γένοβας και των ιταλικών αρχών). Η συντριπτική πλειονότητα των νέων που έλαβαν μέρος στις διάφορες εκδηλώσεις (συζητήσεις, πορείες, καλλιτεχνικά γεγονότα) δείχνει να έχει μια νοοτροπία που ο γνωστός κοινωνικός επιστήμονας Inglehart έχει αποκαλέσει μεταυλιστική: ενδιαφέρονται λιγότερο για το Χρηματιστήριο και την κατανάλωση και περισσότερο για τις ανθρώπινες σχέσεις και για ποιοτικό τρόπο ζωής. Επιπλέον δεν είναι διατεθειμένοι να μείνουν απαθείς όταν βλέπουν καθημερινά στην τηλεόραση παιδιά να πεθαίνουν από την πείνα και τις αρρώστιες, ενώ συγχρόνως πληροφορούνται από τις διάφορες εκθέσεις του ΟΗΕ για την τερατώδη συγκέντρωση πλούτου που η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχει δημιουργήσει. Αποτελούν, με άλλα λόγια, πέρα από τα κρατοκεντρικά κόμματα και τις αρτηριοσκληρωτικά οργανωμένες θρησκείες, την κοινωνική συνείδηση της ανθρωπότητας σήμερα.


Για να μπορέσουν όμως όλοι αυτοί οι νέοι να είναι αποτελεσματικοί, θα πρέπει να ασχοληθούν πιο σοβαρά με το πρόβλημα της βίας. Η πάταξη της βίας δεν είναι μόνο θέμα της αστυνομίας. Είναι και θέμα των οργανώσεων που συντονίζουν και αναλαμβάνουν την ευθύνη των εκδηλώσεων. Δεν πρέπει, όπως διαπίστωσα στη Γένοβα, οι φιλειρηνικοί διαδηλωτές να μένουν με τα χέρια σταυρωμένα και να κοιτούν παθητικά όταν ένας μικρός αριθμών διαδηλωτών, προτού καν φτάσει η αστυνομία, χτίζουν οδοφράγματα, σπάνε βιτρίνες και καίνε «καπιταλιστικά» αυτοκίνητα. Οπως οι έλληνες πολίτες έμαθαν στην περίπτωση της χούντας, για να επιβιώσει η δημοκρατία χρειάζεται κανείς να είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει βία εναντίον της παράνομης βίας. Δεν είναι αρκετό οι φιλειρηνικοί διαδηλωτές να αποδοκιμάζουν προφορικά τις αναρχικές ομάδες και να μη συμμετέχουν σε εκδηλώσεις βίας. Πρέπει να βρουν τρόπους αποτελεσματικής εξουδετέρωσης των θιασωτών της βίας για τη βία.


Αυτοί οι τρόποι πρέπει να βρεθούν από τις ίδιες τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Αυτό, από όσα είδα, δεν έγινε στη Γένοβα. Οι αναρχικοί είχαν πλήρη ελευθερία κινήσεων. Το Κοινωνικό Φόρουμ της Γένοβας δεν έκανε τίποτε συγκεκριμένο για να εξουδετερώσει αυτές τις ομάδες. Μια τέτοια παθητική στρατηγική όμως είναι αυτοκαταστροφική, οδηγεί σε απόλυτο αδιέξοδο, υποσκάπτει σε ένα μεγάλο βαθμό την όλη προσπάθεια.


Παρ’ όλο που η πλειονότητα των διαδηλωτών ενδιαφερόταν λιγότερο για την επαναστατική υπέρβαση του καπιταλισμού και περισσότερο για την προώθηση συγκεκριμένων μέτρων (π.χ., κατάργηση του χρέους των φτωχών χωρών, φαρμακευτική βοήθεια στην Αφρική, υποστήριξη της Συμφωνίας του Κιότο κτλ.), τον πολιτικό τόνο της συνολικής εκδήλωσης τον έδωσαν οι νεολαίες των διαφόρων κομμουνιστικών κομμάτων που στοχεύουν όχι στον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού αλλά στην άμεση υπέρβασή του. Το πρόβλημα για αυτούς δεν είναι το πέρασμα από έναν νεοφιλελεύθερο σε έναν σοσιαλδημοκρατικό τρόπο ελέγχου της παγκόσμιας οικονομίας, είναι η κατάργηση του παγκόσμιου καπιταλισμού και η εγκαθίδρυση ενός νέου αντικαπιταλιστικού παραδείσου.


Ετσι το ιδεολογικό δίπολο καπιταλισμός – σοσιαλισμός ή/και παγκοσμιοποίηση – αντιπαγκοσμιοποίηση κυριάρχησε και στον χώρο της διαδήλωσης και επίσης στον χώρο όλων αυτών που ήταν εναντίον των διαδηλωτών. Τα δύο πολιτικά άκρα έχουν μεν διαμετρικά αντίθετους στόχους, αλλά συμφωνούν απόλυτα στην ιδεολογική πόλωση. Και για τη νεοκομμουνιστική ουτοπία και για τη νεοφιλελεύθερη συντήρηση η παρούσα παγκοσμιοποίηση είναι μονόδρομος. Οι πρώτοι δαιμονοποιούν το παρόν status quo, οι δεύτεροι το θεοποιούν ή τουλάχιστον το θεωρούν την καλύτερη δυνατή λύση.


Αυτό βέβαια που και οι δύο αγνοούν είναι ότι ο καπιταλισμός δεν αποτελεί μονολιθικό σύστημα οργάνωσης της κοινωνίας και της οικονομίας. Μπορεί και έχει πάρει πολλαπλές μορφές, μερικές πιο βάρβαρες και άλλες πιο ανθρώπινες. Πιο συγκεκριμένα, ο καπιταλισμός είναι συμβατός με συστήματα κοινωνικής οργάνωσης που βασίζονται στη δουλεία (οι νότιες Πολιτείες πριν από τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο), στον κρατικά οργανωμένο ρατσισμό (Νότια Αφρική πριν από την κατάργηση του απαρτχάιντ), στη χωρίς όρια εκμετάλλευση παιδιών και γυναικών (Βόρεια Αγγλία στις απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης), στη διά της βίας προλεταριοποίηση αγροτικών πληθυσμών (σε διάφορα μέρη της Αφρικής στην πρώιμη αποικιοκρατία), στον πολιτικό ολοκληρωτισμό (ναζιστική Γερμανία, σημερινή Κίνα) κτλ.


Από την άλλη μεριά ο καπιταλισμός είναι εξίσου συμβατός με συστήματα κοινωνικής οργάνωσης όπου τα εργατικά συνδικάτα έχουν τη δύναμη να καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την κυβερνητική πολιτική (Μεγάλη Βρετανία την πρώιμη μεταπολεμική περίοδο), όπου το κοινωνικό κράτος έχει εξαφανίσει απόλυτα επίπεδα φτώχειας και εξαθλίωσης (Δυτική Ευρώπη), όπου σοσιαλδημοκρατικά προσανατολισμένες κυβερνήσεις μείωσαν σε σημαντικό βαθμό τις κοινωνικές ανισότητες (σκανδιναβικές χώρες τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες) κτλ.


Και βέβαια, όπως υπάρχουν πολλοί καπιταλισμοί στο επίπεδο του κράτους-έθνους, έτσι υπήρξαν και μπορεί να υπάρξουν και πολλών ειδών παγκοσμιοποιήσεις. Η παρούσα μορφή παγκοσμιοποίησης δεν είναι ούτε μοναδική ούτε αξεπέραστη. Από το 1860 ως τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο τρόπος ελέγχου του παγκόσμιου εμπορίου ήταν τόσο φιλελεύθερος όσο και ο σημερινός. Οπως έδειξε ο Κ. Polanyi στο κλασικό έργο του «Ο μεγάλος μετασχηματισμός», η έλλειψη του βρετανικού imperium έθεσε τέρμα στην πρώτη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που ήταν οργανωμένη γύρω από τα ηγεμονικά βρετανικά συμφέροντα. Με παρόμοιο τρόπο η πιθανή αμφισβήτηση της αμερικανικής ηγεμονίας από την ενωμένη Ευρώπη ή την Κίνα τις δεκαετίες που έρχονται μπορεί κάλλιστα να θέσει τέρμα στην τωρινή νεοφιλελεύθερη οικονομία που κυρίως εξυπηρετεί αμερικανικά συμφέροντα.


Αυτό που πρέπει να τονιστεί εδώ είναι ότι η συντριπτική πλειονότητα των μη κυβερνητικών οργανώσεων που πήραν μέρος στις διαδηλώσεις της Γένοβας δεν είναι κατά της παγκοσμιοποίησης γενικά αλλά κατά της νεοφιλελεύθερης εκδοχής της. Δεν θέλουν την τεχνολογική οπισθοδρόμηση αλλά τον πιο δίκαιο καταμερισμό του τεράστιου πλούτου που οι νέες τεχνολογίες δημιουργούν. Δεν θέλουν την κατάργηση της απελευθέρωσης των αγορών αλλά τον συνδυασμό αυτής της απελευθέρωσης με ουσιαστικά μέτρα υποστήριξης των θυμάτων της. Δεν θέλουν την κατάργηση της ελεύθερης διακίνησης των κεφαλαίων αλλά την επιβολή ενός φόρου πάνω στις χρηματιστηριακές συναλλαγές (τον περίφημο Tobin tax), ο οποίος και θα μείωνε τον χρηματιστηριακό τζόγο και θα έδινε τη δυνατότητα (με βάση τα έσοδά του) εξάλειψης της απόλυτης φτώχειας σε πλανητικό επίπεδο (βλ. σχετικό άρθρο μου στο «Βήμα της Κυριακής», 22.7.2001).


Για τους παραπάνω λόγους δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιεί κανείς τον όρο παγκοσμιοποίηση (όπως και τον όρο εκσυγχρονισμό) γενικά και αόριστα. Πρέπει πάντα να διευκρινίζει κανείς για τι είδους παγκοσμιοποίηση μιλούμε, ποια παγκοσμιοποίηση υποστηρίζουμε και ποια καταδικάζουμε.


Το δίπολο παγκοσμιοποίηση – αντιπαγκοσμιοποίηση βοηθά τη νεοφιλελεύθερη συντήρηση από τη μια μεριά και τη νεοκομμουνιστική ουτοπία από την άλλη. Δεν προωθεί τα συμφέροντα όλων αυτών που θέλουν τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού σε πλανητικό επίπεδο. Τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που υποτίθεται πως ενδιαφέρονται για τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού δεν είχαν αντιπροσώπευση στις εκδηλώσεις της Γένοβας και αυτό λέει λιγότερα για τη σπουδαιότητα των εκδηλώσεων και περισσότερα για το πόσο εθνοκεντρική και ξεκομμένη από τη ραγδαία εξελισσόμενη παγκόσμια πραγματικότητα είναι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.


Συμπέρασμα: Ο τρόπος αμφισβήτησης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που βλέπουμε στη Γένοβα θα αποτελέσει σοβαρό αντίβαρο στις δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης συντήρησης όταν ξεπεράσει τα προβλήματα της βίας και της επαναστατικής ουτοπίας. Αυτό είναι απαραίτητο και δυνατό. Κατά τον ίδιο τρόπο που τα εργατικά κινήματα του 19ου αιώνα κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν και τις αναρχοσυνδικαλιστές οργανώσεις και τους «λουδιστές» (δηλαδή αυτούς που απλώς έσπαζαν τις νέες μηχανές της κλωστοϋφαντουργίας στο Λάνκαστερ και αλλού), έτσι και σήμερα οι μη κυβερνητικές οργανώσεις της παγκόσμιας κοινωνίας πολιτών πρέπει να περιθωριοποιήσουν και τους ανεγκέφαλους αναρχικούς και τους ονειροπόλους της στιγμιαίας αντικαπιταλιστικής επανάστασης.


Οι κινητοποιήσεις θα συνεχιστούν. Οπως τόνισε ένας κομμουνιστής ευρωβουλευτής, μόνο αν η επόμενη συνάντηση του G8 γίνει στη Σελήνη θα μπορέσουν οι ισχυροί του κόσμου να αποφύγουν τις κραυγές αυτών που η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση περιθωριοποιεί. Το ότι το τελικό ανακοινωθέν του G8 τονίζει πως το πρόβλημα της παγκόσμιας φτώχειας θα έχει προτεραιότητα και θα ληφθούν ουσιαστικά μέτρα αντιμετώπισης των προβλημάτων των φτωχών χωρών του Τρίτου Κόσμου δεν είναι άσχετο με τις μαζικές κινητοποιήσεις των μη κυβερνητικών οργανώσεων που άρχισαν στο Σιάτλ και θα συνεχιστούν δριμύτερες μετά τη Γένοβα.


Μετά τη σύσκεψη της Γένοβας βλέπουμε έκπληκτοι στις τηλεοράσεις μας τον Μπλερ, τον Μπερλουσκόνι και τον Μπους να ανακαλύπτουν ξαφνικά το πρόβλημα της παγκόσμιας φτώχειας και να νοιάζονται με πάθος για τις τύχες των φτωχών χωρών! Ακόμη και αν αυτό είναι καθαρή υποκρισία, είναι σαφώς μια νίκη για τους διαδηλωτές του Σιάτλ, του Νταβός, της Πράγας, της Μελβούρνης, της Νίκαιας, της Βαρκελώνης, του Γκέτεμποργκ και της Γένοβας. Ισως τελικά ο θάνατος του νεαρού ιταλού διαδηλωτή στη Γένοβα να μην ήταν για το τίποτα.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.