Το βράδυ της περασμένης Παρασκευής άρχισε στη Γένοβα η σύνοδος του G8, η οποία έφερε και πάλι αντιμέτωπους τους εκπροσώπους των πλουσιοτέρων χωρών του κόσμου με τους πολέμιους της παγκοσμιοποίησης και έδωσε την αφορμή για να συνεχιστεί ο διάλογος γύρω από τις ανισότητες που δημιουργεί. Τελικά τι είναι η παγκοσμιοποίηση; Καλή ή κακή; Εξυπηρετεί τις επιχειρήσεις και θίγει τους λαούς ή είναι ο νέος νόμος που απελευθερώνει τις αγορές καθιστώντας τες περισσότερο κυρίαρχες; Και πόσων ειδών παγκοσμιοποιήσεις υπάρχουν; Υπάρχει κάποια συνταγή η οποία να θεραπεύει τις παρενέργειες και να μένουν μόνο τα θετικά ή οι καπιταλιστές, οι αποικιοκράτες και τα διεφθαρμένα καθεστώτα του Τρίτου Κόσμου τη θέλουν μόνο για δικό τους όφελος; Οι απαντήσεις δύσκολες. Μια συμβολή στον διάλογο είναι το μικρό αφιέρωμα που ακολουθεί.



Η συνάντηση της Γένοβας και η κινητοποίηση των μη κυβερνητικών οργανώσεων εναντίον του είδους της παγκοσμιοποίησης που οι πολιτικές ηγεσίες των πλούσιων χωρών προωθούν ξαναφέρνει στην επικαιρότητα τη διαμάχη γύρω από τις ραγδαία αυξανόμενες ανισότητες που η απελευθέρωση των παγκόσμιων αγορών δημιουργεί.


Οπως έχει συχνά τονιστεί, η παγκοσμιοποίηση, μέσω της ανάπτυξης των νέων τεχνολογιών και σε συνδυασμό με τη ραγδαία απελευθέρωση των αγορών, έχει δημιουργήσει ένα οικονομικό σύστημα που από τη μια μεριά παράγει πρωτοφανή πλούτο, ενώ από την άλλη τον διανέμει κατά εξαιρετικά άνισο τρόπο: εντείνει τις οικονομικές ανισότητες (και σε εθνικό και σε παγκόσμιο επίπεδο), δημιουργεί έναν μικρό αριθμό κροίσων που συγκεντρώνουν στα χέρια τους μεγάλο μέρος των οικονομικών πόρων του πλανήτη, ενώ συγχρόνως αφήνει εκτός του πλέγματος της ευημερίας τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού της γης (περίπου τα 4/5).


Σε αυτού του είδους την κριτική οι υποστηρικτές της τωρινής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης προβάλλουν το εξής επιχείρημα: οι ανισότητες μπορεί να εντείνονται, η συγκέντρωση τεράστιου πλούτου στα χέρια των ολίγων είναι όντως γεγονός, αλλά παρ’ όλα αυτά το παρόν παγκόσμιο σύστημα δεν ωφελεί μόνο τους πλουσίους. Οι μηχανισμοί της παγκόσμιας αγοράς οδηγούν σε μια κατάσταση όπου, σε σύγκριση με το παρελθόν, όχι μόνο το εύπορο 1/5 του παγκόσμιου πληθυσμού αλλά και μια σημαντική μερίδα του μη εύπορου έχει καλυτερεύσει σημαντικά το βιοτικό του επίπεδο. Αρα και οι αυξανόμενες ανισότητες και η συγκέντρωση του πλούτου νομιμοποιούνται από τη στιγμή που δεν εμποδίζουν μια σχετική διάχυση των αγαθών της ανάπτυξης προς τα κάτω, προς τους μη έχοντες.


Νομίζω ότι το παραπάνω επιχείρημα έχει μια δόση αλήθειας αλλά δεν λαμβάνει υπόψη του τα εξής:


Πρώτον, τα ευεργετικά για τους φτωχούς αποτελέσματα της παγκοσμιοποίησης δεν τα βλέπουμε σε όλες τις φτωχές χώρες του πλανήτη. Τα βλέπουμε μόνο σε φτωχές χώρες που έχουν μια στοιχειώδη οικονομική και πολιτική υποδομή, υποδομή που τους επιτρέπει να επωφεληθούν από τις νέες τεχνολογίες και την απελευθέρωση των αγορών. Σε χώρες από την άλλη μεριά όπου μια τέτοια υποδομή δεν υπάρχει βλέπουμε όχι τη σταδιακή άμβλυνση αλλά την ένταση της φτώχειας και του αποκλεισμού. Σε πολλές χώρες της Αφρικής, για παράδειγμα, η ένταξη του πληθυσμού της υπαίθρου στην παγκόσμια αγορά (το πέρασμα δηλαδή από μια οικονομία αυτάρκειας σε ένα σύστημα παραγωγής για την αγορά) αντί να καλυτερεύει χειροτερεύει τις συνθήκες διαβίωσης.


Δεύτερον, η παγκοσμιοποίηση εντείνει την αλληλεξάρτηση των χωρών/λαών και οδηγεί στο λεγόμενο παγκόσμιο χωριό. Αυτό σημαίνει ότι οι εξαθλιωμένοι πληθυσμοί του πλανήτη, π.χ. τα εκατοντάδες εκατομμύρια παιδιά που συστηματικά υποσιτίζονται, δεν βρίσκονται πια σε μακρινές, εξωτικές χώρες που, σε τελευταία ανάλυση, δεν μας αφορούν. Μέσω της επικοινωνιακής επανάστασης ο άλλος που πεινάει βρίσκεται έξω από την πόρτα μας και ζητάει επίμονα να μπει μέσα. Σε μια τέτοια κατάσταση, και δεδομένου του τεράστιου πλούτου που η παγκόσμια οικονομία παράγει σήμερα, υπάρχουν δύο αλληλοσυνδεόμενα προβλήματα που απαιτούν άμεση λύση ­ λύση που δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω των μηχανισμών της αγοράς, αλλά μόνο μέσω της άμεσης παρέμβασης των πολιτικών ηγεσιών των πλουσίων χωρών (αυτών που συναντήθηκαν στη Γένοβα).


Τα δύο αυτά προβλήματα έχουν να κάνουν: α) με τις τεράστιες νησίδες απόλυτης φτώχειας που βλέπουμε όχι μόνο στην Αφρική αλλά και σε πολλές χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής· β) με τη μάστιγα του AIDS που σήμερα διαδίδεται ραγδαία σε αφρικανικές χώρες που δεν έχουν τους αναγκαίους πόρους ούτε για τη δημιουργία προγραμμάτων πρόληψης ούτε για την αγορά των νέων φαρμάκων που καταπολεμούν άμεσα τον ιό.


Οι αντικειμενικές συνθήκες για τη λύση αυτών των δύο προβλημάτων υπάρχουν. Ενα πολύ μικρό ποσοστό του παραγόμενου πλούτου, αν επενδυόταν σωστά, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας η απόλυτη εξαθλίωση ανθρώπινων όντων να ήταν πια παρελθόν. Αυτό βέβαια ακούγεται κάπως ουτοπικό. Εξίσου ουτοπικό όμως εθεωρείτο τον 19ο αιώνα η κατάργηση του θεσμού της δουλείας. Οπως τον 19ο αιώνα (και τις αρχές του 20ού) η δουλεία ως τρόπος παραγωγής και οικονομικής συναλλαγής περιθωριοποιήθηκε, έτσι και τον 21ο αιώνα οι συνθήκες είναι ώριμες για τη δραστική καταπολέμηση του είδους της δουλείας που η απόλυτη φτώχεια δημιουργεί.


Στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες η ιδέα ενός δικτύου ασφαλείας κάτω από το οποίο κανένας πολίτης δεν θα επιτρέπεται να πέσει έχει αρχίσει να γίνεται αποδεκτή όχι μόνο από την Κεντροαριστερά αλλά και από μια σημαντική μερίδα της συντηρητικής παράταξης. Σήμερα αυτή η ιδέα μπορεί να επεκταθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Η ιδέα ενός παγκόσμιου δικτύου ασφαλείας που θα καταπολεμούσε τα επίπεδα απόλυτης φτώχειας σε όλον τον πλανήτη έχει πια ωριμάσει. Και αυτό γιατί μια σειρά από συνθήκες την κάνουν εφικτή:


* Οικονομικές συνθήκες που κάνουν δυνατή τη ραγδαία αύξηση της παραγωγικότητας.


* Τεχνολογικές συνθήκες που επιτρέπουν μέσω της «συμπίεσης του τόπου και του χρόνου» την τεχνική/διοικητική υλοποίηση ενός σφαιρικού προγράμματος για την καταπολέμηση της απόλυτης φτώχειας.


* Πολιτισμικές συνθήκες που οδηγούν στην ευαισθητοποίηση της παγκόσμιας κοινής γνώμης στο πρόβλημα της απόλυτης εξαθλίωσης.


* Πολιτικοκοινωνικές συνθήκες κινητοποίησης των μη κυβερνητικών οργανώσεων που είναι αποφασισμένες να μην αφήσουν τις ηγεσίες των πλουσίων χωρών να στρέψουν την πλάτη τους στα κοινωνικά και οικολογικά προβλήματα που η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση δημιουργεί.


Βεβαίως για την παραδοσιακή δογματική Αριστερά η ιδέα ενός παγκόσμιου δικτύου ασφαλείας που θα εξαφάνιζε την απόλυτη φτώχεια δεν είναι εφικτή μέσα στον καπιταλισμό. Καπιταλισμός εξ ορισμού σημαίνει εκμετάλλευση, φτώχεια και εξαθλίωση. Τα ίδια όμως επιχειρήματα είχε χρησιμοποιήσει η δογματική Αριστερά στις αρχές του 20ού αιώνα σε ό,τι αφορά την πιθανότητα δημιουργίας ενός κοινωνικού κράτους που θα άμβλυνε τις ανισότητες και θα οδηγούσε στον μερικό εξανθρωπισμό του καπιταλισμού ­ τουλάχιστον στο επίπεδο του κράτους-έθνους. Η μεταπολεμική ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους στις περισσότερες σοσιαλδημοκρατικές κοινωνίες και η επιβίωσή του ακόμη και στις συνθήκες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης δείχνει πόσο εσφαλμένη ήταν και εξακολουθεί να είναι σήμερα αυτού του είδους η απαισιόδοξη πρόβλεψη. Κατά τον ίδιο τρόπο που το κοινωνικό κράτος εξάλειψε τα απόλυτα επίπεδα φτώχειας στο επίπεδο του κράτους-έθνους (στο κέντρο και στην ημιπεριφέρεια του καπιταλιστικού συστήματος), έτσι και σήμερα κάτι παρόμοιο μπορεί να συμβεί στο επίπεδο του παγκόσμιου χωριού. Αυτό σημαίνει βέβαια την ένταση των αγώνων για το πέρασμα από τον σημερινό νεοφιλελεύθερο σε έναν νεοσοσιαλδημοκρατικό τρόπο ρύθμισης της παγκόσμιας οικονομίας και κοινωνίας. Αυτό το πέρασμα, με την ενοποίηση της Ευρώπης και την άνοδο της Κίνας, είναι και δυνατό και πιθανό τις δεκαετίες που έρχονται.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.