Με την έκδοση και τη δίκη του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, παρά την αντίθετη θέση του σερβικού Συνταγματικού Δικαστηρίου και της δημοκρατικά εκλεγμένης σερβικής ηγεσίας, το Δικαστήριο άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για τη δραματική αναθεώρηση των ισορροπιών μεταξύ εθνικής κυριαρχίας και διεθνούς νομιμότητας.


Στην ίδια την πρώην Γιουγκοσλαβία ο αντίκτυπος είναι προφανής. Σε πολιτικό επίπεδο, η παράκαμψη της ασχημάτιστης ακόμη σερβικής δημοκρατίας μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για μελλοντικές κρίσεις κυβερνητικής συνοχής. Από ηθική σκοπιά, η Σερβία εγκαινιάζει τη μετάβασή της στην εποχή της ανασυγκρότησης και της επανένταξής της στη διεθνή κοινότητα με μια πράξη εξιλασμού, που έχει ίσες ευκαιρίες να δαιμονοποιήσει ή να εξαγνίσει τον Μιλόσεβιτς.


Η Σερβία είναι το παρόν θέατρο των εξελίξεων. Δεν είναι όμως το μοναδικό, ίσως ούτε και το σημαντικότερο. Αν η περίπτωση Μιλόσεβιτς βασίζεται ειλικρινώς και απαρεγκλίτως στην αρχή ότι η ειδεχθής φύση των εγκλημάτων του επιβάλλει την εκδίκασή τους από διεθνή δικαστική αρχή, τότε αδιαφιλονίκητα δημιουργείται ένα προηγούμενο για πλήθος παρόμοιων παραπομπών. Για εγκλήματα του παρόντος και του ­ όχι και τόσο μακρινού ­ παρελθόντος, που διαπράχθηκαν ανά τον κόσμο.


Η σύσταση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας δεν αντισταθμίζει την ανάγκη ίδρυσης ενός διαρκούς Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που θα δικάζει όλους ανεξαιρέτως τους εγκληματίες πολέμου. Η σύσταση του δικαστηρίου αυτού, που έχει δρομολογηθεί και επικυρωθεί από 30 και πλέον κράτη (πρέπει να επικυρωθεί από 60 κράτη για να λειτουργήσει), εξακολουθεί να προσκρούει στην πεισματώδη αντίδραση χωρών όπως οι ΗΠΑ.



Στο αντιφατικό αυτό πλαίσιο γεννώνται πολλά ερωτήματα. Ποιος είναι αρμόδιος να αναλάβει την κάθαρση για τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας και για άλλα παρόμοια θέματα; Ποιος είναι πολιτικώς, ηθικώς και, εν τέλει, δικαστικώς νομιμοποιημένος να ορίσει τον τόπο, τον χρόνο και το πλαίσιο απόδοσης δικαιοσύνης; Το συγκεκριμένο εθνικό κράτος, μέσα στο οποίο ή ενάντια στο οποίο έλαβε χώρα εγκληματική συμπεριφορά, ή διεθνείς οργανισμοί και τρίτες χώρες, με ή ακόμη και χωρίς τη συναίνεση κυρίαρχων εθνικών κρατών και κυβερνήσεων; Αν αποδεχθούμε το δεύτερο ενδεχόμενο, τότε εκμηδενίζεται ο ρόλος του κυρίαρχου κράτους ως αξιόπιστου και σεβαστού συστήματος απόδοσης δικαιοσύνης. Αυτό σημαίνει ότι η συμπεριφορά των πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών όλων των χωρών του κόσμου θα πρέπει στο μέλλον να κρίνεται από δικαστικές αρχές εκτός εθνικής επικράτειας, ώστε να διασφαλίζονται η διαφάνεια και η αντικειμενικότητα.


Δεν είναι παράλογη η ανάλυση του Χένρι Κίσινγκερ «The Pitfalls of Universal Jurisdiction» (Foreign Affairs, July-August 2001), ότι σε έναν τέτοιο κόσμο η πολιτική εύκολα θα ποινικοποιείται εφόσον θεωρητικά οποιαδήποτε πολιτική προσωπικότητα θα μπορεί να παραπέμπεται σε ειδικά διεθνή ποινικά δικαστήρια μέσω ελαστικών ερμηνειών του όρου «έγκλημα πολέμου» και με ουσιαστικό στόχο την επίλυση πολιτικών διαφορών. Στην προσπάθεια να μην καταστεί η εθνική κυριαρχία άσυλο για ειδεχθή εγκλήματα πολέμου, η διεθνής κοινότητα μπορεί έτσι τελικά να φθάσει στο διαμετρικά αντίθετο άκρο: να απορρίψει ως σχεδόν ύποπτη, αλλά πάντως ως ανεπαρκή, την πολιτική διαλεκτική των εθνών με την ιστορία τους χάριν δικαστικών αρχών που είναι ευάλωτες στις πολιτικές επιδιώξεις τρίτων χωρών.


Είναι χαρακτηριστική η θεσμική αμηχανία του Δικαστηρίου ως προς τον προσδιορισμό των εγκλημάτων που θα εκδικάσει και την αναζήτηση νομικής ετυμολογίας που στηρίζει ή βολεύει πολιτικά επιχειρήματα. Η βεντάλια του κατηγορητηρίου εναντίον του Μιλόσεβιτς ­ συνοπτικά, εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και παραβιάσεις των κανόνων του διεθνούς δικαίου ­ αποδεικνύεται ένα εύπλαστο εργαλείο για τη μεγέθυνση των αδικημάτων του δικτάτορα, την επιλεκτική υπόδειξη άλλων εγκληματιών πολέμου ­ κυρίως Σέρβων ­ και την άφεση αμαρτιών για τα «λάθη» του ΝΑΤΟ εναντίον αμάχων. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με το καταστατικό του Δικαστηρίου, διώκεται ως παραβίαση των κανόνων του πολέμου «η επίθεση κατά ή ο βομβαρδισμός με κάθε μέσον ανοχύρωτων πόλεων, χωριών, κατοικιών και κτιρίων», πράξεις δηλαδή στις οποίες το ΝΑΤΟ προέβη κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών εναντίον της Σερβίας το 1999.


Μετά τις τελευταίες εξελίξεις το διεθνές δίκαιο δείχνει να βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό υπό την σκιά πολιτικών ερμηνειών για τα εγκλήματα πολέμου. Η πρωτοκαθεδρία των ισχυρών στη λήψη αποφάσεων για τις τύχες του κόσμου, που στις διεθνείς σχέσεις είναι συνήθως αδυσώπητη, απειλεί να κωδικοποιηθεί και νομικά, να μεταλλαχθεί σε νομικό θέσφατο, στην περίπτωση που το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την πρώην Γιουγκοσλαβία χαράξει έναν δρόμο επιλεκτικής τιμωρίας χωρίς επιστροφή.


Αν το ζητούμενο είναι, αντιθέτως, ως θα ώφειλε, η δικαιοσύνη να παραμείνει τυφλή και, στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού, αμερόληπτη, τότε δεν αρκεί να ζητεί την κεφαλή του Μιλόσεβιτς επί πίνακι, αλλά πρέπει να προχωρήσει σε δεκάδες άλλες «καθάρσεις».


Είναι λογικό να κλονίζεται η πίστη στην αξία των διεθνών κανόνων δικαίου και στην αποστολή των διαφόρων διεθνών οργανισμών (ΟΗΕ, ΕΕ, ΝΑΤΟ κτλ.) με την εκκωφαντική σιωπή που επιδεικνύεται για τα εγκλήματα των ρώσων προέδρων στην Τσετσενία, όπου ερρίφθησαν ως και βαλλιστικοί πύραυλοι εναντίον πόλεων, ή για τις θηριωδίες των Αμερικανών που εσκεμμένα και με σχέδιο βούτηξαν τα χέρια τους στο αίμα αμάχων στον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο Χένρι Κίσινγκερ και ο Ρόμπερτ Μακναμάρα αντιμετωπίζουν μακροσκελή κατηγορητήρια για εγκλήματα πολέμου και παραβίαση των κανόνων του διεθνούς δικαίου. Ο «βρώμικος πόλεμος» του Βιετνάμ, που για μία ολόκληρη εικοσαετία παρουσιαζόταν από την Ουάσιγκτον μανιχαϊστικά, ως ιερός αγώνας του Καλού εναντίον του Κακού, εμφανίζεται τώρα να βρίθει κτηνωδιών του στρατοπέδου του «ελεύθερου κόσμου».


Παρά την πληθώρα σχετικών δημοσιευμάτων, καμία δικαστική αρχή δεν έχει κινητοποιηθεί στις ΗΠΑ ώστε να διερευνήσει τις καταγγελίες και να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες. Φυσικά, καμία τρίτη χώρα δεν έχει διανοηθεί να αναλάβει τον ρόλο έξωθεν δημοσίου κατηγόρου και να παρέμβει υπό την αιγίδα ad hoc «διεθνών» δικαστικών οργάνων στο σύστημα δικαιοσύνης των ΗΠΑ, κατά το παράδειγμα της Ουάσιγκτον στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Η υπόθεση του γερουσιαστή Μπομπ Κέρι, ο οποίος πρόσφατα παραδέχθηκε δημοσία ότι, ως αξιωματικός στον πόλεμο του Βιετνάμ, είχε διατάξει εν ψυχρώ σφαγές αμάχων, περιθωριοποιήθηκε από το «κυνήγι μαγισσών» στη Σερβία.


Ο κατάλογος των ελεύθερων, και συχνά διαπρεπόντων, εγκληματιών πολέμου είναι ανεξάντλητος. Περικλείει πολέμους και ανθρώπους πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους: από τον Αριέλ Σαρόν που διέλυε με βόμβες φωσφόρου τα κορμιά των γυναικοπαίδων των Παλαιστινίων στον Λίβανο ως τον Αουγκούστο Πινοσέτ στη Χιλή που αφάνιζε κατά χιλιάδες τον λαό του για να τον προστατεύσει από τη «λαίλαπα του κομμουνισμού» και τους σοβιετικούς στρατηγούς που εξόντωσαν τους Αφγανούς για να μην αλλάξουν τις γεωστρατηγικές ισορροπίες Ανατολής-Δύσης.


Το δόγμα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που όπλισε τη διεθνή κοινότητα στο Κοσσυφοπέδιο, προσφέρει σήμερα πολλές ευκαιρίες για τον εντοπισμό εγκληματιών πολέμου. Περισσότερες από όσες μπορούσαν να διανοηθούν πολιτικοί και δικαστές κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Μένει να δούμε κατά πόσον το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία θα σηματοδοτήσει τη δίκαιη τιμωρία εγκληματιών πολέμου ή θα επισφραγίσει απλώς τη νίκη των Δυτικών στη μάχη διάλυσης της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Στη δεύτερη περίπτωση, η περίφημη διεθνής δικαιοδοσία κινδυνεύει να υποβαθμιστεί σε θλιβερό όργανο επινικίων ή εκδίκησης.


Ο κ. Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης είναι βουλευτής Επικρατείας της ΝΔ.