Η αναγνώριση της πρωτεύουσας θέσης του πρωθυπουργού έναντι των λοιπών μελών του υπουργικού συμβουλίου (primus solus πλέον και όχι απλά primus inter pares) συναρτάται μεταξύ άλλων και εκδηλώνεται ιστορικά με τη σταδιακή απεξάρτηση του πρωθυπουργικού αξιώματος από την παράλληλη άσκηση των αρμοδιοτήτων ενός ή και περισσοτέρων επί μέρους υπουργικών χαρτοφυλακίων.


Ηδη, ωστόσο, από τις αρχές λειτουργίας του νεοελληνικού κράτους διαμορφώθηκε ο κανόνας της ταύτισης μεταξύ του πρωθυπουργικού και υπουργικού αξιώματος, με την έννοια ότι ο εκάστοτε πρωθυπουργός ή μάλλον πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου, όπως απεκαλείτο τότε, ανελάμβανε σχεδόν πάντοτε και την παράλληλη διεύθυνση ενός επί μέρους υπουργείου. Ο πρωθυπουργός έπρεπε να είναι απαραίτητα και υπουργός, έστω ο κορυφαίος μεταξύ αυτών, ο οποίος και οριζόταν πρόεδρος του συμβουλίου των υπολοίπων (primus inter pares). Μολονότι ο κανόνας αυτός δεν ήταν δίχως εξαιρέσεις (λ.χ., ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, αρχικά, και οι Λουδοβίκος Αρμανσμπεργκ και ο βασιλεύς Οθων, στη συνέχεια, ουδέποτε ανέλαβαν και ως υπουργοί, ενώ το ίδιο παρατηρήθηκε και με τα μέλη της τριανδρίας κατά την περίοδο της κυβερνώσας Βουλής μετά την οκτωβριανή επανάσταση του 1862), διήρκεσε επί μακρόν και όλοι σχεδόν οι πρωθυπουργοί έως τις αρχές του 20ού αιώνα ανελάμβαναν παράλληλα και ως υπουργοί.


Η πρώτη σοβαρή ρήξη αυτού του κανόνα σημειώθηκε κατά την 3η κυβερνητική θητεία του Ελευθερίου Βενιζέλου την τριετία 1917-1920, οπότε είτε λόγω της συχνής απουσίας του στο εξωτερικό είτε λόγω της αδιαφιλονίκητης πλέον παντοδυναμίας του δεν άσκησε παράλληλα και επί μέρους υπουργικά καθήκοντα.


Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου εγκαινιάστηκε η πρακτική (από την κυβέρνηση του Αθ. Ευταξία, Ιούλιος – Αύγουστος 1926, επί δικτατορίας Θεοδ. Πάγκαλου), που την υιοθέτησε για ένα διάστημα και ο Ελ. Βενιζέλος κατά την 5η πρωθυπουργική θητεία του (1928-1932), καθώς και ο Παναγής Τσαλδάρης (1933-1935), της απόδοσης στον πρόεδρο του υπουργικού συμβουλίου και της ιδιότητας του υπουργού άνευ χαρτοφυλακίου, εν είδει ίσως υποκατάστατου της άμεσης από μέρους ανάληψης και επί μέρους υπουργικών καθηκόντων.


Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου (1936-1940) ο Ιωάννης Μεταξάς επέλεξε για ευνόητους προφανώς λόγους την κατά συρροήν άσκηση πολλαπλών υπουργικών αρμοδιοτήτων, πέραν αυτών του πρωθυπουργού. Κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, επίσης, διατηρήθηκε ο παραδοσιακός κανόνας της παράλληλης άσκησης του πρωθυπουργικού και ενός τουλάχιστον ακόμα υπουργικού αξιώματος, με την εξαίρεση του Θεμιστοκλή Σοφούλη, ο οποίος και στις δυο μεταπολεμικές πρωθυπουργικές θητείες του άσκησε τα καθήκοντα του πρωθυπουργού ή προέδρου του υπουργικού συμβουλίου και μόνο. Το ίδιο έπραξαν και οι Δ. Μάξιμος (1947), Αλ. Διομήδης (1949-1950) και Νικ. Πλαστήρας (1951-1962), κατά την τελευταία πρωθυπουργική θητεία του.


Κατά τη δεύτερη μεταπολεμική περίοδο ο Αλέξανδρος Παπάγος αρχικά και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στη συνέχεια εγκαινίασαν την πολιτική της σταδιακής έστω αποσύνδεσης μεταξύ του πρωθυπουργικού και των λοιπών υπουργικών αξιωμάτων, προφανώς λόγω και της αδιαμφισβήτητης πολιτικής υπεροχής τους έναντι των υπολοίπων μελών των κυβερνήσεών τους.


Εν τούτοις, ο Καραμανλής κατά την πρώτη κυβερνητική θητεία του την περίοδο 1958-1961 άσκησε παράλληλα με τα πρωθυπουργικά και τα καθήκοντα του υπουργού Εθνικής Αμύνης. Επίσης, κατά την περίοδο προ της δικτατορίας των συνταγματαρχών, ο Γεώργιος Παπανδρέου άσκησε παράλληλα με τα πρωθυπουργικά καθήκοντα και τα καθήκοντα του υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων (1964-1965), ενώ η από μέρους του διεκδίκηση ενός ακόμα υπουργικού χαρτοφυλακίου (ειδικά αυτού του υπουργού Εθνικής Αμύνης) έδωσε την αφορμή για την οξεία πολιτική κρίση του Ιουλίου 1965 και τον τερματισμό της δικής του πρωθυπουργικής θητείας.


Μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών1 και στο πλαίσιο λειτουργίας της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, ο Καραμανλής παγίωσε στη διάρκεια της δικής του πρωθυπουργικής θητείας (1974-1980) την πρακτική της αποσύνδεσης μεταξύ του πρωθυπουργικού και υπουργικού αξιώματος.


Εν τούτοις, ο Ανδρέας Παπανδρέου, κατά την πρώτη πρωθυπουργική θητεία του (1981-1985), αναβίωσε την παράδοση της παράλληλης άσκησης πρωθυπουργικού και υπουργικού αξιώματος, αναλαμβάνοντας ο ίδιος τη διεύθυνση των υπουργείων Εθνικής Αμυνας (1981-1986) και Βόρειας Ελλάδας (1981-1985). Το ίδιο έπραξε και ο Κων. Μητσοτάκης κατά τη δική του πρωθυπουργική θητεία (1990-1993), ασκώντας κατά διαστήματα παράλληλα και τα καθήκοντα του υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και Αιγαίου.


Τέλος, ο Ανδρ. Παπανδρέου κατά την τελευταία πρωθυπουργική θητεία του (1993-1996) επανέθεσε σε ισχύ τον νέο κανόνα της αποσύνδεσης μεταξύ του πρωθυπουργικού και του υπουργικού αξιώματος. Το ίδιο, εξάλλου, εξακολουθεί να πράττει και ο νυν πρωθυπουργός της χώρας Κ. Σημίτης από το 1996, που ανέλαβε για πρώτη φορά τα καθήκοντά του, και εφεξής.


Συμπερασματικά, η ανάδειξη της δεσπόζουσας θέσης του πρωθυπουργού στο πλαίσιο της ελληνικής πολιτικής και κυβερνητικής πραγματικότητας είχε ως συνέπεια και την αποσύνδεση του αξιώματός του από την άσκηση επί μέρους υπουργικών καθηκόντων. Στο πολίτευμα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ο πρωθυπουργός συνδυάζει τις ιδιότητες του αρχηγού του κόμματος της πλειοψηφίας στη Βουλή και του ηγέτη της κυβέρνησης. Ασκεί, έτσι, ένα ξεχωριστό σύνολο εξουσιών και αρμοδιοτήτων, ο συνδυασμός των οποίων όχι μόνο τον διακρίνει από τους λοιπούς υπουργούς αλλά καθιστά έκδηλη την υπεροχή της νομικο-πολιτικής του θέσης έναντι των υπολοίπων μελών της κυβερνήσεώς του.


­­­­­­­­­­­­­


1. Δεν εκπλήσσει ότι κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1967-1974) αναβίωσε και εμφανώς δυσφημίστηκε ο παλαιός κανόνας τής κατά συρροήν ανάληψης πολλαπλών υπουργικών ιδιοτήτων από τον «πρωθυπουργό» και ηγέτη της δικτατορίας Γ. Παπαδόπουλο.


Ο κ. Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.