Η σημερινή επιφυλλίδα θα έπρεπε κανονικά να μην έχει «θρησκευτικό» θέμα, αφού και η προηγούμενη με τα θρησκευτικά καταπιανόταν. Αλλά η πρόσφατη επικαιρότητα με προβλημάτισε τόσο ώστε να παραβώ τον κανόνα. Ας μου επιτραπεί, λοιπόν, να εκθέσω τρεις απορίες μου όχι μόνον ως επαγγελματίας ιστορικός αλλά και ως πολίτης αυτής της δύσμοιρης και χαρούμενης χώρας.


Η πρώτη απορία μου είναι μάλλον απλοϊκή. Γιατί απήργησαν οι ποιμένες μας και εναντίον τίνος; Εναντίον του ποιμνίου τους; Οχι, βέβαια. Μήπως εναντίον του κράτους που τους μισθοδοτεί και τους ασφαλίζει ή, καλύτερα, εναντίον των φορολογουμένων που τροφοδοτούν το κράτος; Οχι, λέει, επρόκειτο για συμπαράσταση προς τους άλλους απεργούς. Αρα, συμπεραίνω, ήταν πολιτική πράξη, οπότε ο ρόλος της Εκκλησίας έγινε πλέον και πολιτικός. Οχι, λέει, δεν ήταν πράξη πολιτική, ήταν απλώς στάση φιλάνθρωπη. Εξακολουθώ να απορώ, αφελέστατα: χάθηκαν άλλες φιλανθρωπίες, αμεσότερες; Ή μήπως κοστίζουν πολύ και η πάμπτωχη Εκκλησία μας αναγκαστικά προτιμά την δωρεάν φιλανθρωπία, ιδίως όταν διατυμπανίζεται τηλεοπτικώς και επίσης δωρεάν;


Αυτά, λοιπόν, για την πρώτη και σύντομη απορία μου. Προχωρώ στις άλλες δύο, κάπως μακροσκελέστερες.


Ιστορικό γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας, ο λόγος του Πάπα περί μετανοίας και συγγνώμης απαιτεί μια κάποια προσοχή, τώρα που μας πέρασε η τύφλωση από τους προβολείς της τηλεόρασης και από την λάμψη των αμφίων.


Δεν θα κουράσω τους αναγνώστες με τις σχολιαστικές αναδρομές ενός ιστορικού. Το έπραξαν ήδη όλοι ανεξαιρέτως οι αναρμόδιοι, ως συνήθως. Θα ρίξω, απλώς, μια ματιά· ματιά τηλεοπτική μεν, ακολουθώντας τον συρμό, αλλά λοξή και αμφίθωρη ­ ο ιστορικός γεννιέται ή γίνεται αμφίωψ.


Ας θυμηθούμε, λοιπόν, τον Πάπα να τελειώνει με κόπο την ανάγνωση του μηνύματός του, στο αρχιεπισκοπικό μέγαρο της Αθήνας. Ας αφήσουμε κατά μέρος το ιστορικό και χριστιανικό νόημα της μετάνοιας και της συγγνώμης, έτσι όπως φάνηκε να το εκφράζει ο απρόσκλητος ξένος, έτσι όπως φάνηκαν να το εκλαμβάνουν οι φιλόξενοι οικο-δεσπότες. Και ας δούμε απλώς τους συμβολισμούς της σκηνής, έτσι όπως τους αισθανθήκαμε πολλοί από εμάς τους θεατές, είτε ανήκουμε στο ποίμνιο των δύο ποιμένων είτε όχι.


Την στιγμή αυτή, λοιπόν, εκείνος που εκπέμπει το μήνυμα είναι, βεβαίως, ο θρησκευτικός ηγέτης ενός δισεκατομμυρίου καθολικών ψυχών ­ με ή χωρίς ταυτότητα. Είναι, ακόμη, ένα ιστορικό πρόσωπο της εποχής μας. Είναι όμως, επίσης, ένας υπέργηρος, εύθραυστος άνθρωπος και μάλιστα βαρύτατα και αθεράπευτα ασθενής. Και αυτός ο γέροντας, με απίστευτη επιμονή, συγκεντρώνει εκείνη την στιγμή την ελάχιστη σωματική δύναμη που του απομένει, για να προβεί σε μια πράξη ιστορικής σημασίας και να στείλει ένα μήνυμα ανθρωπισμού που μπορεί να συγκινήσει όχι μόνο τον ορθόδοξο ή τον καθολικό αλλά και τον βουδιστή και τον μουσουλμάνο και τον άθεο. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι συνομιλητές της άλλης πλευράς μπορούν να του απαντήσουν απλά και απέριττα, όπως αρμόζει στην στιγμή: με την σιωπή της περισυλλογής. Εκείνοι, όμως, απαντούν με χειροκροτήματα. Δηλαδή, με τον θεατρικότερο, τηλεοπτικότερο, κοσμικότερο τρόπο που υπάρχει. Γιατί;


Αυτή ήταν η δεύτερη απορία μου. Και τώρα, ας μου επιτραπεί να πω την τρίτη με κάτι σαν ανέκδοτο, αφού το περιστατικό που θα αφηγηθώ είναι πραγματικό: συνέβη σε επαρχιακό ναό, το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου.


Αναδρομή, λοιπόν, στην λειτουργία της Ανάστασης. Ας μεταφερθούμε νοερώς στο κλίμα της παπαδιαμάντειας κατάνυξης, υπό την κωδωνοκρουσία των κινητών. Ας θυμηθούμε ότι μόλις προχθές προσηλωθήκαμε, άναυδοι, στην Αποκαθήλωση· ότι μόλις χθες ακολουθήσαμε, σιωπηλοί, την Ακολουθία του Επιταφίου, εν μέσω διαπραγματεύσεων για χωράφια. Και σήμερα, ας ακούσουμε την σιωπή του πληρώματος της εκκλησίας που αναμένει στα σκοτεινά την φώτιση. Ας κοιτάξουμε με βλέμμα παιδικό το ιλαρόν φως. Ας οσφρανθούμε, τέλος, βγαίνοντας προς την υπαίθρια εξέδρα, την ευωδία του λιβάνου και των εαρινών ανθέων.


Είναι λίγα λεπτά πριν από την δωδεκάτη, ο ιερέας τελειώνει την ανάγνωση του Ευαγγελίου: «Και εξελθούσαι έφυγον από του μνημείου· είχε δε αυτάς τρόμος και έκστασις, και ουδενί ουδέν είπον· εφοβούντο γαρ». Και κλείνοντας το Βιβλίο, στρέφεται προς εμάς και λέει: «Και τώρα, θα σας πω ένα ανέκδοτο».


Ακολουθούν το ανέκδοτο, τα χάχανα και, αμέσως μετά, το Χριστός Ανέστη.


Μήπως πρέπει να εξαντλήσουμε την καλή μας προαίρεση; Και να υποθέσουμε ότι ο παπάς φαντάστηκε το ανέκδοτο ως παραβολή, νομίζοντας πως έτσι ακολουθούσε το παράδειγμα του Ναζωραίου; Μήπως πρέπει κιόλας να του αναγνωρίσουμε ότι εφεύρε την μεταμοντέρνα εκδοχή της παραβολής;


Οχι, βέβαια. Ο ιερωμένος δεν ήθελε να μας διδάξει νοήματα δυσνόητα με τον απλό τρόπο της παραβολής. Ηθελε να πουλήσει εύκολα την πραμάτεια του. Και η πραμάτεια ήταν η Εκκλησία ως θέαμα και ακρόαμα ευπώλητο.


Επιμύθιο πρώτο: άντε, και του χρόνου να Τον αναστήσουμε με χειροκροτήματα.


Επιμύθιο δεύτερο: με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις.


Επιμύθιο τρίτο: φαίνεται ότι το ποίμνιο των προς σωτηρίαν αμνών έχει μετατραπεί σε κοπάδι ηλιθίων προβάτων ­ τουλάχιστον στην φαντασία ορισμένων από τους θεόπεμπτους ποιμένες μας ­ και η επί προβάτων εξουσία, ως γνωστόν, είναι μια ενασχόληση σχετικώς ευχερής και ιστορικώς επικερδής.


Ο κ. Γεώργιος Β. Δερτιλής είναι ιστορικός, διευθυντής Σπουδών της Ανωτάτης Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Παρισιού.