Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε την επιτυχία του νέου Εργατικού Κόμματος στη Βρετανία; Μια προφανής εξήγηση είναι η ανυπαρξία σοβαρής αντιπολίτευσης. Το Συντηρητικό Κόμμα έχει έναν αρχηγό που δεν πείθει, είναι βαθιά διαιρεμένο σε ό,τι αφορά την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ και, επιπλέον, προσπαθεί να αναβιώσει το πνεύμα της θατσερικής αγοροκρατίας ­ πνεύμα που δεν έχει ιδιαίτερη απήχηση στον μέσο ψηφοφόρο.


Η παραπάνω εξήγηση όμως δεν αρκεί. Για μια πιο σφαιρική εξήγηση του προβλήματος πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας και στο κυβερνητικό έργο της τετραετίας που πέρασε. Η συμβατική Αριστερά (στη Βρετανία και πιο γενικά) απορρίπτει με περιφρόνηση τον μπλερισμό σαν έναν θατσερισμό με ανθρώπινο πρόσωπο ­ μάλλον με ανθρώπινο προσωπείο. Εχει δίκιο; Και ναι και όχι.


* Η εσωτερική πολιτική


Ας ξεκινήσουμε από την εσωτερική πολιτική της Εργατικής κυβέρνησης. Είναι αλήθεια ότι στην τετραετία που πέρασε η διακυβέρνηση Μπλερ ήταν πολύ πιο ριζοσπαστική στο επίπεδο της ρητορικής παρά σε αυτό της πράξης.


Παρ’ όλα αυτά όμως έγιναν σημαντικά βήματα προς μια σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση. Αντίθετα με προηγούμενες Εργατικές κυβερνήσεις, η προσεκτική, «συνετή» διαχείριση της οικονομίας επέφερε καρπούς. Είχε αποτέλεσμα έναν ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης χωρίς πληθωρισμό και με σημαντική μείωση της ανεργίας. Βέβαια αυξήθηκαν σημαντικά οι κοινωνικές ανισότητες. Από την άλλη μεριά όμως υπήρξε μια περιορισμένη αλλά ουσιαστική αναδιανεμητική πολιτική. Πράγματι, όταν ο Γκόρντον Μπράουν ανέλαβε την ευθύνη της κοινωνικής πολιτικής, χρησιμοποίησε πόρους από την έκτακτη φορολογία επί των υπερκερδών των αποκρατικοποιημένων επιχειρήσεων για τη σημαντική αύξηση των κατώτατων συντάξεων, τη δημιουργία 250.000 νέων θέσεων εργασίας και για το πέρασμα στον χώρο της ανεργίας, από το παθητικό σύστημα των «benefits» στο δυναμικό σύστημα του λεγόμενου «workfare»: βοήθησε με άλλα λόγια σημαντικό αριθμό ανέργων να πάψουν να είναι παθητικοί αποδέκτες επιδομάτων ανεργίας και να «ενεργοποιηθούν» είτε μπαίνοντας (ξανά) στην αγορά εργασίας είτε προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στην κοινότητα ­ είτε, τέλος, ακολουθώντας προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης/επανεκπαίδευσης.


Αυτό που πρέπει να τονιστεί εδώ είναι ότι και η ανακατανομή προς τα περιθωριοποιημένα στρώματα του πληθυσμού και η «ενεργοποίηση» των ανέργων έγιναν δυνατές επειδή για πρώτη φορά υπήρξε μια σοβαρή προσπάθεια συντονισμού της κοινωνικής με τη φορολογική πολιτική. Στο παρελθόν οι δύο αυτές πολιτικές βάδιζαν παράλληλα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη η μία τα μέτρα της άλλης κατά συστηματικό τρόπο. Το αποτέλεσμα αυτής της στεγανοποίησης ήταν ότι διάφορα φιλολαϊκά κυβερνητικά μέτρα στον χώρο των κοινωνικών παροχών εξουδετερώνονταν από τη φορολογική πολιτική. Για παράδειγμα, στο παρελθόν πολλοί άνεργοι δεν είχαν κανένα κίνητρο να βρουν εργασία. Στην περίπτωση που θα έβρισκαν, ο μισθός τους μετά τη φορολογία ήταν χαμηλότερος από το επίδομα ανεργίας που θα έπαιρναν αν παρέμεναν άνεργοι. Με τα νέα μέτρα, όπου οι φόροι και οι κοινωνικές παροχές συντονίζονται μέσω ενός συστήματος φορολογικών πιστώσεων (tax credits), οι περισσότεροι από αυτούς που βρίσκονταν στη λεγόμενη «παγίδα της φτώχειας» (poverty trap) είναι τώρα σε θέση να βγουν από αυτό το αδιέξοδο. Το σύστημα λειτουργεί κατά τέτοιον τρόπο που έχει κανείς οικονομικά πλέον κίνητρα για να περάσει από την παθητική εξάρτηση του επιδόματος της ανεργίας στην «κοινωνική ενεργοποίησή» του.


Η βασική ιδέα πίσω από τον συντονισμό φορολογικής και κοινωνικής πολιτικής είναι η δημιουργία ενός νέου συστήματος ενίσχυσης των οικονομικά αδύνατων τάξεων. Το σύστημα αυτό βασίζεται λιγότερο στη γραφειοκρατική εφαρμογή γενικών και αφηρημένων αρχών και περισσότερο στην ουσιαστική υποστήριξη όλων αυτών που έχουν πραγματική ανάγκη κρατικής βοήθειας. Ετσι με τα νέα μέτρα η κυβέρνηση είναι σε θέση να προσφέρει ένα εξασφαλισμένο μίνιμουμ 180 στερλινών την εβδομάδα σε κάθε οικογένεια της οποίας ένα μέλος της τουλάχιστον εργάζεται (σε πλήρη απασχόληση). Με αυτή την κίνηση η κρατική βοήθεια στις φτωχές εργαζόμενες οικογένειες υπερδιπλασιάστηκε (βλ. «Independent», 18.3.1998).


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι με αυτό το μέτρο έχουμε μια σοβαρή ανακατανομή του εισοδήματος, μια σημαντική μεταφορά πόρων από τις σχετικά εύπορες στις οικονομικά αδύνατες τάξεις. Οπως πολύ χαρακτηριστικά ανέφερε το κύριο άρθρο του «Observer» (22.3.1998), «ο Γκόρντον Μπράουν (υπουργός Οικονομικών), χωρίς να αθετήσει την υπόσχεσή του για δημοσιονομική αυστηρότητα, άλλαξε το φορολογικό και ασφαλιστικό σύστημα κατά τέτοιον τρόπο που 10 δισ. στερλίνες ανακατανεμήθηκαν προς όφελος του 30% του πληθυσμού, το οποίο βρίσκεται στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας και κανένας δεν διαμαρτυρήθηκε».


* Μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα


Περνώντας τώρα από την κοινωνική πολιτική στο πολιτικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της Εργατικής κυβέρνησης, και εδώ βλέπουμε δειλά μεν αλλά ουσιαστικά βήματα προοδευτικότητας: τη σταδιακή κατάργηση της αρχής της κληρονομικότητας σε ό,τι αφορά τα μέλη της Βουλής των Λόρδων, τη δημιουργία Περιφερειακών Κοινοβουλίων (devolution) στη Σκωτία και στην Ουαλλία, τη λήψη μέτρων για την άμβλυνση της κρατικής αδιαφάνειας κτλ.


Αν σε αυτά προσθέσουμε μια σειρά από θαρραλέα βήματα για την επίλυση του χρονίζοντος ιρλανδικού προβλήματος, τότε βλέπουμε πού βασίζεται η πρόβλεψη για τη νίκη του Μπλερ στις εκλογές που έρχονται.


* Η εξωτερική πολιτική


Περνώντας τέλος στην εξωτερική πολιτική (που προβληματίζει πολύ λιγότερο το βρετανικό εκλογικό σώμα) εδώ περνάμε από τη «δειλή» έστω προοδευτικότητα στη δυναμική αντίδραση. Πράγματι ο Τόνι Μπλερ πολύ πιο ενεργά από οποιονδήποτε άλλο ευρωπαίο ηγέτη αντιτίθεται και στην πολιτικοστρατιωτική ένωση της Ευρώπης και στην αυτονόμηση της ΕΕ από την αμερικανική ηγεμονία. Προωθώντας με ιδιαίτερο ζήλο την παραδοσιακή «ειδική σχέση» ΗΠΑ – Βρετανίας, ο βρετανός ηγέτης, από την πολιτική έναντι του Ιράκ ως το Κόσοβο, το έπαιξε και εξακολουθεί να το παίζει «βασιλικότερος του βασιλέως». Είτε ερμηνεύσει κανείς αυτή τη συμπεριφορά ως δουλοπρέπεια έναντι των ΗΠΑ είτε ως μια ακλόνητη πίστη στην ταύτιση των αμερικανικών και ευρωπαϊκών συμφερόντων, γεγονός είναι ότι ο Τόνι Μπλερ αποτελεί ένα σοβαρό εμπόδιο στη δημιουργία μιας ισχυρής Ευρώπης ικανής να παίξει αυτόνομο και καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του παγκόσμιου γίγνεσθαι.


Είναι αυτό «αντιδραστικό»; Κατά τη γνώμη μου, ναι ­ και αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι οι ΗΠΑ (είτε κυβερνώνται από τους δημοκράτες είτε από τους ρεπουμπλικανούς) επωφελούνται και υποστηρίζουν χωρίς κανέναν ενδοιασμό τον νεοφιλελεύθερο άκρως αγοροκρατικό χαρακτήρα της τωρινής παγκοσμιοποίησης. Υποστηρίζουν με άλλα λόγια έναν τρόπο ρύθμισης του παγκόσμιου συστήματος που οδηγεί στη θέσπιση της λογικής της αγοράς και στην απόλυτη κυριαρχία της, όχι μόνο στον οικονομικό αλλά και στον πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό χώρο. Με άλλα λόγια οι ΗΠΑ σήμερα (και οι ευρωπαίοι ηγέτες που δέχονται απροβλημάτιστα το παγκόσμιο νεοφιλελεύθερο status quo) δεν υποστηρίζουν μόνο την παγκόσμια οικονομία της αγοράς αλλά και την παγκόσμια κοινωνία της αγοράς ­ και είναι ακριβώς αυτό που εξηγεί τις σημερινές τάσεις για γεωμετρικά αυξανόμενες ανισότητες εντός και μεταξύ κρατών-εθνών, την τερατώδη συγκέντρωση πλούτου στα χέρια ενός μικρού αριθμού τρισεκατομμυριούχων και την εξαθλίωση μιας μεγάλης μερίδας της ανθρωπότητας σε μια εποχή που η τεχνολογική εξέλιξη και μια δικαιότερη διαχείριση του παραγόμενου πλούτου θα μπορούσε να εξαλείψει μια για πάντα τα απόλυτα επίπεδα φτώχειας σε όλον τον πλανήτη.


Αγνοώντας παντελώς τη βαρβαρότητα της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης του παγκόσμιου συστήματος, καθώς και την πιθανότητα ενός περάσματος από ένα νεοφιλελεύθερο/αγοροκρατικό σε ένα νεοσοσιαλδημοκρατικό καθεστώς διαχείρισης, ο Μπλερ απλώς προτείνει την παθητική προσαρμογή στο παγκόσμιο σύστημα και είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο που, όπως και η κυρία Θάτσερ, δεν βλέπει γιατί πρέπει η ΕΕ να προχωρήσει πιο πέρα από την απλή ενοποίηση των αγορών. Η ιδέα μιας σοσιαλδημοκρατικά οργανωμένης και πολιτικοστρατιωτικά ισχυρής Ευρώπης ως αντίβαρο στην αμερικανική ηγεμονία και ως τρόπος μετασχηματισμού των κανόνων ρύθμισης του παγκόσμιου κοινωνικοοικονομικού παιχνιδιού τον αφήνει εντελώς αδιάφορο. Απ’ αυτή την άποψη ο μπλερισμός αποτελεί ένα σοβαρό εμπόδιο σε μια Ευρωπαϊκή Ενωση που θα είχε κεντρικό στόχο όχι την υπέρβαση αλλά τον εξανθρωπισμό του παγκόσμιου καπιταλισμού.


* Τι βαθμό παίρνει


Συμπέρασμα: Είχε τελικά δίκιο ο Ντε Γκωλ όταν, στη δεκαετία του ’60, ήταν εναντίον της βρετανικής ανάμειξης/συμμετοχής στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Είναι κρίμα που σήμερα στην Ευρώπη δεν έχουμε ηγέτες της εμβέλειας ενός Ντε Γκωλ ή ενός Αντενάουερ. Οσο για μια σφαιρική αξιολόγηση της μπλερικής πολιτικής για την τετραετία που πέρασε, από μια νεοσοσιαλδημοκρατική σκοπιά, θα πρότεινα την εξής βαθμολογία:


* Κοινωνικοοικονομική πολιτική: Καλώς.


* Μεταρρυθμίσεις πολιτικών θεσμών: Λίαν Καλώς.


* Εξωτερική πολιτική: Κάτω από τη βάση.


Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.