Σε διαφήμιση για γνωστή μάρκα καφέ ο σύγχρονος νεοέλληνας που φλερτάρει μέσω Διαδικτύου με «αφελή» Αγγλίδα τη διορθώνει με ύφος επιτιμητικό: «Ποια Ελγίνεια (κοριτσάκι μου); Τα Μάρμαρα είναι του Παρθενώνα!». Αραγε τι κοινό έχουν τα αρχαιοελληνικά μνημεία, τα υλικά κατάλοιπα μιας πολιτιστικής κληρονομιάς, με το γνωστό καφεδάκι; Γιατί μια τέτοια διαφήμιση δεν αφορά τον ­ επίσης εξελληνισμένο ­ φραπέ ή τον καπουτσίνο; Τα ερωτήματα αυτά, παρά την επιφανειακή τους ελαφρότητα ή παραδοξότητα, μπορούν να φωτίσουν πτυχές του εθνικού αυτοπροσδιορισμού.


Η ελληνική «ιδιαιτερότητα» έχει ενδιαφέρον γιατί σήμερα η κατανάλωση καφέ στο σπίτι, στη δουλειά ή στα καφενεία (με τις διαφορετικές ανά τον κόσμο ονομασίες τους) αποτελεί πλέον στοιχείο κοινό μιας παγκόσμιας (κατ’ άλλους «παγκοσμιοποιημένης») κουλτούρας της καθημερινότητας. Παρά τις ποικιλίες στη γεύση, στην προέλευση και στην παρασκευή του καφέ, η κατανάλωσή του συνδέεται κατά κανόνα με την κοινωνική συναναστροφή, τον ελεύθερο χρόνο και τη σχόλη σε ειδικά διαμορφωμένους δημόσιους χώρους. Οι χώροι αυτοί, από τη Νέα Υόρκη ως την Αθήνα και από τη Στοκχόλμη ως τη Λισαβόνα, μοιάζουν σήμερα τόσο μεταξύ τους ώστε να είναι δύσκολο κανείς να μιλήσει για «εθνικά» χαρακτηριστικά. Είναι λοιπόν ενδιαφέρον ότι τα τελευταία 20 χρόνια ­ όπως προκύπτει από τις αντίστοιχες διαφημίσεις ­ αρχίζει να τονίζεται η ελληνικότητα ενός συγκεκριμένου τύπου καφέ («εμείς τον λέμε ελληνικό»). Ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι σε σημερινές διαφημίσεις ο παλαιότερα γνωστός ως «τούρκικος» καφές όχι μόνο είναι ελληνικός αλλά αναδεικνύεται σε ένα από τα συστατικά στοιχεία της ελληνικής ταυτότητας. Η αναβάθμισή του αυτή επιτρέπει τη σύνδεση με σειρά συμβολικών αναπαραστάσεων της ελληνικότητας, μεταξύ των οποίων και τα «Μάρμαρα του Παρθενώνα».


Η σύνδεση αυτή δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστη. Πρώτον, γιατί παραπέμπει σε διάρκεια: ο καφές, ως ελληνικός, εγγράφεται σε ένα εθνικό παρελθόν με απροσδιόριστο βάθος χρόνου. Δεύτερον, γιατί προβάλλονται ως σύμβολα ταυτότητας δύο πολύ διαφορετικά στοιχεία της υλικής κουλτούρας, ένας αρχαίος ναός και ένα ρόφημα. Τρίτον, γιατί και τα δύο είναι αντικείμενο διεκδίκησης, το ένα από τους Αγγλους, το άλλο από τους Τούρκους. Τέταρτον, γιατί και στα δύο ενυπάρχει η έννοια της εθνικής αποκλειστικότητας. Πέμπτον, γιατί η σύνδεση αυτή τα τοποθετεί και τα δύο ­ αδιαφοροποίητα ­ στο πλαίσιο ενός κοινού τουριστικού φολκλόρ.


Είναι γνωστό ότι ο καφές ξεκίνησε από την Αιθιοπία και την Υεμένη για να εισαχθεί κατ’ αρχάς στις αραβικές και μουσουλμανικές κοινωνίες της Εγγύς Ανατολής, όπου και έπαιξε έναν εμβληματικό ρόλο στις διατροφικές συνήθειες, στους κανόνες φιλοξενίας και στο τυπικό της καθημερινότητας. Ο καφές δημιούργησε έναν νέο χρόνο και έναν νέο χώρο στις αστικές κοινωνίες. Από το τέλος του 15ου αιώνα αλλά κυρίως κατά τον 16ο δημιουργήθηκαν και εξαπλώθηκαν τα καφενεία ως καινοτομία στις αραβικές και μουσουλμανικές πόλεις. Η εισαγωγή του στη Δύση, επίσης ως καινοτομίας, σήμανε προσαρμογή στις δυτικοευρωπαϊκές αξίες και δημιουργία ενός νέου τύπου καφενείου, με εξέχοντα παραδείγματα τα καφέ του Παρισιού και της Βιέννης. Στα Βαλκάνια διαδόθηκε μέσω της οθωμανικής κατάκτησης. Παρ’ όλο που ήταν στενά συνδεδεμένος με τον κόσμο του Ισλάμ, υιοθετήθηκε και από τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες της Αυτοκρατορίας. Σε όλες τις περιπτώσεις πάντως το καφενείο ήταν χώρος αποκλειστικά ανδροκρατούμενος, απαγορευμένος στις γυναίκες. Στην Ελλάδα του περασμένου αιώνα τα γνωστά καφενεία της Αθήνας κατείχαν θέση «εκκλησίας του δήμου», όπου ανθούσαν οι πολιτικές συζητήσεις και οι σχετικοί καβγάδες.


Ενόσω άκμαζε ο kahvehane (καφενές), παριζιάνικοι συρμοί έφερναν στην Ανατολή τα καφέ. Παρ’ όλο που και στους δύο χώρους σέρβιραν καφέ, η διαφορετική τους ονομασία συμβόλιζε δύο διαφορετικές πραγματικότητες, μια ανατολική και μια δυτική, συχνά ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Η ανταγωνιστική τους συνύπαρξη ήταν προφανής, για παράδειγμα, στην οθωμανική Θεσσαλονίκη. Η ιδιαίτερη παράδοση της περιοχής ήταν ωστόσο ο βραστός καφές με το καϊμάκι και τον ντελβέ που ο καφετζής τον έψηνε στο γνωστό μπρίκι. Ο καφές αυτός, ανάλογα με την ποσότητα της ζάχαρης και του καφέ, είχε πάρα πολλές ποικιλίες, οι οποίες μάλιστα ανταποκρίνονταν και σε διαφορετικούς χαρακτήρες των πελατών. Ετσι η κατανάλωση του καφέ, παρ’ όλο που συντελείται μέσα σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο και εκφράζει μια συγκεκριμένη πολιτισμική ταυτότητα, εξατομικεύεται και καθρεφτίζει ατομικές ταυτότητες.


Δεν έχει μεγάλη σημασία πώς ονομάζεται αυτός ο καφές. Για χρόνια δηλωνόταν με την ονομασία προέλευσής του (τούρκικος) χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα. Σημασία έχει η μετονομασία του και η μαχητική διεκδίκηση του νέου του ονόματος. Αυτό που αποτελούσε τμήμα μιας βαλκανικής και μιας ανατολικής «κοινής» και όπου ο μπακλαβάς, τα ντολμαδάκια και τα κεφτεδάκια θα είχαν επίσης σημαντική θέση αποκτά τώρα εθνικά χαρακτηριστικά (όχι μόνο στην Ελλάδα). Η κοινή εμπειρία βιώνεται έτσι ως αποκλειστική εμπειρία, η πολλαπλότητα ως μοναδικότητα. Το «εμείς» δεν περιέχει και δεν μοιράζεται. Ο καφές είναι μόνο δικός μας.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.