Με την πάροδο του χρόνου ολοένα και πιο συχνά ­ και όχι χωρίς κάποια, ιδιόμορφη είναι αλήθεια, «γεύση» νοσταλγίας ­ ανατρέχω ιδίως στον μεταξύ οικείων πληθυντικό, π.χ. του Γουσταύου Φλωμπέρ στη «Μαντάμ Μποβαρύ», του Λέοντος Τολστόι στην «Αννα Καρένινα» ή, εντελώς πιο πρόσφατα, του Μίλαν Κούντερα στη «Βραδύτητα».


Μπορεί στην εποχή μας, όπου το χάσμα ανάμεσα στα δικά της ήθη κι εκείνα των καιρών που προανέφερα βαθαίνει διαρκώς και με γεωμετρική, θαρρώ, πρόοδο, ένας τέτοιος πληθυντικός να παίρνει τις διαστάσεις του γραφικού ή, ακόμη, και του γελοίου. Πώς άραγε να ταιριάξει στη νοοτροπία μας μια λεκτική έκφραση που έγινε πια απολύτως συνώνυμη της τυπικής ιεραρχίας, της αποξένωσης και της ψυχικής διάστασης;


Κι όμως, π.χ., στον 18ο και τον 19ο αιώνα η σημασία ενός τέτοιου πληθυντικού δεν ήταν η ίδια μ’ αυτήν των ημερών μας. Δεν συμβόλιζε κατ’ ανάγκη το χάσμα. Απλώς χρησίμευε για να οριοθετήσει, σημειολογικά πάντα, τον δημόσιο από τον ιδιωτικό χώρο της προσωπικότητας. Διότι, τότε, ο ιδιωτικός αυτός χώρος έκλεινε μέσα του τα ιδιαίτερα και εξατομικευμένα εκείνα χαρακτηριστικά, με βάση τα οποία ο άνθρωπος αφενός υπερασπιζόταν τη διαφορετικότητά του και, αφετέρου, και κατ’ επέκταση, αμυνόταν εναντίον οιασδήποτε προσπάθειας εισβολής που ισοδυναμούσε με κατάλυση και ισοπέδωσή της.


Υπό τα δεδομένα αυτά σ’ εκείνους τους καιρούς η υπέρβαση του πληθυντικού και η μετάβαση στον ενικό δεν ήταν, κατ’ ανάγκη, μια απλή αλλαγή συμπεριφοράς. Επιτρέποντας, κατ’ εξαίρεση βεβαίως, στον άλλο να εισχωρήσει στα ενδότερα του ιδιωτικού του χώρου, καθένας μπορούσε να δώσει νόημα και έμφαση σε αισθήματα όπως η προσέγγιση, η εμπιστοσύνη, η φιλία, ο έρωτας. Ηταν μια γενναία παραχώρηση απαλλαγμένη από εκείνες τις συναισθηματικές πληθωριστικές πιέσεις, που καθιστούν, μοιραία, τις ανθρώπινες σχέσεις τυπικές, φευγαλέες, ανούσιες.


Και ακριβώς επειδή μια τέτοια ανθρώπινη προσέγγιση, μια τέτοια οικειότητα, έπαιρνε διαστάσεις πραγματικού ψυχικού δεσμού, π.χ. οι μετέπειτα αποστάσεις, οι προδομένες φιλίες και οι ανολοκλήρωτοι έρωτες ξέφευγαν, αντιστοίχως, από τα όρια του κοινωνικού «γεγονότος» για ν’ αγγίξουν ως και την ουσία του τραγικού.


Στις μέρες μας, βεβαίως, τα πράγματα έχουν αλλάξει ουσιωδώς. Η υφή του πολιτισμού μας, σχεδόν σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει μετακινήσει βίαια τα όρια ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική σφαίρα της προσωπικότητας. Και η υποχώρηση του πληθυντικού που προανέφερα έναντι του τρέχοντος πια ενικού προσδιορίζει, πάντα από σημειολογική έποψη, μιαν άλλη, πολύ διαφορετική, μορφή οικειότητας.


Κυρίως η ταχύτατη εξέλιξη της τεχνολογίας και η συνακόλουθη εντυπωσιακή σώρευση γνώσης κάνουν τον καταμερισμό εργασίας μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου ολοένα και πιο διεξοδικό. Σχεδόν λεπτομερειακό. Επωμιζόμενος όμως ο σύγχρονος άνθρωπος ένα μικρό ­ και συνεχώς μικρότερο ­ μέρος από το σύνολο της κοινωνικής παραγωγής και δημιουργίας έχει ανάγκη από τους συνανθρώπους του για να επιβιώσει. Η συνολική προσέγγιση της γνώσης, αυτό το μεγάλο προνόμιο των προσωκρατικών, φαντάζει στους καιρούς μας χίμαιρα. Και η αυτάρκης μικροκοινωνία, πολύ δε περισσότερο η αυτάρκης οικογένεια του παρελθόντος, συνιστά απλό ιστορικό δεδομένο.


Είναι ακριβώς αυτή η αδήριτη πύκνωση των ανθρώπινων σχέσεων που, σταδιακώς, συρρικνώνει για τον άνθρωπο το πεδίο του ιδιωτικού του χώρου. Και τούτο, σε συνδυασμό με την προϊούσα μείωση του κρατικού παρεμβατισμού και της αντίστοιχης κρατικής εποπτείας ­ που συνιστούν προϋπόθεση sine qua non για την ακώλυτη άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του ­, καθιστά ιδιαίτερα ευχερή την παραβίαση αυτού του ιδιωτικού χώρου. Ετσι, συχνά υπό το πρόσχημα τής, αναγκαίας για την ολοκλήρωση του έργου που αναλογεί σε καθένα, επικοινωνίας, η διείσδυση στη σφαίρα του ιδιωτικού πεδίου δεν είναι πια γεγονός. Και σε συνδυασμό με τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, ιδίως δε σε συνδυασμό με τις άπειρες δυνατότητες των λεωφόρων του κυβερνοχώρου και των λοιπών ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας και ενημέρωσης, η ιδιωτική σφαίρα του ανθρώπου καταρρέει.


Κάπως έτσι, στην εποχή μας, η οικειότητα δεν είναι πια προνόμιο που παραχωρεί κάποιος στον άλλο σε ένδειξη εκτίμησης ή αγάπης. Ο άνθρωπος, υπό όρους πραγματικής εισβολής, βιώνει τώρα, αντιθέτως, την «τυραννία της οικειότητας», για να χρησιμοποιήσω τον τίτλο της περίφημης μελέτης του Ρίτσαρντ Σένετ. Της οικειότητας που γίνεται τόσο περισσότερο καταπιεστική όσο αγγίζει τα λεγόμενα «δημόσια πρόσωπα», των οποίων η κοινωνική παρουσία προσελκύει τα φώτα τής κάθε μορφής δημοσιότητας, αφού χωρίς αυτά τέτοια πρόσωπα είναι καταδικασμένα στην ασημαντότητα και την περιθωριοποίηση.


Περιορίζομαι ν’ αναφερθώ, εντελώς ενδεικτικά, στην οικειότητα του πολιτικού με τον δημοσιογράφο, ιδίως των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής ενημέρωσης, και αντιστρόφως. Ή στην οικειότητα μεταξύ πολιτικών, ανεξαρτήτως του ιδεολογικού χώρου στον οποίο ανήκουν. Ή, τέλος, στην αγγλοσαξονικού τύπου οικειότητα μεταξύ συμμετεχόντων στα διεθνή fora, όπου και η πρώτη ακόμη συνάντηση επιβάλλει τον ενικό.


Καταλυτικός ενικός, επιτηδευμένη ειλικρίνεια, δεσποτική οικειότητα κυριαρχούν σήμερα σε πολλές πτυχές των κοινωνικών σχέσεων. Η αποδοχή τους και η μιθριδατική εξοικείωση με τις επιπτώσεις τους αιτιολογείται ως η αναπότρεπτη θυσία μας στον βωμό του πολιτισμού μας και των ανταλλαγμάτων που μας παρέχει, ή υποθέτουμε πως μας παρέχει. Στο μεταξύ, ο ιδιωτικός μας χώρος βλέπει τα τείχη που τον προστάτευαν παραδοσιακά να γκρεμίζονται, άλλοτε από τις «καταιγίδες» της επικοινωνίας και άλλοτε από τους «πολιορκητικούς κριούς» των πολύμορφων εξουσιών, που κάθε άλλο παρά εκπορεύονται μόνον από την παραδοσιακή φαρέτρα της κρατικής ισχύος.


Πράγμα διόλου παράξενο, διόλου αντιφατικό, αυτή η μεταλλαγμένη «οικειότητα», που δίνει συχνά την εντύπωση της κοινωνικής ουσίας η οποία «δένει» τους ανθρώπους, χαλκεύει τα δεσμά της απομόνωσής τους και τους μυεί στο «μυστήριο» της σύγχρονης ψυχοκτόνου μοναξιάς. Μιας μοναξιάς έναντι της οποίας μόνη μας άμυνα φαίνεται να είναι η επανασύνδεσή μας με κάποιες παραδοσιακές αξίες και σχέσεις, που τόσο γρήγορα και τόσο εύκολα θέσαμε στο περιθώριο του ψυχισμού μας. Καθώς και η καλλιέργεια μιας πνευματικότητας η οποία συμβαδίζει με την ολιστική αντίληψη του κόσμου και της κοινωνίας στα χνάρια του Ηράκλειτου και των επιγόνων του.


Ο κ. Προκόπης Παυλόπουλος είναι κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.