«»Ω, γένος των Φράγκων, γένος εκλεκτό του Θεού και αγαπητό στον Θεό,… σ’ εσάς απευθύνεται ο λόγος μου, σ’ εσάς η παραίνεσή μου… Θυμηθείτε τα ανδραγαθήματα των προγόνων σας, τη δόξα και το μεγαλείο του βασιλιά Καρόλου του Μεγάλου και του γιου του Λουδοβίκου, και των άλλων βασιλιάδων σας, που κατέστρεψαν τα βασίλεια των ειδωλολατρών και προσέθεσαν τα εδάφη τους στις κτήσεις της μεγάλης Εκκλησίας… Η Ιερουσαλήμ είναι ο ομφαλός της γης, η γη της παραγωγική όσο καμία άλλη, ως άλλος Παράδεισος. Αυτήν τη γη ελάμπρυνε με την ενανθρώπισή του ο Σωτήρας του ανθρωπίνου γένους, την καλλώπισε με την παρουσία του, την αγίασε με το μαρτύριό του, την έσωσε με τον θάνατό του, τη δόξασε με την ταφή του. Αυτή η βασιλική πόλη, η οποία βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου, είναι τώρα αιχμάλωτη στα χέρια των εχθρών Του, είναι υπό την κυριαρχία αυτών που δεν γνωρίζουν τον Θεό, και βλέπει τη λατρεία των ειδωλολατρών. Ζητάει να απελευθερωθεί, και σας ικετεύει να σπεύσετε να τη βοηθήσετε. Ζητάει βοήθεια κυρίως από εσάς, γιατί εσάς έχει ξεχωρίσει ο Θεός από όλα τα έθνη δίνοντάς σας μεγάλη στρατιωτική αρετή…». Οταν ο Πάπας Ουρβανός είπε αυτά και πολλά παρόμοια, όλοι οι παρόντες αναφώνησαν: «Είναι θέλημα Θεού! Είναι θέλημα Θεού!»». Ετσι περιγράφει ένας χρονογράφος του 12ου αιώνα τη δημηγορία του Πάπα Ουρβανού στο Clermont, με την οποία ξεκίνησε η πρώτη Σταυροφορία. Πρόκειται για μία από τις πλέον επιτυχημένες προτρεπτικές ομιλίες στην ιστορία της ανθρωπότητας. Κινητοποίησε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπων, ίσως συνολικά 200.000 μέχρι το 1101, σε ένα κίνημα που διήρκεσε αιώνες, αλλάζοντας φυσικά μορφή με την πάροδο του χρόνου, και χαρακτήρισε μια ολόκληρη εποχή: τα τέλη του 11ου αιώνα, ο 12ος και ο 13ος, οι κατ’ εξοχήν αιώνες των Σταυροφοριών, συμπίπτουν με την ακμή της Δυτικής Ευρώπης, όπως άλλωστε, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, και του Βυζαντίου, τουλάχιστον ως το 1204. Το θέλημα Θεού βέβαια ήταν κυρίως βουλή των ανθρώπων, και τα θρησκευτικά κίνητρα αποδυναμώθηκαν γρήγορα. Ωστόσο το μείγμα θρησκείας και πολέμου ήταν ισχυρό και συγκίνησε πολλούς τον Μεσαίωνα.


Η ευρύτατη γεωγραφική έκταση


Οι Σταυροφορίες αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα κινήματα του Μεσαίωνα. Δεν ενθουσίασαν μόνο μεγάλο μέρος της μεσαιωνικής Δυτικής Ευρώπης. Ως σύνολο γεγονότων οι Σταυροφορίες προκαλούν το ενδιαφέρον και εξάπτουν τη φαντασία και των επόμενων γενεών, οι οποίες τις αντιμετώπισαν άλλοτε ως θετικό φαινόμενο και άλλοτε ως αρνητικό. Αυτά βέβαια στη Δυτική Ευρώπη. Στον χώρο του Βυζαντίου και των ισλαμικών χωρών σπάνια θα έβρισκε κανείς θετική αντιμετώπιση του φαινομένου. Η νηφάλια ιστορική θεώρηση πάντως θα δει στο κίνημα των Σταυροφοριών μια από τις πιο εντυπωσιακές εκφράσεις της επεκτατικότητας της Δυτικής Ευρώπης, σφύζουσας δημογραφικά και ασφυκτιώσης γεωγραφικά και οικονομικά, και της επέκτασής της είτε μέσα στην ίδια την ήπειρο, πέρα από τον ευρωπαϊκό κορμό που ήταν η παλιά αυτοκρατορία του Καρλομάγνου, είτε στην Ανατολική Μεσόγειο. Ας θυμηθούμε ότι οι Σταυροφορίες, ως ιερός πόλεμος που οργανώνει και καθοδηγεί η Καθολική Εκκλησία, διαρκούν από το 1095 ως μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Οθωμανούς. Στα τέλη ακόμη του 15ου αιώνα ο Χριστόφορος Κολόμβος ανέλαβε το υπερπόντιο ταξίδι του με την ελπίδα ότι θα προήγε μια μελλοντική σταυροφορία κατά των Μωαμεθανών. Η δε γεωγραφική έκταση των Σταυροφοριών είναι πολύ ευρύτερη από ό,τι συνήθως νομίζουμε. Σταυροφόροι άρχισαν την ανακατάληψη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας από τους Σαρακηνούς, και υπό το σήμα του σταυρού ευδοκίμησε η προέλαση γερμανών κυρίως φεουδαρχών, χωρικών και εμπόρων προς τα βορειοανατολικά, ως και τη Λετονία και την Εσθονία. Πρόκειται, στ’ αλήθεια, για την πρώτη μεσαιωνική επέκταση της Δυτικής Ευρώπης.


Για την Ανατολική Μεσόγειο δύο είναι οι βασικές στιγμές των Σταυροφοριών. Η πρώτη είναι το 1099, η πτώση των Ιεροσολύμων και η ίδρυση του βασιλείου των Ιεροσολύμων, γεγονός που εγκατέστησε Δυτικοευρωπαίους στην Παλαιστίνη και στη Συρία, και προκάλεσε ισχυρή αντίδραση εκ μέρους των ισλαμικών δυνάμεων, προάγοντας συγχρόνως την Ιερουσαλήμ σε βασικό ιδεολογικό σύμβολο του Ισλάμ. Η δεύτερη είναι η πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1204, γεγονός με τεράστια ιστορική σημασία. Μαζί τα δύο αυτά γεγονότα και οι καταστάσεις που δημιούργησαν άλλαξαν για αιώνες την πολιτική και οικονομική κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο χώρος του Βυζαντίου κατακερματίστηκε πολιτικά και σε ορισμένα εδάφη του ­ στην Κρήτη, στην Πελοπόννησο, στα νησιά του Αιγαίου ­ εγκαταστάθηκαν Γάλλοι, Βενετοί και άλλοι. Οι ισλαμικές χώρες της Ανατολικής Μεσογείου τελικά ανασυντάχθηκαν πολιτικά. Ομως η οικονομική ενοποίηση του χώρου έγινε από τους ιταλούς και άλλους δυτικοευρωπαίους εμπόρους, που κυριαρχούσαν πλέον σε μια Μεσόγειο στην οποία στο παρελθόν δέσποζαν οι Βυζαντινοί και οι Αραβες. Το δεύτερο γεγονός, η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, είχε ως σοβαρό παρεπόμενο τη δημιουργία ισχυρού αντιδυτικού ρεύματος, που εμπόδισε στον Μεσαίωνα τη συνεννόηση και την ουσιαστική ένωση της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας.


Ενοποιητικός ρόλος στην Ευρώπη


Η διεθνής βιβλιογραφία που αφορά τις Σταυροφορίες είναι πλούσια τόσο ως προς το θεματολόγιο όσο και ως προς τις απόψεις που εκφράζονται, καθώς και ως προς την αποτίμηση του φαινομένου. Ιδίως στα έτη λίγο πριν και λίγο μετά το 1995, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 900 χρόνων από την έναρξη της πρώτης Σταυροφορίας, δημοσιεύθηκαν μια σειρά από ενδιαφέρουσες μελέτες που έριχναν το βάρος κυρίως στις εσωτερικές διεργασίες στη Δυτική Ευρώπη.


Οι μελέτες και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγουν μας ωθούν σε ορισμένους προβληματισμούς ως προς το φαινόμενο των Σταυροφοριών και τις επιπτώσεις τους. Θα αναφερθώ σε λίγα μόνο από αυτά. Ενα γενικό θέμα, το οποίο έχουν προσεγγίσει στο παρελθόν κυρίως οι ιστορικοί των ιδεών, καθώς και όσοι μελετούν τη Βορειοανατολική Ευρώπη, είναι η δημιουργία μιας καινούργιας Ευρώπης στην εποχή των Σταυροφοριών και εν μέρει εξαιτίας τους. Η μελέτη της εσωτερικής ιστορίας του κινήματος έχει δείξει εδώ και καιρό ότι οι Σταυροφορίες διαδραμάτισαν ενοποιητικό ρόλο σε μια Ευρώπη κατακερματισμένη πολιτικά. Καλώντας τους πιστούς να πολεμήσουν για υπερεθνικά και υπερτοπικά ιδεώδη (για τη θρησκεία) η Εκκλησία τόνισε τα κοινά σημεία των χριστιανικών λαών της Δυτικής Ευρώπης και όχι τις διαφορές και διαφοροποιήσεις που υπήρχαν ανάμεσά τους. Οι ίδιοι οι σταυροφόροι συνήθως αποκαλούσαν τους εαυτούς τους «στρατιώτες του Χριστού», χωρίς να λείπουν και οι αναφορές σε συγκεκριμένους λαούς από συγκεκριμένα μέρη της Ευρώπης. Μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση του αείμνηστου Alexander Kazhdan δείχνει ότι και η αντίληψη που είχαν οι Βυζαντινοί για τη Δυτική Ευρώπη υπέστη σοβαρή διαφοροποίηση από τα μέσα του 11ου αιώνα, αλλά κυρίως τον 12ο. Ως τότε οι βυζαντινές πηγές μιλούν για χωριστούς λαούς της Δυτικής Ευρώπης. Μετά την εμπειρία της πρώτης Σταυροφορίας, οι Δυτικοευρωπαίοι εμφανίζονται ως μία ενότητα, η οποία χαρακτηρίζεται με τον όρο «Λατίνοι». Αντικατοπτρίζεται λοιπόν στις βυζαντινές πηγές ο αυτοπροσδιορισμός των σταυροφόρων ως μιας ενότητας. Ξέρουμε επίσης ότι υπήρξε τελικά συσπείρωση των ισλαμικών κρατών της περιοχής ως αντίδραση προς τους σταυροφόρους. Μελέτη της Nadia el-Cheikh δείχνει ότι στις αραβικές πηγές της εποχής των Σταυροφοριών έχουν σχεδόν εκλείψει οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί των Βυζαντινών τις οποίες βρίσκουμε σε παλαιότερες εποχές και έχουν παραμείνει κυρίως θετικές αντιμετωπίσεις. Σηματοδοτεί άραγε αυτό κάποια θεώρηση του χώρου της Ανατολικής Μεσογείου ως ενιαίου; Θα ήταν ενδιαφέρον να μελετηθούν περισσότερο τέτοια θέματα.


Η αποτίμηση των συνεπειών


Ενα άλλο μεγάλο ζήτημα που έχει απασχολήσει πολλούς μελετητές των Σταυροφοριών είναι η αποτίμηση του κινήματος ­ αν είχε πράγματι σοβαρές επιπτώσεις τόσο στη Δυτική Ευρώπη όσο και στις χώρες υποδοχής, καθώς και αν τα αποτελέσματα τελικά ήταν θετικά ή αρνητικά. Το θέμα είναι τεράστιο, πολυμελετημένο και καθόλου άμοιρο ιδεολογικών τοποθετήσεων (όπως, για παράδειγμα, όταν επιχειρείται, ή αντικρούεται, παραλληλισμός με την αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό). Ενας παράλληλος προβληματισμός όμως αναδύεται μέσα από μια σειρά από μελέτες, κυρίως αυτές που παρουσιάζουν όψεις της οικονομίας ή της τέχνης. Και οι τρεις μελέτες που εξετάζουν οικονομικά θέματα (Olivia Constable, David Jacoby, Αγγελική Λαΐου) δείχνουν ότι τόσο στον τομέα της παραγωγής όσο και σε αυτόν των ανταλλαγών η κατάσταση που δημιούργησαν οι Σταυροφορίες και η εγκατάσταση δυτικοευρωπαίων αποίκων και εμπόρων στα βυζαντινά εδάφη ή στα κράτη των σταυροφόρων επέδρασαν σε οικονομικούς θεσμούς των ισλαμικών κρατών, ενώ επέφεραν σημαντική οικονομική ενοποίηση της Ανατολικής Μεσογείου, χριστιανικής και ισλαμικής. Ετσι μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η δημιουργία κοινών θεσμών που διέπουν και διευκολύνουν τις εμπορικές σχέσεις εξαπλώνονται σε όλη τη Μεσόγειο, συχνά με κόμβο τα κράτη των σταυροφόρων. Τέτοιοι θεσμοί είναι, για παράδειγμα, αυτοί που αφορούν την τύχη των περιουσιακών στοιχείων εμπόρων που είτε πεθαίνουν είτε χάνουν τα πλοία τους σε ξένα εδάφη ή σε ξένες θάλασσες. Μπορεί επίσης κανείς να διαπιστώσει δομικές αλλαγές στην οικονομία των περιοχών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας οι οποίες περιήλθαν υπό λατινική κατοχή. Η ένταξή τους σε ένα ευρύτερο εμπορικό δίκτυο, όπου δέσποζε η ζήτηση που προερχόταν από τη Δυτική Ευρώπη, έδωσε ώθηση στον δυναμισμό της οικονομίας των χωρών αυτών. Δίνεται έτσι μια διαφορετική της συνήθους απάντηση στο ερώτημα κατά πόσον οι σταυροφορίες είχαν οικονομικές επιπτώσεις. Από τη σκοπιά της Δυτικής Ευρώπης η απάντηση των περισσότερων ερευνητών είναι αρνητική. Από τη σκοπιά της Ανατολικής Μεσογείου είναι εμφατικά θετική.


Η εποχή των Σταυροφοριών είναι μια εποχή πλούσια σε γεγονότα και εξελίξεις σε ολόκληρο τον χώρο της Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής. Για τις περιοχές οι οποίες τον 12ο αιώνα βρίσκονταν υπό βυζαντινή κυριαρχία οι εξελίξεις ήταν καθοριστικές. Κυρίως, και πάνω απ’ όλα, πρόκειται για μια μεγάλη και μακρόχρονη αναδιάρθρωση των οικονομικών και πολιτικών σχέσεων. Πέρα από το συγκλονιστικό γεγονός της τέταρτης Σταυροφορίας, οι πολλαπλές και πολυσχιδείς επαφές μεταξύ Βυζαντίου και Δυτικής Ευρώπης που συνδέονται με τις Σταυροφορίες και τα παρεπόμενά τους είναι θέμα ζωτικής σημασίας και άξιο παραπέρα μελέτης.


Η κυρία Αγγελική Λαΐου είναι μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και βουλευτής Επικρατείας του ΠαΣοΚ. Είναι η επιμελήτρια της έκδοσης «The Crusades from the Perspective of Byzantium and the Muslim World» (Angeliki Ε. Laiou και Roy Mottahedeh, Dumbarton Oaks, Washington DC), η οποία στηρίζεται στα πρακτικά ενός συνεδρίου για τα 900 χρόνια από την πρώτη Σταυροφορία, που πραγματοποιήθηκε στο ερευνητικό κέντρο Dumbarton Oaks στην Ουάσιγκτον.