Η πρόσφατη απονομή των Οσκαρ συνοδεύθηκε από όλες τις συζητήσεις. Αν αποφασίσουμε ότι δεν μας ενδιαφέρει ­ τουλάχιστον αυτοτελώς ­ η συγκίνηση της Τζούλιας Ρόμπερτς όταν κρατάει το αγαλματάκι ούτε τα παρασκήνια της απονομής, μπορούμε να δούμε το γεγονός αυτό ως ενδεικτικό μιας ιστορικής πραγματικότητας και μάλιστα του αιώνα που μόλις τελείωσε.


Πράγματι, η ιστορία του 20ού αιώνα δεν μπορεί να γραφτεί χωρίς τον κινηματογράφο για μια σειρά από λόγους. Πρώτα από όλα γιατί ο κινηματογράφος αποτέλεσε, πολύ γρήγορα μετά την εφεύρεσή του, τη βασική προσιτή ψυχαγωγία για πλατιά κοινωνικά στρώματα, κατ’ αρχάς στην Αμερική και στην Ευρώπη και σταδιακά στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. Ως μέσο ψυχαγωγίας, ο κινηματογράφος εκτόπισε ή υποβάθμισε άλλες μορφές ψυχαγωγίας ως τη στιγμή που αμφισβητήθηκε, από τη δεκαετία του ’70, από ένα νέο ισχυρότερο μέσο ­ κινούμενης εικόνας και πάλι ­, την τηλεόραση. Δεύτερον, το γεγονός ότι ο κινηματογράφος αναπτύχθηκε ως βιομηχανία ­ με όλες τις προϋποθέσεις και τις συνέπειες μιας τέτοιας πορείας ­ τον καθιστά αναπόσπαστο μέρος της οικονομικής ιστορίας του προηγούμενου αιώνα ­ μιας ιστορίας που ξεκινά με την εφεύρεση του κινηματογράφου στο πλαίσιο της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης. Τρίτον, ο κινηματογράφος είναι μια μορφή τέχνης και, επομένως, η ιστορία του αποτελεί τμήμα της ιστορίας της τέχνης του 20ού αιώνα. Ακριβώς άλλωστε αυτή η όψη της κινηματογραφικής δημιουργίας είναι που έχει επιβάλει και τα αισθητικά κριτήρια αξιολόγησης τα οποία, αν και ισχύουν, πολλές φορές συσκοτίζουν την ιστορική κατανόηση, εφόσον βεβαίως την επιχειρήσουμε. Τέλος, ο κινηματογράφος ως «προϊόν» μιας συγκεκριμένης κοινωνίας αποτελεί ιστορικό τεκμήριο, μαρτυρία άμεση ή έμμεση για την κοινωνία που τον παρήγαγε. Αυτή ακριβώς η λειτουργία είναι που κάνει τον κινηματογράφο απαραίτητο για τη συγγραφή ­ αλλά και για τη διδασκαλία ­ της ιστορίας του 20ού αιώνα.


Οι επισημάνσεις αυτές δεν είναι βεβαίως πρωτότυπες και ο κινηματογράφος, με τις ποικίλες του μορφές (μυθοπλασία, ντοκυμαντέρ, επίκαιρα), έχει αξιοποιηθεί για την πανεπιστημιακή διδασκαλία αλλά και ερευνητικά από πολλούς μελετητές: τόσο για τη συγγραφή της ιστορίας της ίδιας της κινηματογραφικής παραγωγής όσο και ως «καθρέφτης» μιας εποχής. Η χρήση της κινηματογραφικής εικόνας ως ιστορικής πηγής σημαίνει την κατανόηση της σχέσης της μυθοπλασίας με την πραγματικότητα, σημαίνει την ικανότητα να διαβάσουμε με ιστορικά εργαλεία την κινηματογραφική «γλώσσα». Ηδη ένας από τους εφευρέτες του κινηματογράφου, ο Λυμιέρ, έλεγε ότι στόχος του ήταν «να αναπαραγάγει τη ζωή». Πολλές δεκαετίες αργότερα, ωστόσο, ο γάλλος σκηνοθέτης Ζ.-Λ. Γκοντάρ διερωτούνταν αν ο κινηματογράφος δεν εφευρέθηκε «για να αποκρύπτει την πραγματικότητα από τις μάζες». Το ερώτημα που τίθεται συνεπώς είναι ποια πραγματικότητα ακριβώς απεικονίζει ο κινηματογράφος.


Παρά την επιθυμία του Λυμιέρ, κάθε κινηματογραφική εικόνα ενέχει ένα μέρος μυθοπλασίας, μια σκηνοθεσία. Εκτός από τους επαγγελματικούς αυτοματισμούς του κινηματογραφιστή, το ίδιο το βλέμμα του είναι επιλεκτικό. Διαλέγει τόσο αυτά που θα δείξει όσο και αυτά που δεν θα δείξει. Αλλά και η τελική σύνθεση της ταινίας, η επεξεργασία και οργάνωση των εικόνων πριν από την προβολή τους, δημιουργεί νόημα και επενδύει την πραγματικότητα με την υποκειμενικότητα του δημιουργού. Στην περίπτωση αυτή, ο τρόπος που οργανώνεται το βλέμμα πάνω σε μια εποχή, το πώς ο κινηματογραφιστής «βλέπει» τη σύγχρονή του κοινωνία, αποτελεί εξίσου ιστορικό τεκμήριο. Οπως έχει παρατηρήσει ο Μαρκ Φερό, «το ψέμα είναι κι αυτό ιστορικό τεκμήριο».


Ο κινηματογράφος έχει λοιπόν μια πολύπλοκη και πολυεπίπεδη σχέση με την κοινωνία, της οποίας αποτελεί ενεργό παράγοντα. Γιατί ο κινηματογράφος, εκτός από τη «θέαση» της πραγματικότητας που προσφέρει, συχνά επιθυμεί να παρέμβει στην κοινωνία. Αυτό ισχύει σαφέστερα στον στρατευμένο κινηματογράφο και στα φιλμ προπαγάνδας, τα οποία παράγονται κυρίως από τα αυταρχικά καθεστώτα, με απόγειο τη ναζιστική Γερμανία. Γεγονός είναι ότι η πολιτική εξουσία αναγνώρισε, από τα πρώτα βήματα της νέας εφεύρεσης, τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τον κινηματογράφο για προπαγανδιστικούς σκοπούς. Η επιβολή της λογοκρισίας εξάλλου ­ και της αυτολογοκρισίας υπό παρόμοιες συνθήκες καταστολής της ελευθερίας της έκφρασης ­ επηρεάζει την εικόνα της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας που εκπέμπεται ακόμη και από «ψυχαγωγικές» ταινίες. Συνεπώς, η ανάλυση της κινηματογραφικής εικόνας ως ιστορικού τεκμηρίου θα πρέπει να αναζητήσει το μη ορατό πίσω από το ορατό, την κρυμμένη και άπιαστη όψη της Ιστορίας. Στην αναζήτηση αυτή, η εικόνα μόνη της δεν είναι επαρκής: είναι απαραίτητο να συμπληρωθεί από εξω-κινηματογραφικές πληροφορίες σχετικά με τη συνολική ιστορική συγκυρία, τους δημιουργούς και τους παραγωγούς της εικόνας, την αγορά, την πολιτική εξουσία. Επίσης δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και εκείνους που βρίσκονται μέσα στη σκοτεινή αίθουσα, τους θεατές ­ τον αριθμό και την κοινωνική τους σύνθεση ­ αλλά και το ίδιο το συλλογικό βίωμα της κινηματογραφικής αίθουσας ­ μια εμπειρία που συνιστά ιστορικό γεγονός. Γιατί, παρ’ όλο που ισχύει η παρατήρηση του Γκορ Βιντάλ ότι ο κινηματογράφος είναι η «lingua franca» του 20ού αιώνα, η πρόσληψή του δεν είναι ομοιογενής. Αντίθετα, οι αναγνώσεις μιας ταινίας πολλαπλασιάζονται και διαφοροποιούνται σε ευθεία αναλογία προς το πλήθος των θεατών.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.