Συνηθίσαμε τα γεγονότα των παθών του Ιησού να τα βλέπουμε μέσα από το πρίσμα της συγκινησιακής ατμόσφαιρας των εκκλησιαστικών Ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδας. Κάποιοι περισσότερο απαιτητικοί ανατρέχουν στα κείμενα των Ευαγγελίων που διαβάζονται στη διάρκεια των Ακολουθιών για να τα μελετήσουν από πιο κοντά. Εμείς εδώ θα ανατρέξουμε στο ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίσσονται αυτά τα γεγονότα για να καταλάβουμε και να εξηγήσουμε τη στάση και τις ενέργειες δύο προσώπων που εμπλέκονται σε αυτά, του Ιούδα και του Πιλάτου.


Μερικά ερωτήματα που γεννιούνται στον αναγνώστη των Ευαγγελίων είναι τα ακόλουθα: Ηταν τα τριάκοντα αργύρια η βαθύτερη αιτία για την προδοσία του Ιούδα ή απλώς η αφορμή; Πώς εξηγείται η ευμενής αρχικά στάση του Πιλάτου έναντι του Ιησού αλλά και η τελική καταδικαστική απόφασή του;


* Γιατί «κατέδωσε» ο Ιούδας


Ας έλθουμε στο πρώτο ερώτημα. Είναι επαρκής η αναφορά των Ευαγγελιστών, ουσιαστικά μόνο του Ματθαίου, στα 30 αργύρια για να δικαιολογήσει την προδοσία του Ιούδα; Μήπως αυτό είναι απλώς η αφορμή και τα βαθύτερα αίτια πρέπει να αναζητηθούν αλλού; Η απάντηση μπορεί να αναζητηθεί στα ιστορικά δεδομένα της εποχής εκείνης.


Ο ιουδαϊκός λαός ζούσε υπό τον ρωμαϊκό ζυγό και οι μεσσιανικές προσδοκίες του, όπως αυτές είχαν εκφραστεί παλαιότερα στην Παλαιά Διαθήκη από αιώνες, τώρα, στις πρώτες δεκαετίες του πρώτου μ.Χ. αιώνα, την εποχή δηλαδή του Χριστού, πήραν έναν εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα.


Ο Μεσσίας αναμενόταν ως κοσμικός άρχοντας και απελευθερωτής του λαού από τον ρωμαϊκό ζυγό. Κάποιες ομάδες πιο δυναμικών Ιουδαίων που ζουν μεν τις βιβλικές προσδοκίες για τον Μεσσία, δεν τον περιμένουν όμως να έλθει εξ ουρανού χωρίς και τις δικές τους ενέργειες, οργανώνονται στο κόμμα των Ζηλωτών. Αυτοί πιστεύουν ότι χρειάζονται δυναμική δράση και ένοπλος αγώνας. Οι πιο θερμόαιμοι μεταξύ αυτών έχουν πάντοτε μαζί τους και ένα μικρό ξίφος (στα λατινικά sica), γι’ αυτό και ονομάζονται sicarii. Σε αυτούς κατά πάσα πιθανότητα ανήκει και ο Ιούδας. Ορισμένοι άλλωστε ιστορικοί και ερμηνευτές παράγουν το επίθετό του Ισκαριώτης όχι από κάποια πόλη καταγωγής του (πιθανώς το Κεριώθ-Εζρών) αλλά από το sicarius (: ο ζηλωτής που φέρει τη sica, το ξιφίδιο, όπως ήδη σημειώσαμε). Αλλωστε στα χειρόγραφα των Ευαγγελίων απαντούν και οι εξής παραλλαγές του ονόματός του: Σκαριώτης, Σκαριώθ, Ισκαριώθ. Η πρώτη από αυτές μάς φέρνει πολύ κοντά στο sicarius, του οποίου ίσως αποτελεί εξελληνισμένη μορφή.


* Τι επεδίωκε με τη σύλληψη του Ιησού


Υστερα από αυτές τις πληροφορίες μπορεί κανείς να «αναγνώσει» και να διαπιστώσει πίσω από τα ευαγγελικά κείμενα ­ μια και αυτά δεν εισέρχονται σε ιστορικές λεπτολογίες ή ψυχολογικές αναλύσεις των προσώπων ­ την ακόλουθη ιστορική κατάσταση: μέσα στην ατμόσφαιρα των εθνικοπολιτικών προσδοκιών της εποχής, που συμμεριζόταν ο Ιούδας με τους Ιουδαίους και ιδιαίτερα με το κίνημα των ζηλωτών, πολλοί στήριξαν τις ελπίδες τους στον Ιησού. Οταν ο Ιούδας διαπίστωσε ότι ο διδάσκαλος δεν ήταν ο απελευθερωτής πολιτικός Μεσσίας που προσδοκούσαν αυτός και οι συμπατριώτες του, διευκόλυνε τη σύλληψή του από τους ιουδαίους ηγέτες.


Η απογοήτευση σε μια εποχή μεσσιανικής έξαρσης δεν είναι ευκαταφρόνητος παράγων για την αναζήτηση της βαθύτερης αιτίας της προδοσίας. Οτι άλλωστε η χρηματική αμοιβή μπορούσε να αποτελέσει την κατάλληλη αφορμή για την εκδήλωση της βαθύτερης αιτίας είναι ευεξήγητο, γι’ αυτό και πολύ σωστά κατακρίνεται η «φιλαργυρία» του Ιούδα στους ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδας.


Κατά μία παραλλαγή αυτής της υπόθεσης, ο Ιούδας με την προδοσία του επεδίωκε να υποχρεώσει τον Ιησού και τους οπαδούς του να αναλάβουν δράση κατά των Ρωμαίων. Βέβαια και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται περί υποθέσεων. Ωστόσο, σοβαρών υποθέσεων που λαμβάνουν υπόψη τα ιστορικά δεδομένα της εποχής και τον μεσσιανικό αναβρασμό στον ιουδαϊκό κόσμο.


* Γιατί υποχώρησε ο Πιλάτος


Ας έλθουμε τώρα σε ένα άλλο πρόσωπο που πρωταγωνιστεί στην ιστορική σκηνή μέσα στην οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα του θείου πάθους, ένα πρόσωπο που το όνομά του διαιωνίστηκε μέσα στο Σύμβολο της χριστιανικής πίστης: στον Πόντιο Πιλάτο, τον ρωμαίο επίτροπο της Ιουδαίας κατά τα έτη 26 ως 36 μ.Χ.


Κάνει εντύπωση στις διηγήσεις των ευαγγελιστών η αρχικά ευμενής στάση του Πιλάτου έναντι του Ιησού, τον οποίο προσπαθεί να αθωώσει λέγοντας στους Ιουδαίους ότι δεν βρίσκει θεμελιωμένες τις κατηγορίες εναντίον του. Η εύνοια αυτή του Πιλάτου γίνεται ακόμη πιο ανεξήγητη αν λάβει κανείς υπόψη του ότι οι σύγχρονοί του ιστορικοί τον περιγράφουν ως σκληρό και απάνθρωπο. «Ην γαρ την φύσιν ακαμπής και μετά του αυθάδους αμείλικτος» σημειώνει ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς (Πρεσβεία προς Γάιον, 301) και ο ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος αφηγείται πολλά γεγονότα που μαρτυρούν τη σκληρότητά του (στην Ιουδαϊκή Αρχαιολογία 18, 55 εξ. 85 εξ. και στον Ιουδαϊκό πόλεμο 2, 169 εξ.). Αλλά και ο ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρεται, χωρίς να το περιγράφει λεπτομερώς, σε ένα επεισόδιο κατά το οποίο ο Πιλάτος φόνευσε μερικούς Γαλιλαίους, «ων το αίμα έμιξε μετά των θυσιών αυτών» (Λουκ. 13, 1).


Ιστορικά η φιλική προς τον Ιησού τοποθέτηση του ρωμαίου «ηγεμόνα» (όπως αποκαλείται στα χωρία Ματθ. 27, 2 και Λουκ. 20, 20) εξηγείται από την αντιπάθεια που έτρεφε προς τους Ιουδαίους. Η περίπτωση του κατηγορουμένου Ιησού προσφερόταν θαυμάσια για να ειρωνευθεί τις μεσσιανικές τους προσδοκίες στο πρόσωπο του πολιτικά ακίνδυνου διδασκάλου.


Αυτή η ειρωνική διάθεση απηχείται άλλωστε και στην επιγραφή που τοποθέτησε στον Σταυρό: «Ιησούς ο Ναζωραίος ο βασιλεύς των Ιουδαίων» (Ιωάν. 19, 19).


Τι ήταν εκείνο που έκανε τον Πιλάτο να αλλάξει τελικά στάση και να υποχωρήσει στο αίτημα των Ιουδαίων; Προφανώς σαν καταλύτης έδρασε η κραυγή των τελευταίων: «Εάν τούτον απολύσης, ουκ ει φίλος του Καίσαρος. Πας ο βασιλέαν εαυτόν ποιών αντιλέγει τω Καίσαρι» (Ιωάν. 19, 12). Η απειλή αυτή πέτυχε τον στόχο της. Ο Πιλάτος είχε έναν ισχυρό προστάτη στο αυτοκρατορικό περιβάλλον του Τιβέριου, τον Αίλιο Σηιανό, ο οποίος όμως εκείνο τον καιρό είχε ηγηθεί μιας συνωμοσίας εναντίον του αυτοκράτορα, η οποία έγινε γνωστή, με αποτέλεσμα και ο ίδιος να εκτελεστεί και οι φίλοι του να περιπέσουν σε δυσμένεια. Σκέφθηκε πιθανώς ο Πιλάτος ότι δεν τον συμφέρει να διακινδυνεύσει τη θέση του απελευθερώνοντας έναν αθώο διδάσκαλο που άδικα τον κατηγορούν.


Η καταδίκη άλλωστε ενός αθώου δεν θα δημιουργούσε κανένα πρόβλημα για τη συνείδησή του, δεδομένου ότι δεν θα αποτελούσε τη μοναδική πράξη τέτοιου είδους στη σταδιοδρομία του. Ο γάλλος συγγραφέας του τέλους του 19ου αιώνα Anatole France στο διήγημά του Ο επίτροπος της Ιουδαίας βάζει τον Πιλάτο να λέγει σε έναν γνωστό του κοντά στη Ρώμη ύστερα από αρκετά χρόνια μετά τα γεγονότα, όταν αυτός ο τελευταίος τον ρώτησε για τον Ιησού Χριστό και το κίνημα που δημιουργήθηκε στο όνομά του: «Ιησούς; Ιησούς από τη Ναζαρέτ; Δεν μπορώ να τον φέρω καν στη μνήμη μου». Η παραπάνω σκιαγράφηση των ιστορικών συνθηκών μέσα στις οποίες έδρασε ο Πιλάτος μάς εξηγεί την τελική στάση του, αν και δεν είναι συγκινητική όσο η εικόνα που βρίσκει κανείς σε μεταγενέστερα Απόκρυφα κείμενα που παρουσιάζουν τον ρωμαίο ηγεμόνα ως ήρωα και μάρτυρα, τόσο τον ίδιο όσο και τη σύζυγό του Πρόκλα.


* Το πάθος του Ιησού


Το ιστορικό και πολιτικό υπόβαθρο των γεγονότων του πάθους του Ιησού που παρουσιάσαμε παραπάνω είναι απλώς το κατά κόσμον σκηνικό. Οι ευαγγελιστές δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτό αλλά για το νόημα και το μήνυμα των γεγονότων που διαδραματίζονται μέσα σε αυτό. Στον Σταυρό και στην Ανάσταση του Ιησού, κατά τους ευαγγελιστές, πραγματοποιούνται οι προρρήσεις της Παλαιάς Διαθήκης και προσφέρεται διαχρονικά η δυνατότητα να σταθεί ο άνθρωπος υπεύθυνα μπροστά στον Σταυρό, να πάρει αποφάσεις υπαρξιακής σημασίας και να υπερβεί τα στενά όρια της καθημερινότητας που τον πιέζουν ασφυκτικά. Να ανοίξει τα φτερά του σε μια νέα δυνατότητα ζωής. Χωρίς τον φόβο του θανάτου. Με την ελπίδα της Ανάστασης.


Ο κ. Ιωάννης Δ. Καραβιδόπουλος είναι καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.