Το κοινωνικό κράτος αποτελούσε πάντοτε ένα κρίσιμο θέμα για την Αριστερά και τις προοδευτικές δυνάμεις, αλλά πολλές από αυτές ήταν εφησυχασμένες με τη λογική της αύξησης των δαπανών. Τα προηγούμενα χρόνια η κυβέρνηση Σημίτη ανταποκρίθηκε θετικά σε αυτήν τη λογική της αύξησης των κοινωνικών δαπανών και μια κριτική τέτοιου είδους μπορεί πλέον να κοπάσει. Η Ελλάδα είναι σήμερα μια από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης οι οποίες διαθέτουν ένα σημαντικό μέρος του εθνικού εισοδήματος, σχεδόν 25%, για τις κοινωνικές δαπάνες και έτσι ξεπερνά κατά πολύ την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία κ.ά. Τώρα πλέον μπορούμε να θέσουμε το στρατηγικό ερώτημα: Τι είδους κοινωνικό κράτος θέλουμε; Στη συζήτηση αυτή προτείνω πέντε θεμελιώδεις κατευθύνσεις:


1. Επικεντρωμένη πρόνοια


Ο πυρήνας της πολιτικής για τη φτώχεια πρέπει να στηρίζεται στην αναδιανομή εισοδημάτων με τα επιδόματα πρόνοιας και την πρόσβαση σε βασικές κοινωνικές υπηρεσίες που παρέχονται στους φτωχούς δωρεάν ή πολύ φθηνά. Κλειδί για την αποτελεσματικότητα αυτής της πολιτικής είναι η επικέντρωση των διαθέσιμων πόρων σε όσους έχουν πραγματικά χαμηλά εισοδήματα και δεν μπορούν να καλύψουν ένα κατώφλιο αναγκών διαβίωσης, μετακίνησης και κοινωνικής δραστηριότητας. Κλασικό παράδειγμα τέτοιας επικεντρωμένης πολιτικής είναι το ΕΚΑΣ που δίνεται όχι σε όλους τους συνταξιούχους αλλά μόνο στους φτωχούς και η ενίσχυση των 10.000 δρχ. που δίνεται στους χαμηλόμισθους εργάτες. Αν αυτά τα μέτρα επεκτείνονταν σε όλους τους μισθωτούς και όλους τους συνταξιούχους, θα ήταν πολύ μικρότερα και συνεπώς ανώφελα, όπως επίσης και χωρίς κανένα αποτέλεσμα στη μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων.


2. Συνδυασμός ενίσχυσης των φτωχών με κίνητρα εξόδου από την κατάσταση φτώχειας


Η φτώχεια πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια κακή αλλά μεταβατική κατάσταση για την κοινωνία και τους ίδιους τους φτωχούς. Αυτό σημαίνει ότι κάθε πολιτική εισοδηματικής ενίσχυσης πρέπει να αξιολογείται τακτικά για το αποτέλεσμα που παράγει και για το πώς βοηθά τα άτομα να εξέλθουν από την παγίδα της φτώχειας. Στο παρελθόν αρκετές επιδοματικές πολιτικές στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη οδήγησαν σε ακόμη μεγαλύτερη γκετοποίηση των φτωχών, όταν αυτοί δεν είχαν ευκαιρίες να βρουν δουλειά και συνωστίζονταν στα γραφεία διανομής επιδομάτων. Ιδιαίτερα σήμερα η παραδοσιακή προνοιακή αντίληψη είναι πλέον μια ανεπαρκής προσέγγιση στο θέμα του κοινωνικού κράτους. Αν υπολογίσει κανείς τις τεράστιες ευκαιρίες οι οποίες ανοίγονται σήμερα και τις δυνατότητες που δίνονται στο άτομο να συμμετέχει εργασιακά και κοινωνικά σε μια σειρά δραστηριότητες, αντιλαμβάνεται ότι το θέμα της κοινωνικής πολιτικής δεν μπορεί πλέον να περιορίζεται στα όρια μιας φιλανθρωπικής, οργανωμένης γραφειοκρατίας η οποία αποζημιώνει όσους δεν μπορούν να συμμετέχουν. Δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως μια πολιτική όπου οι «εντός των τειχών» της ευημερίας ρίχνουν από το κάστρο ορισμένα περισσεύματα σε όσους βρίσκονται «εκτός των τειχών».


3. Πολιτική ενσωμάτωσης


Η μεγάλη πρόκληση του κοινωνικού κράτους σήμερα είναι πώς θα μετατρέψει τις παραδοσιακές πολιτικές στήριξης σε μηχανισμούς επανένταξης και ενσωμάτωσης όλων των κοινωνικών κατηγοριών στις νέες προοπτικές απασχόλησης, ευημερίας και συμμετοχής. Η νέα κοινωνία που θέλουμε να φτιάξουμε θα είναι μια κοινωνία όπου στον άλλον δίνεις τις ευκαιρίες να φτιάξει εκείνος με αξιοπρέπεια και αυτοπεποίθηση αυτό το οποίο στερήθηκε για λόγους φτώχειας, ανισότητας ή φυσικής μειονεξίας.


Το κοινωνικό κράτος θα κριθεί από το εύρος των ευκαιριών για τον άνεργο, τον φτωχό, τον περιθωριοποιημένο, τον αναλφάβητο για να εξέλθει από τον αποκλεισμό και να ενταχθεί στη νέα διαδικασία ανάπτυξης.


Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική φτώχειας περιλαμβάνει προγράμματα ατομικής αναβάθμισης (παιδεία, κατάρτιση, απασχόληση) καθώς και δημιουργία υποδομών ανάπτυξης. Ακόμη και για την αναβάθμιση των σκληρών γκέτο η σύγχρονη προσέγγιση είναι η δημιουργία επιχειρηματικών και εμπορικών κέντρων και κίνητρα για να ανοίξουν επιχειρήσεις σπάζοντας τον φαύλο κύκλο φτώχειας – βίας και παγίδευσης στο περιθώριο.


4. Οι νέες ανισότητες


Σήμερα, επιπλέον της παραδοσιακής ανισότητας υπάρχει και ο κίνδυνος που περιγράφεται ως «ψηφιακή φτώχεια». Για παράδειγμα, άτομα μεγάλης ηλικίας είναι δύσκολο να ενσωματώσουν εύκολα τα νέα τεχνολογικά δεδομένα με αποτέλεσμα πολλές φορές να αποξενώνονται από τη χρήση προϊόντων και υπηρεσιών που απαιτούν γνώσεις και εξοικείωση με τις νέες τεχνολογίες. Πολλές επιχειρήσεις κινδυνεύουν να βρεθούν επίσης σε έναν «ψηφιακό αποκλεισμό» και να μην μπορέσουν έτσι να εκμεταλλευθούν τις δυνατότητες του ηλεκτρονικού εμπορίου και του ηλεκτρονικού επιχειρείν. Οι πολίτες κινδυνεύουν να βρεθούν εκτός δυνατότητας πρόσβασης σε πολύτιμες πληροφορίες για να επικοινωνήσουν με τη διοίκηση, να κάνουν επιχειρήσεις, να βρουν απασχόληση. Ο ψηφιακός αποκλεισμός είναι μια νέα μορφή κοινωνικής ανισότητας η οποία αν εμπεδωθεί θα έχει μονιμότερα και πολύ πιο δύσκολα θεραπεύσιμα χαρακτηριστικά. Είναι προφανές ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτή την ανισότητα μόνο με νέες πολιτικές παρέμβασης οι οποίες χρησιμοποιούν την παιδεία, την πρόσβαση στη γνώση, τη διευκόλυνση προσαρμογής επιχειρήσεων, εργαζομένων και πολιτών στη νέα οικονομία της γνώσης.


5. Διεθνής αλληλεγγύη


Η κοινωνική αλληλεγγύη δεν αφορά μόνο τη δική μας κοινωνία. Δεν μπορούμε να σταματήσουμε τη συζήτηση για τη φτώχεια στα σύνορα της χώρας μας, αλλά οφείλουμε να τη διευρύνουμε ώστε να περιλαμβάνει και τους άλλους λαούς.


Ο Ελληνας έχει σήμερα μέσο ημερήσιο εισόδημα 40 δολάρια. Και βέβαια είναι ανεπαρκές και γι’ αυτό έχουν μπει διάφοροι στόχοι να ανεβάσουμε ακόμη περισσότερο αυτό το εισόδημα για τους έλληνες πολίτες. Την ίδια στιγμή όμως υπάρχουν εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι οι οποίοι έχουν εισόδημα λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα. Χρέος όλων μας είναι να φτιάξουμε μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στους διεθνείς οργανισμούς ένα κίνημα, όχι ψυχικής μόνο αλληλεγγύης, αλλά ουσιαστικής ενίσχυσης και συνεισφοράς σε αυτούς τους λαούς για να τους δώσουμε τη δική τους ευκαιρία ανάπτυξης και ευημερίας.


Ο κ. Νίκος Μ. Χριστοδουλάκης είναι υπουργός Ανάπτυξης.