Το θέμα, σήμερα, τα Θρησκευτικά στο σχολείο. Δυο λόγια και για ένα μονάχα μέρος του θέματος· γιατί ολόκληρο δεν θα χωρούσε σε μιαν επιφυλλίδα· ούτε σκοπεύω να το συνεχίσω. Το μείζον θέμα, βέβαια, είναι η υποχρεωτική παρουσία των μαθητών στο μάθημα. Για να μην θεωρηθεί ότι το αποφεύγω όπως ο διάβολος το λιβάνι, ας ξεκαθαρίσω την άποψή μου με δεκαεννέα λέξεις ή 666 χαρακτήρες, όσους μέτρησε καγχάζων ο υπολογιστής του σατανά. Σέβομαι την χριστιανική πίστη και, ειδικότερα, την ορθόδοξη. Μου φαίνεται, όμως, ότι η πίστη ούτε διδάσκεται ούτε μαθαίνεται· βιώνεται.


Ας πούμε τώρα ότι αυτό είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο, για να προχωρήσουμε. Ετσι κι αλλιώς, το πρόβλημα η Πολιτεία το έλυσε προσωρινώς υποχωρώντας, μήπως και μαλακώσουν οι ιεράρχες μας στο άλλο θεόρατο ζήτημα, των ταυτοτήτων, και αποφύγουμε το παγκόσμιο ρεζιλίκι. Αμήν. Αλλά τι θα κάνει το Υπουργείο, άραγε, με το περιεχόμενο της διδασκαλίας; Μάλλον τίποτε. Είναι δύσκολο να αγνοήσεις την συντεχνία των συγγραφέων διδακτικών βιβλίων, ιδίως όταν είναι θεοσεβούμενοι.


Βέβαια, ήδη ακούστηκε πρόταση να «μεταφραστούν» στην δημοτική τα Ευαγγέλια. Ας πούμε, αναστενάζοντας, ότι αυτό είναι πρόοδος καλπάζουσα από τα «Ευαγγελικά» του 1902· και ας κάνει ό,τι θέλει χάριν της ευαγγελικής προπαγάνδας η Εκκλησία, ως καθ’ ύλην αρμόδιος θεσμός. Αλλά για την εκπαίδευση, άλλος θεσμός είναι αρμόδιος, το Υπουργείο Εθνικής (πάντοτε) Παιδείας και (δυστυχώς) Θρησκευμάτων (στον πληθυντικό, ευτυχώς). Αφού δεν μπορεί να κάνει τίποτε με τα διδακτικά βιβλία, μήπως θα μπορούσε τουλάχιστον να ξεσκουριάσει λιγάκι το μάθημα βελτιώνοντας την διδασκαλία μέσα στην τάξη; Μάλλον όχι. Είναι δύσκολο να επιβάλεις κάτι στους καθηγητές των Θρησκευτικών μέσα σε κλίμα ιδεολογικής πόλωσης.


Τι μας μένει να κάνουμε εμείς; Μα να φανταστούμε, μήπως και ηρεμήσουμε λιγάκι. Να φανταστούμε την διδασκαλία των Θρησκευτικών το Σωτήριον έτος 2032, όταν πια το περιεχόμενό της θα έχει στραφεί προς κατευθύνσεις ευρύτερες, λιγότερο κατηχητικές. Μήπως και λιγότερο προσηλυτιστικές; Οχι, όχι, Σεβασμιώτατε, μου ξέφυγε. Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου. Είναι γνωστόν τοις πάσι ότι οι μόνοι που προσηλυτίζουν, κατά παράβασιν μάλιστα και του Συντάγματος, είναι οι σατανικοί απάτριδες Ιεχωβάδες.


Ας φανταστούμε, λοιπόν, το Λύκειο του 2032. Περισσότερη και διαφορετική έμφαση στο περιεχόμενο της Καινής Διαθήκης και ειδικότερα στα 4 βασικά της κείμενα. Ετσι σιγά-σιγά, η εξοικείωση με τα κείμενα επιδρά όχι μόνο στις θρησκειολογικές γνώσεις των μαθητών αλλά και στην ιστορική τους κατάρτιση και, κυρίως, στην φιλοσοφική, στην μεταφυσική και, τελικά, στην θρησκευτική σκέψη τους (χαρά ο τότε Αρχιεπίσκοπος!).


Η διδασκαλία αρχίζει στην Α´ Λυκείου, με το κατά Μάρκον. Επειδή είναι όχι μόνο το απλούστερο, αλλά και το πρωιμότερο. Ετσι και η επί του Ορους ομιλία: έρχεται στο τελευταίο έτος διδασκαλίας, με τον σχολιασμό της, ιστορικό, θεολογικό και φιλοσοφικό, καθώς και με την γνωστή απορία: πού ομιλεί ο Ιησούς και πού ο Ματθαίος;


Στο τελευταίο έτος, επίσης, χωρία των Επιστολών, επιλεγμένα με θεματική λογική. Περίοπτο θέμα, οι αναφορές του Παύλου στις γυναίκες, συμπεριλαμβανομένης εκείνης που τόσο γαργαλάει συνήθως την ομήγυρη στο Θείο Μυστήριο του γάμου. Ζωηρές οι συζητήσεις στην τάξη. Τα κορίτσια, συνήθως ωριμότερα από τα αγόρια στις ηλικίες αυτές, παίρνουν το μέρος του Αποστόλου: τοποθετούν το χωρίο αυτό, όπως όλα τα κείμενα, στην ιστορική τους εποχή. Επιστέγασμα της διδασκαλίας: βασικοί συσχετισμοί Χριστιανισμού, Ιουδαϊσμού (στο κάτω-κάτω της Γραφής, Ιουδαίος ήταν ο Παύλος και πρώτα στους Ιουδαίους απευθυνόταν, ύστερα στους Εθνικούς) και Ισλαμισμού (και αυτά μου ξέφυγαν, Σεβασμιώτατε, οι παγανιστές του Ολύμπου φταίνε και οι άπιστοι της Θράκης, επιστρέφω αμέσως στην Ορθοδοξία).


Στην Ορθοδοξία, αλλά και στην ελληνική γλώσσα, παρεμπιπτόντως. Το 2032, τα κείμενα των Ευαγγελίων διαβάζονται στο πρωτότυπο. Τα παιδιά, συγκινημένα με τη λιτότητα της γραφής και με την ιστορία του Ναζωραίου, προσπαθώντας να παρακολουθήσουν την πλοκή του αφηγήματος, υπερβαίνουν τα γλωσσικά «φράγματα» στο γλωσσικό τους ασύνειδο, το ευαγγελικό κείμενο συνδέει την προφορική λαλιά τους με το κείμενο του Ξενοφώντα που διδάχθηκαν την προηγούμενη ώρα ­ για να επιστρέψει στον Κάλβο, στον Καβάφη, στον Σεφέρη.


Η φαντασίωση τελείωσε. Ηθελα να πω κάτι που, ίσως, είναι οικείο στους συνομηλίκους μου. Οτι περισσότερα αρχαία και νέα ελληνικά έμαθα, ως γυμνασιόπαις, παρακολουθώντας την Θεία Λειτουργία με την σύνοψη στο χέρι (πατρική εξουσία γαρ), από όσα μου έμαθαν στο Πειραματικό ο Μελανίτης και ο Αραπόπουλος. Και ότι από τις ατελείωτες κατηχήσεις του Λεβαντή δεν μου έμεινε τίποτε· ενώ έχουν χαραχθεί ανεξίτηλες στην μνήμη μου φράσεις, προτάσεις, σελίδες ολόκληρες των Ευαγγελιστών.


Ο καθηγητής Γ. Β. Δερτιλής είναι διευθυντής σπουδών της Ανωτάτης Σχολής Κοινωνικών Επιστημών της Γαλλίας.