Στο περίφημο δοκίμιό του για την «πολιτική ως επάγγελμα» (Politik als Beruf) ο γερμανός κοινωνιολόγος Max Weber διέκρινε τρεις τύπους ή μορφές ενασχόλησης με την πολιτική: η πολιτική ως ευκαιριακή ενασχόληση (λ.χ. η συμμετοχή των ψηφοφόρων στις εκλογές), η πολιτική ως πάρεργο με παροδική, μερική και πάντως όχι αποκλειστική απασχόληση και η πολιτική ως «επάγγελμα».


Στην τελευταία περίπτωση εκείνος που απασχολείται με την πολιτική ζει με αυτήν (με την έννοια της εσωτερικής αφιέρωσης και αφοσίωσης) και ζει από αυτήν (με την περισσότερο υλική έννοια ότι έτσι προσπορίζεται τις οικονομικές και πραγματικές συνθήκες της διαβίωσής του).


Η πολιτική ως ξεχωριστό «επάγγελμα» ή μάλλον λειτούργημα αποτελεί ένα αναγκαίο επακολούθημα του τρόπου συγκρότησης της σύγχρονης κοινωνίας, στο μέτρο που αυτή διέπεται από τη γενικότερη τάση για εκκοσμίκευση και εκλογίκευση σε κάθε σφαίρα ή πεδίο της κοινωνικής πραγματικότητας.


Κατά συνέπεια, η τάση για «επαγγελματοποίηση» (professionalism), ενώ κορυφώνεται σε ορισμένες από τις γνωστότερες κατηγορίες κοινωνικών εξειδικεύσεων (όπως λ.χ. οι γιατροί, οι δικηγόροι, οι μηχανικοί), στην πραγματικότητα δεν αφήνει ανέπαφη καμία διάσταση ή πτυχή της κοινωνικής ζωής.


Στο αναλυτικό σχήμα του Weber η πολιτική αποτελεί ένα ξεχωριστό «επάγγελμα» προκείμενου να μπορέσει να ελέγξει αποτελεσματικά και να αντιπαλέψει όχι μόνο το μονοπώλιο της εξουσίας και της ισχύος από κληρονομικούς άρχοντες ή τους εκάστοτε οικονομικά ισχυρούς παράγοντες, αλλά επίσης για να μπορέσει να ελέγξει και να χαλιναγωγήσει τον «νέο Λεβιάθαν»: τη δημόσια διοίκηση και τη γραφειοκρατία, αλλά και τις πάσης φύσεως τεχνοκρατικά εξειδικευμένες οργανώσεις και υπηρεσίες που απειλούν την ελευθερία και την αυτονομία των ανθρώπων.


Αν η διοίκηση ως επάγγελμα αποτελεί μια αδήριτη ανάγκη της σύγχρονης κοινωνικής ζωής, δεδομένου ότι η επαγγελματικά εξειδικευμένη και όχι βέβαια ερασιτεχνική διοίκηση συνοδεύεται από υψηλούς δείκτες αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας, κάτι το ανάλογο ισχύει και στην πολιτική.


Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ο υπάλληλος (των οργανισμών και των υπηρεσιών της γραφειοκρατίας) και ο πολιτικός βρίσκονται σε μια εξ αρχής και εξ αντικειμένου δυναμική ως αντιθετική σχέση.


Ετσι «το να παίρνει θέση, να είναι παθιασμένος ­ ira et studium ­ είναι στοιχείο του πολιτικού ηγέτη» υπογραμμίζει ο Weber. Αντίθετα, ο υπάλληλος οφείλει να εκτελεί τα καθήκοντά του «sine ira et studio, δίχως μίσος ή πάθος, κι έτσι δίχως συμπάθεια ή ενθουσιασμό». Οφείλει, με άλλα λόγια, να αποφεύγει «εκείνο που ακριβώς ο πολιτικός, ο ηγέτης και οι οπαδοί τους πρέπει πάντοτε και αναγκαστικά να κάνουν, δηλαδή να μάχονται». Η τιμή και η αξιοπιστία του πολιτικού έγκειται, σημειώνει ο Weber, «ακριβώς στην προσωπική του ευθύνη για ό,τι κάνει, μια ευθύνη που δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποσείσει ή να μετατοπίσει».


Υπό το πρίσμα αυτό προκύπτει ότι ο καλός πολιτικός είναι ipso facto κακός υπάλληλος, και η όποια «επαγγελματοποίηση» του πολιτικού δεν μπορεί και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να οδηγεί στην «υπαλληλοποίησή του».


Τρία είναι κατά βάση τα κύρια χαρακτηριστικά που διαφυλάσσουν τον ρόλο και την ιδιαιτερότητα του πολιτικού ως μη υπαλληλοποιημένου «επαγγελματία»: το πάθος, το αίσθημα της ευθύνης και η αίσθηση του μέτρου.


Το πάθος αναφέρεται στη συνειδητή αφιέρωση και αφοσίωση σε ορισμένη αποστολή. Η ευθύνη ή η «ηθική της υπευθυνότητας» σημαίνει την πλήρη και ειλικρινή διάθεση ανάληψης της ευθύνης των πράξεων και των παραλείψεών του, καθώς και των αποτελεσμάτων που αυτές επιφέρουν. Ιδίως η κατηγορική προσταγή της υπευθυνότητας και της αξιοπιστίας συνιστά κατά τον Weber μια «καίρια ψυχολογική ικανότητα του πολιτικού» και έγκειται στη δυνατότητά του να αντιμετωπίζει την πραγματικότητα με εσωτερική συγκέντρωση και ηρεμία, εξ ου και «η απόστασή του από τα πράγματα και τους ανθρώπους».


Στο πιθανό ερώτημα πώς είναι δυνατόν να συνδυάζονται στο ίδιο πρόσωπο το πάθος και η αίσθηση του μέτρου, ο Weber προλαβαίνει την απάντηση: «Η πολιτική γίνεται με το κεφάλι, όχι με άλλα μέρη του σώματος ή της ψυχής του». Και προσθέτει συνοψίζοντας το επιχείρημά του: «Και όμως η αφοσίωση στην πολιτική αν δεν πρόκειται να είναι ένα επιπόλαιο διανοητικό παιχνίδι, αλλά μια γνήσια ανθρώπινη πράξη, εκπηγάζει και τρέφεται μόνο από το πάθος. Ακριβώς όμως εκείνη η αυστηρή συγκράτηση της ψυχής που χαρακτηρίζει τον αφιερωμένο πολιτικό και τον διακρίνει από τον «επιφανειακά» ερεθισμένο και ερασιτέχνη πολιτευτή, είναι εφικτή μόνο μέσα από τον εθισμό της αποστάσεως με την πλήρη έννοια του όρου. Η «ισχύς» της πολιτικής «προσωπικότητας» σημαίνει πάνω απ’ όλα την κατοχή αυτών των ιδιοτήτων του πάθους, της υπευθυνότητας και του μέτρου».


Συμπερασματικά, υπό αυτές και μόνο τις προϋποθέσεις η πολιτική μπορεί να γίνει αντιληπτή ως «επάγγελμα» με την πληρέστερη και ποιοτικότερη έννοια του όρου.


Ο κ. Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι καθηγητής Διοικητικής Επιστήμης στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.