Οι πληροφορίες στις οποίες βασίζεται η γνώση μας για την τοπογραφία της μάχης του Μαραθώνα είναι από:


­ Την αφήγηση του Ηροδότου, που αποτελεί τη μόνη αρχαία ιστορική πηγή, η οποία προφανώς βασίζεται σε πληροφορίες μαραθωνομάχων. [Οι υπόλοιπες είναι είτε ποιητικές (Πίνδαρος, Βακχυλίδης, Αριστοφάνης, επιτύμβιο επίγραμμα Αισχύλου) είτε μεταγενέστερες (π.χ. Κορνήλιος Νέπος, Πλούταρχος, Παυσανίας κ.ά.]


­ Τη σημερινή μορφολογία του χώρου της πεδιάδας και τις υποθέσεις για τη μορφή που αυτή είχε στην αρχαιότητα.


­ Τα αρχαιολογικά μνημεία που συνδέονται με τη μάχη (τύμβοι Αθηναίων και «Πλαταιέων», Ηράκλειον, Τρόπαιον, δήμος Μαραθώνος).


Η σχετική βιβλιογραφία είναι μεγάλη.


Τα σημεία που εξετάζονται εδώ είναι (Α) η παράταξη και ο χώρος της σύγκρουσης των Αθηναίων (και Πλαταιέων) με τους Πέρσες, (Β) η καταδίωξη των Περσών και θέση της μάχης στα πλοία.


* Τι λένε οι μελετητές


Η αφήγηση του Ηροδότου Vi 111-114 παρέχει τις εξής συγκεκριμένες πληροφορίες:


1. Οι δύο παρατάξεις είχαν το ίδιο μήκος (για να πετύχουν αυτό οι Αθηναίοι είχαν αραιώσει το κέντρο της παρατάξεως ή μειώσει το βάθος του). Το μέγεθος του περσικού στρατού, συνεπώς και το μήκος της παρατάξεως, δεν δίνεται από τον Ηρόδοτο (VI 94/95: στρατeν πολλόν τε εû âσκευασμένον), οι δε αριθμοί που δίδονται από τους ρωμ. συγγραφείς είναι υπερβολικοί (Nepos 210.000, Justinus 600.000). Οι νεότεροι αντίθετα υπολογίζουν τον περσικό στρατό συνήθως σε 20.000 – 25.000, ο Doenges (1998) μάλιστα σε 12.000 – 15.000. (Οι μεγαλύτεροι αριθμοί είναι αυτοί των Hammond, 25.000 – 30.000, και Wallinga, 40.000). Οι Αθηναίοι υπολογίζονται σε 9.000, μαζί με τους Πλαταιείς σε 10.000. Το μέτωπο της παρατάξεως δεν ξεπερνούσε συνεπώς τα 1.500 μ. (σε συνασπισμό τριών ποδών και με κανονικό βάθος οκτώ ανδρών).


2. Η απόσταση που χώριζε τις δύο παρατάξεις ήταν 8 στάδια (περίπου 1.500 μ.), τα οποία οι Αθηναίοι κατά τον Ηρόδοτο διήνυσαν τρέχοντας. Το τελευταίο αυτό θεωρείται από τους νεότερους αδύνατο, λόγω του βάρους του οπλισμού, και υποτίθεται ότι οι Αθηναίοι κάλυψαν τροχάδην μόνο τα τελευταία 125 μ. (δηλαδή όσο το βεληνεκές των περσικών τόξων). Επειδή βρέθηκαν βέλη στον τύμβο υπολογίζεται ότι οι Πέρσες ήσαν παρατεταγμένοι περί τα 125 μ. από τον τύμβο.


3. Οι βάρβαροι αφού διέρρηξαν το κέντρο της αθηναϊκής παράταξης âδίωκον (ενν. τους Αθηναίους) ε¨ς τcν μεσόγαιαν.


4. Οι Αθηναίοι και οι Πλαταιείς που κατείχαν τα κέρατα έτρεψαν σε φυγή τους εναντίους και συγκλίνοντες τa κέρατα συνέτριψαν αυτούς που είχαν νικήσει το ελληνικό κέντρο.


Ολοι ανεξαιρέτως οι μελετητές της μάχης συμφωνούν ότι η σύγκρουση, όπως προηγουμένως περιγράφηκε, έγινε σε κάποια ακτίνα γύρω από τον τύμβο των Αθηναίων (η ταύτιση του τύμβου των Αθηναίων αμφισβητήθηκε τελευταία από την Α. Mersch, Kllio, 77, 1995, σελ. 55-64). Οι διαφορές μεταξύ τους αφορούν απόψεις σχετικά με τη διάταξη των παρατάξεων και εξαρτώνται από την υποτιθέμενη κάθε φορά θέση του Ηρακλείου (Βρανά, Αγ. Δημήτριος, Βαλαρία). Οι προτεινόμενες θέσεις έχουν ως εξής:


α) Παράλληλα με την παραλία: οι Αθηναίοι καταλαμβάνουν την είσοδο του Βρανά, ανάμεσα στο Κοτρώνι και στο Αγριελίκι (έτσι ώστε να είναι καλυμμένα τα πλευρά τους και να ελέγχουν το πέρασμα στην Αθήνα μέσα από τη Σταμάτα), και οι Πέρσες βρίσκονται απέναντί τους μπροστά στον Σωρό και περίπου 1 χλμ. από την παραλία του Μαραθώνα [Leake, οι σχολιαστές Ηροδότου How – Wells και Macan, CAH VIII, Iv, σελ. 242, Pritchett (Studies in Ancient Greek Topography, 1960), Hammond (1988), Berthold (1976-77)].


β) Λοξά στην παραλία: οι Αθηναίοι έχουν στα νώτα τους το Αγριελίκι και οι Πέρσες την παραλία του Πλάσι, όπου τοποθετείται ο αρχαίος δήμος (Finley, Meyer, Hauvette, Krohmayer, Schachermeyr, Hignett και πρόσφατα Doenges, Historia 1988, σελ. 8 και J. Α. S. Evans, Historia 1993, σελ. 292).


γ) Κάθετα στην παραλία (σύμφωνα με την τοποθέτηση του Ηρακλείου στη Βαλαρία, όπου βρέθηκαν οι επιγραφές): οι Αθηναίοι κλείνουν το πέρασμα του παραλιακού δρόμου προς την Αθήνα, ανάμεσα στην παραλία και στο Αγριελίκι, ενώ οι Πέρσες έχουν πίσω τους τον Χάραδρο ή το Πλάσι (Vanderpool, Κουμανούδης, Θέμελης και τελευταία J.Α.G. van der Veer, Mnemosyne XXXV, 1982, σελ. 315-317).


*Οι συγκρούσεις στα πλοία


Το πρόβλημα που εν προκειμένω τίθεται αφορά τα απώτατα γεωγραφικά όρια της μάχης. Οι πληροφορίες του Ηροδότου είναι ότι:


1. Οι Αθηναίοι καταδίωξαν τους Πέρσες κόπτοντες âς ¬ âπd τcν θάλασσαν.


2. Ακολούθησε η φονική μάχη στα πλοία, κατά την οποία οι Αθηναίοι προσπάθησαν ­ κατά το ομηρικό πρότυπο ­ να κάψουν τα περσικά πλοία. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκαν ο πολέμαρχος Καλλίμαχος, ο στρατηγός Στησίλεως Θρασύλου και ο Κυνέγειρος. Το κείμενο έχει ως εξής: «φεύγουσι δb τοÖσι Πέρσησι εΥenποντο κόπτοντες âς ¬ âπd τcν θάλασσαν àπικόμενοι πÜρ τε αúτεον καd âπελαμβάνοντο τ΅ν νε΅ν· καd τοÜτο μbν âν τοÜτ/ω τ/΅ πόν/ω ï πολέμαρχος Καλλίμαχος διαφθείρεται àνcρ γενόμενος àγαθeς, àπe δ’ öθανε τ΅ν στρατηγ΅ν Στησίλεως ï Θρασύλεω· τοÜτο δb Κυνέγειρος … τοÜτο δb ôλλοι \Αθηναίων πολλοd τε καd çνομαστοί, ëπτa μbν δb τ΅ν νε΅ν âπεκράτησαν τρόπ/ω τοι/΅δε \ΑθηναÖοι, τÉσι δb λοιπÉσι οî βάρβαροι âξανακρουσάμενοι καd àναλαβόντες âκ τÉς νήσου âν />= öλλιπον τa âξ \Ερετρίας àνδράποδα, περιέπλεον Σούνιον». 3. Τα παραπάνω συμπληρώνονται με την πληροφορία του Παυσανία ότι μια μεγάλη μερίδα των Περσών φεύγοντας έπεσαν και πνίγηκαν στο έλος. Πηγή του περιηγητή υπήρξε ο πίνακας της μάχης του Μαραθώνα στην Ποικίλη Στοά, όπου πράγματι η μάχη αναλύεται σε τρία διαδοχικά επεισόδια που αποδίδονται σε τρία επίπεδα σε βάθος (καθ’ ύψος) ή σε παράταξη από αριστερά στα δεξιά του πίνακα: στο πρώτο παριστάνεται η μάχη, στο δεύτερο, που βρίσκεται στο κέντρο ή στο βάθος του πίνακα (τe δb öσω τÉς μάχης ), οι Πέρσες που πέφτουν στο έλος, στο τελευταίο η μάχη στα πλοία. (I. 15.4) «τελευταÖον δb τÉς γραφÉς ε¨σdν οî μαχεσάμενοι Μαραθ΅νι· Βοιωτ΅ν δb οî Πλάταιαν öχοντες καd ¬σον qν \Αττικόν Yenασιν ε¨ς χεÖρας τοÖς βαρβάροις· τe δb öσω τÉς μάχης φεύγοντές ε¨σιν οî βάρβαροι καd âς τe καd τ΅ν βαρβάρων τοfς âσπίπτοντας âς ταύτας φονεύοντες οî !=Ελληνες».


Η σοβαρότητα ­ και ο τόπος ­ του επεισοδίου της καταστροφής των Περσών στα έλη στηρίζεται (εκτός της θέσης που κατέχει στον πίνακα της Ποικίλης) στις πληροφορίες που δίνει ο ίδιος συγγραφέας παρακάτω στην περιγραφή του Μαραθώνα (Ι 32 6): (α) ότι στο σημείο αυτό φονεύθηκαν οι περισσότεροι Πέρσες: «öστι δb âν τ/΅ Μαραθ΅νι λίμνη τa πολλa ëλώδης· ε¨ς ταύτην àπειρί/α τ΅ν ïδ΅ν φεύγοντες âσπίπτουσιν οî βάρβαροι καd σφίσι τeν φόνον τeν πολfν âπd τούτ/ω συμβÉναι λέγουσιν» και (β) ότι στην ίδια περιοχή (στην περιήγηση αναφέρεται μετά την περιγραφή της μάχης και πριν από τη Μακαρία πηγή) υπήρχαν το μαρμάρινο τρόπαιο που έστησαν οι Αθηναίοι και η ομαδική ταφή σε μια τάφρο των Περσών που φονεύθηκαν στη μάχη (Ι. 32.3- 5: «πεποίηται δb καd τρόπαιον λίθου λευκοÜ. Τοfς δb Μήδους \ΑθηναÖοι μbν θάψαι λέγουσιν, ½ς πάντως ùσιον àνθρώπου νεκρeν γ/É κρύψαι, τάφον δb οéδένα ε*ρεÖν äδυνάμην, οûτε γaρ χ΅μα οûτε ôλλο σημεÖον qν ¨δεÖν, âς ùρυγμα δb φέροντες σφÄς ½ς τύχοιεν âσέβαλον»). Οι πληροφορίες επιβεβαιώνονται και η θέση εντοπίζεται χάρη σε αρχαιολογικά ευρήματα: (α) την ανεύρεση πολλών αρχιτεκτονικών μελών του τροπαίου εντοιχισμένων (σε δεύτερη χρήση) σε έναν μεσαιωνικό πύργο στη Μεσοσπορίτισσα, και (β) τη διαπίστωση από τον von Eschenburg μεγάλου αριθμού σκελετών κοντά στο σημείο αυτό (Topographische, archäologische und militärische Betrachtungen auf dem Schlachtfelde vpn Marathon, Berlin, 1886, σελ. 10) ­ βλ. Β. Πετράκου, Μαραθών, σελ. 25, όπου δίνεται και μετάφραση του κειμένου του von Eschenburg («Στο αμπέλι ιδιοκτησίας Σκουζέ βρέθηκε μεγάλη ποσότητα από λείψανα οστών άτακτα τοποθετημένων, που φαίνεται ότι ανήκουν σε εκατοντάδες νεκρών… Εγώ ο ίδιος έσκαψα στις άκρες του αμπελιού και διαπίστωσα ότι η γεμάτη λείψανα οστών περιοχή εκτείνεται ως τα έλη»). Το γεγονός ότι στο χωριό αυτό της περιήγησης του Παυσανία ο πνιγμός των Περσών στο έλος φαίνεται να συγχέεται με τη μάχη στα πλοία, που δεν αναφέρεται ξανά, οφείλεται μάλλον στη γειτνίαση της θάλασσας με το έλος. Εχει γίνει πράγματι σήμερα σχεδόν από όλους αποδεκτό ότι στο σημείο αυτό (λόγω των προσχώσεων των αρχαίων εκβολών του Χαράδρου) υπάρχει μεγάλη ασάφεια ως προς την αρχαία ακτογραμμή, η οποία γενικώς τοποθετείται περί τα 1.500 μ. βορειότερα της σημερινής παραλίας του Σχινιά, στην περιοχή ακριβώς της Μεσοσπορίτισσας. Σ’ αυτή την περιοχή πρέπει οι Πέρσες να έσυραν έξω τα πλοία τους (που δεν ήταν περισσότερα των 300, δεν εκάλυπταν συνεπώς περισσότερο του 1,5 χλμ. της παραλίας) και να εγκατέστησαν το στρατόπεδό τους. Για τη θέση του στρατοπέδου στην περιοχή Δ/ΝΔ της Μεσοσπορίτισσας μεταξύ του έλους και του σύγχρονου Χαράδρου υπάρχει συμφωνία των παλαιοτέρων (Finley 1838, Maurice 1922, Schachermeyr 1951, Vanderpool 1966) και των νεοτέρων (Evans 1992, Doenges 1998), ενώ οι How – Wells το τοποθετούν ακόμη νοτιότερα, πλησιέστερα στον Σωρό. Τούτο εξηγεί και την εκ των υστέρων ίδρυση στο σημείο αυτό του λίθινου τροπαίου. Μετά την ήττα του ο περσικός στρατός, ακολουθούμενος κατά πόδας από τους Αθηναίους, έτρεξε όπως ήταν φυσικό (και όπως έδειχνε ο πίνακας της Ποικίλης) στην παραλία, Α/ΝΑ της Μεσοσπορίτισσας (κατά τον Πετράκο, σελ. 13, στον Χάραδρο), όπου και έλαβε χώρα η μάχη στα πλοία που περιγράφει ο Ηρόδοτος. Πολλοί Πέρσες, του δεξιού κέρατος ή του κέντρου του περσικού στρατού, αποκόπηκαν υποχωρούντες από τη θάλασσα λόγω της προέλασης των Αθηναίων και πνίγηκαν στο έλος ­ ή τη λίμνη ­, στις εκβολές του Χαράδρου ή κάποιας διεξόδου της Μακαρίας προς τη θάλασσα (βλ. Παυσ. Ι32.6: ρεÖ δb καd ποταμός âκ τÉς λίμνης) ανατολικά της Μεσοσπορίτισσας. Η καταδίωξη μετά τη μάχη δεν ξεπέρασε συνεπώς την περιοχή της εκκλησίας όπου στήθηκε το τρόπαιο και ανοίχθηκε ο κοινός τάφος για τους ηττημένους, μια λογική για έναν στρατό χωρίς ιππικό απόσταση ­ λίγο περισσότερο των τριών χιλιομέτρων ­ από τον τύμβο.


Εξαίρεση αποτελεί ο van der Veer (1982), που υποστηρίζει ότι: α) Οι Πέρσες αποβιβάστηκαν στη στενή λωρίδα του Σχινιά (για καλύτερη προστασία από τα μελτέμια του τέλους Σεπτεμβρίου!!!), η οποία υποτίθεται ότι ­ ακριβώς όπως σήμερα ­ έκλεινε από τον νότο το έλος και ότι συνεπώς ­ λόγω της στενότητος του χώρου ­ δεν οργανώθηκε στρατόπεδο. β) Το περσικό αρχηγείο εγκαταστάθηκε στο βόρειο όριο του έλους (στο Κάτω Σούλι μεταξύ Σταυροκορακίου και Δρακονέρας), έτσι ώστε να επικοινωνεί με τον στόλο μέσω του έλους. Ως απόδειξη δε του παράλογου αυτού ισχυρισμού αναφέρει το επεισόδιο των Περσών που πνίγηκαν στο έλος στην προσπάθειά τους να φθάσουν στα πλοία. Τούτο προφανώς οφείλεται στη σύγχυση των δύο σκηνών του πίνακα (σφαγή στο έλος, μάχη στα πλοία) που περιγράφει ο Παυσανίας, και ουσιαστικά την άρνηση της φονικής μάχης στα πλοία που περιγράφει ο Ηρόδοτος και προϋποθέτει ότι ο περσικός στρατός αντί να πάρει τον συντομότερο δρόμο της παραλίας για να επιβιβαστεί στα πλοία επέλεξε μια παράκαμψη περίπου 4-5 χιλιομέτρων μέσα από τα έλη, ακολουθούμενος κατά πόδας από τους Αθηναίους, που ­ κατά τον συγγραφέα ­ φαίνεται ότι προτίμησαν να καταδιώξουν τους Πέρσες στο έλος αντί να τους αποκόψουν από τα πλοία, σπεύδοντες στον Σχινιά.


Ο κ. Γεώργιος Σταϊνχάουερ είναι αρχαιολόγος, προϊστάμενος της Β´ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.