Η τρέχουσα συνταγματική αναθεώρηση φαίνεται να εμφορείται, ιδίως με τη δικονομική δυσχέρανση του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και τη δυνατότητα αφαίρεσης αρμοδιοτήτων από το Συμβούλιο της Επικρατείας που εισάγει, από δυσπιστία απέναντι στη δικαστική εξουσία. Είναι η δυσπιστία αυτή δικαιολογημένη ή αντίθετα διατρέχουμε έναν κίνδυνο περιορισμού του κράτους δικαίου; Το ερώτημα είναι γενικότερο και εγγίζει τη θεμελιώδη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Δυστυχώς όμως δεν έχει απασχολήσει τον δημόσιο διάλογό μας όσο θα έπρεπε και έτσι διάφορες προκαταλήψεις αφήνονται να επηρεάζουν ανεξέλεγκτα τις γνώμες των πολιτών. Είναι συνεπώς αναγκαίο να εξετάσουμε ορισμένα βασικά επιχειρήματα που προβάλλουν υποστηρικτές όσο και αμφισβητίες του δικαστικού περιορισμού.


Η σχέση των εξουσιών


Χρήσιμες είναι δύο προκαταρκτικές παρατηρήσεις. Η πρώτη είναι ότι η παραδοχή της αναγκαιότητας μιας ανεξάρτητης δικαστικής εξουσίας εμφανίζεται καθολική. Κανείς σήμερα δεν αμφισβητεί, τουλάχιστον ευθέως, ότι μια ανεξάρτητη δικαστική εξουσία, που να ελέγχει χωρίς φόβο και χωρίς πάθος την εκτελεστική και ενίοτε και τη νομοθετική (μέσω του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων) και να προστατεύει τα δικαιώματα των πολιτών από παραβιάσεις τους οποθενδήποτε προερχόμενες, αποτελεί έναν από τους ακρογωνιαίους λίθους του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.


Πλούσια είναι η ιστορική εμπειρία και νωπές ακόμη οι μνήμες ωμών επεμβάσεων κατά της δικαστικής ανεξαρτησίας εκ μέρους ανελεύθερων καθεστώτων. Συνεπώς οι τυχόν αμφισβητήσεις (μπορούν να) αφορούν μόνο κάποια οριακά ζητήματα των σχέσεων της δικαστικής εξουσίας προς τις άλλες δύο.


Η δεύτερη παρατήρηση αφορά ακριβώς τη σχέση των κρατικών εξουσιών σήμερα. Οσοι συνέλαβαν ή καθιέρωσαν πρώτοι την αρχή της διάκρισης των εξουσιών είχαν υπόψη τους τρεις μεταξύ τους λίγο πολύ ανεξάρτητες και αλληλοελεγχόμενες εξουσίες. Είχαν επίσης κατά νου συντάγματα που γνώριζαν μόνο ατομικά δικαιώματα και ένα κράτος αμιγώς φιλελεύθερο. Σήμερα πολλά έχουν αλλάξει. Ιδίως έχει κατά πολύ αυξηθεί η δύναμη της εκτελεστικής εξουσίας, ενώ η νομοθετική έχει πλέον μεγάλη εξάρτηση από αυτήν και δεν την ελέγχει όσο παλαιότερα. Επίσης στα ατομικά δικαιώματα προστέθηκαν τα κοινωνικά και το κράτος εκτός από φιλελεύθερο έγινε και κοινωνικό. Αυτό συνέβαλε ώστε η δικαστική εξουσία, από «κατά κάποιον τρόπο μηδενική», που ήταν κατά τον Montesquieu, απέκτησε πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα: αφενός έγινε η μόνη πραγματικά ελέγχουσα την εκτελεστική, αφετέρου όμως οι κρίσεις της απέκτησαν τη δυνατότητα να επηρεάζουν αμεσότερα την άσκηση κοινωνικής πολιτικής.


Εδώ ακριβώς τίθεται το ερώτημα: Μήπως γι’ αυτό η ανάγκη περιορισμού της δικαστικής εξουσίας είναι σήμερα εμφανέστερη; Οι θιασώτες αυτής της άποψης επικαλούνται ένα βασικό επιχείρημα: ότι η εμμονή στον απεριόριστο δικαστικό έλεγχο αλλοιώνει το δημοκρατικό πολίτευμα, από τη στιγμή που οι δικαστές λαμβάνουν αποφάσεις με χαρακτήρα εντονότερα πολιτικό, για τις οποίες δεν διαθέτουν την απαραίτητη δημοκρατική νομιμοποίηση. Κατ’ επέκταση, πολλοί εκφράζουν τον φόβο ενός «κράτους δικαστών».


Επιζήμιος περιορισμός


Τα πράγματα δεν είναι όμως τόσο απλά. Ηδη από τα προηγούμενα προκύπτει ότι αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα αυτό αφορά μόνο το σκέλος της δικαστικής επιρροής στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Δεν αφορά το σκέλος του ελέγχου τής σήμερα λιγότερο ελεγκτής εκτελεστικής εξουσίας, από την οποία, παρά τη δημοκρατική ανάδειξή της, δεν παύουν να απορρέουν σοβαρότατοι κίνδυνοι για τα δικαιώματα των πολιτών. Ενας αδιάκριτος περιορισμός της δικαστικής εξουσίας θα ήταν επομένως επιζήμιος. Και μάλιστα, αν δεν μπορέσουμε πρακτικά να ξεχωρίσουμε τα δύο σκέλη, να περιορίσουμε δηλαδή τις δικαστικές κρίσεις μόνο όταν αφορούν την άσκηση κοινωνικής πολιτικής, λιγότερο επικίνδυνο είναι να ανεχθούμε κάποιες δικαστικές υπερβάσεις παρά να περιστείλουμε τον δικαστικό έλεγχο στο σύνολό του.


Θεμελιώδεις περιορισμοί


Το κυριότερο ζήτημα είναι όμως: Μπορεί ποτέ να κινδυνεύσει πραγματικά η δημοκρατία μας, ακόμη και στις περιπτώσεις ελέγχου της άσκησης κοινωνικής πολιτικής, από τους δικαστές; Ασκούν ποτέ τα δικαστήρια μια εξουσία ικανή να θεωρηθεί ύποπτη επειδή δεν διαθέτει ευθεία δημοκρατική νομιμοποίηση; Πρέπει να γίνει σαφές ότι η δικαστική εξουσία υπόκειται σε δύο θεμελιώδεις περιορισμούς. Πρώτον, τα δικαστήρια κρίνουν επί ατομικών υποθέσεων, κατά κανόνα μετά από αίτηση κάποιου πολίτη· δεύτερον, ο έλεγχος που ασκούν είναι αποκλειστικά έλεγχος νομιμότητας. Ο πρώτος περιορισμός σημαίνει ότι αν εξαιρέσουμε την ιδιαίτερη περίπτωση της ποινικής δικαιοσύνης, τα δικαστήρια επεμβαίνουν μόνο μεμονωμένα και ύστερα από πρωτοβουλία κάποιου πολίτη που θεωρεί ότι έχει θιγεί ένα δικαίωμά του. Επομένως δεν ασκούν μια καθαρά δική τους εξουσία, απλώς θωρακίζουν εξουσίες που το δίκαιο απονέμει στους πολίτες καθιστώντας τες μάλιστα ανθεκτικές στις εκάστοτε πλειοψηφίες. Ο δεύτερος περιορισμός σημαίνει ότι, κρίνοντας αυτές τις ατομικές περιπτώσεις, τα δικαστήρια δεν είναι αδέσμευτα αλλά εφαρμόζουν το σύνταγμα και τους νόμους· δεν δημιουργούν δηλαδή νέο δίκαιο αλλά εφαρμόζουν το ήδη θεσπισμένο. Πού λοιπόν, για όποιον δεν υπονοεί το απαράδεκτο ότι τα ίδια τα δικαιώματα είναι αντιδημοκρατικά, έγκειται ο κίνδυνος για τη δημοκρατία;


Τα αντίδοτα στην υπέρβαση


Οι υποστηρικτές του δικαστικού περιορισμού απαντούν ότι, ακόμη και όταν κρίνουν ατομικές περιπτώσεις, οι δικαστές επικαλούνται γενικές εκτιμήσεις για να δικαιολογήσουν την κρίση τους. Επισημαίνουν επίσης ότι ο νόμος δεν είναι σαφής για όλες τις περιπτώσεις και ότι σε πάρα πολλά ζητήματα ερμηνείας του συντάγματος και των νόμων υπάρχουν διαφωνίες. Παράλληλα προβάλλουν ότι τα όρια μεταξύ ελέγχου νομιμότητας και ελέγχου σκοπιμότητας είναι ρευστά και ότι συχνά υπό τον πρώτο κρύβεται ο δεύτερος.


Ολα αυτά αληθεύουν. Το ζήτημα είναι αν αρκούν για να μεταβάλουν τη συνολική μας εικόνα για τη δικαστική εξουσία. Η απάντησή μου είναι όχι. Κάποιες οριακές περιπτώσεις δεν αναιρούν την εκτίμηση ότι οι δικαστές δεν ασκούν μια εξουσία καθαρά δική τους και για δικό τους λογαριασμό, αλλά πρωτίστως προστατεύουν δικαιώματα άλλων. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι όποιοι κατέχονται από πάθος εξουσίας σπάνια επιλέγουν το δικαστικό επάγγελμα· και ότι οι δικαστές που παραβιάζουν το καθήκον τους υποκύπτουν στη σαγήνη όχι της δικής τους εξουσίας αλλά της εξουσίας (παρούσης ή αναμενόμενης) που καλούνται να ελέγξουν.


Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εναντίον της υπέρβασης των ορίων της δικαστικής εξουσίας υπάρχουν σοβαρά αντίδοτα. Το κυριότερο είναι το καθήκον αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων, που υποστηρίζεται σημαντικά από την ανάπτυξη της νομικής επιστήμης και από μια ακαδημαϊκά επεξεργασμένη μέθοδο ερμηνείας του δικαίου. Οι δύο μαζί είναι που επιτρέπουν και την άσκηση της απαραίτητης κριτικής σε κακές δικαστικές αποφάσεις. Σοβαρό αντίδοτο είναι επίσης η ύπαρξη πειθαρχικής ευθύνης, οι αυστηροί δεοντολογικοί κανόνες του δικαστικού λειτουργήματος και η μακραίωνη δικαστική παράδοση. Κακοί δικαστές πάντα μπορούν να υπάρξουν. Το να περισταλεί ωστόσο για τον λόγο αυτό η ίδια η δικαιοσύνη μόνο τη δημοκρατία δεν ωφελεί.


Ο κ. Παύλος Κ. Σούρλας είναι καθηγητής της Φιλοσοφίας του Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.